Τό πραγματικό της ὄνομα ἦταν Δέσποινα Ἀχλαδιώτη. Στό πανελλήνιο, ὅμως, ἔμεινε γνωστή ὡς ἡ κυρά τῆς Ρῶ, ἀλλά καί ὡς Κυρά τῆς Ρωμιοσύνης. Ἡ ζωή της σκληρή καί δύσκολη, σπάνια, μοναδική, ἀξιοζήλευτη. Ἀνήκει σ᾽ ἐκείνη τή στόφα ἀνθρώπων πού χωρίς τίτλους καί περγαμηνές διδάσκουν, παιδαγωγοῦν, μεταγγίζουν φῶς καί ἀξίες στίς ἐπερχόμενες γενιές μέσα ἀπό τίς καθάριες πράξεις τους ἤ μέσα ἀπό μία μονάχα πράξη σταθερά ἐπαναλαμβανόμενη μέσα στίς δεκαετίες μέ ἀμείωτο ζῆλο, ἁγνό πατριωτισμό καί συνείδηση χρέους.
Γεννημένη στά 1890 στό τουρκοκρατούμενο τότε θρυλικό Καστελλόριζο, ἡ Δέσποινα ἀποφασίζει μαζί μέ τόν σύζυγό της Κωνσταντῖνο νά ἐγκατασταθοῦν τό 1924 στό μικρό νησάκι Ρῶ τρία ναυτικά μίλια ἀπό τό Καστελλόριζο κι ἄλλα τόσα ἀπό τά παράλια τῆς Μικρασίας. Εἶχαν πάρει λίγα ζῶα κι ἀσχολοῦνταν μέ τήν κτηνοτροφία. Ἔτσι κάλυπταν τίς καθημερινές τους ἀνάγκες. Ἡ ζωή τους ἁπλή, λιτή, μία ζωή βιοπάλης. Οἱ ἐλάχιστες οἰκογένειες πού κατοικοῦσαν στή Ρῶ Μεγίστης ἐγκατέλειψαν τά ἑπόμενα χρόνια τό νησί ἀφήνοντας μοναδικούς κατοίκους τό ζεῦγος Ἀχλαδιώτη.
Ἕνα πρωινό τοῦ 1929 ἀντίκρισαν ἕνα ἀπρόσμενο καί δυσάρεστο θέαμα: μία τουρκική σημαία. Ἦταν ἡ πρώτη πρόκληση πού δέχθηκε ἀπό τούς Τούρκους ἡ Δέσποινα, γιατί ἔκτοτε κονταροχτυπήθηκε μέ τούς ἐπιβουλεῖς δυναμικά καί περήφανα χιλιάδες φορές. Ἡ ἀντίδρασή της ὑπῆρξε ἄμεση, αὐθόρμητη, γνήσια ἑλληνική. Πῆρε ἕνα λευκό σεντόνι κι ἕνα γαλάζιο ὕφασμα κουρτίνας κι ἔφτιαξε μία σημαία. Μαζί μέ τόν σύζυγό της κατέβασαν τήν τουρκική καί ὕψωσαν τήν ἑλληνική σημαία.
Τό 1940 ὁ ἄντρας της ἀρρώστησε βαριά. Ἡ κυρα-Δέσποινα ἦταν μόνη στό νησάκι. Ὅταν ἦρθαν καί πῆραν στό ψαροκάικο τόν Κώστα γιά νά τόν μεταφέρουν στόν γιατρό, αὐτός ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στή θάλασσα. Σκληρές ὧρες γιά τήν κυρα-Δέσποινα. Πόνος βουβός. Μόνη της φροντίζει τά πάντα κι ἐνταφιάζει τόν σύζυγό της. Ἐπιστρέφει τό 1943 στό ἡρωικό της μετερίζι, αὐτή τή φορά παίρνοντας μαζί της τήν τυφλή της μάνα.
Στό λιμανάκι τοῦ νησιοῦ, ἐκεῖ στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁι-Γιώργη ἡ κυρα-Δέσποινα ζητᾶ τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ στή δύσκολη ζωή πού ἐπέλεξε. Εἶχε συνείδηση ὅτι ἐπιτελεῖ ἔργο σοβαρό.
Στά χρόνια τοῦ Β´ Παγκόσμιου πολέμου συμμετέχει μέ τόν δικό της τρόπο στόν ἀγώνα. Τό νησί μετατρέπεται σέ ἕδρα τῶν συμμάχων, πού ὅταν πληροφορήθηκαν τήν ἱστορία της, ἔστειλαν ναῦτες νά τή χαιρετίσουν καί νά τήν ἐφοδιάσουν μέ τρόφιμα κι ἄλλα ἀναγκαῖα. Ἀλλά κι ἐκείνη σ᾽ ὅλη τή διάρκεια τοῦ πολέμου τούς συμπαραστεκόταν καί τούς βοηθοῦσε πολύ φιλόξενα. Δεχόταν τούς ἕλληνες στρατιῶτες τοῦ Ἱεροῦ Λόχου πού ἐρχόντουσαν ἀπό τήν Αἴγυπτο. Καί μάλιστα κάθε φορά πού τά πλοῖα περνοῦσαν μπροστά ἀπό τή Ρῶ, αὐτή ἔτρεχε νά τά χαιρετίσει κουνώντας τήν ἑλληνική σημαία. Στή δύση τῆς ζωῆς της ἀναπολοῦσε ἐκεῖνες τίς στιγμές νοσταλγικά: «Ὅταν ἐκατήβαινε δικό μας καράβι σήκωνα τή σημαία καί χαιρετοῦσα. Σφυρούσανε... νά τρέχω ἡ κακομοίρα, νά τρέχω στά κατσάβραχα πάνω νά πάω νά σηκώσω τή σημαία».
Συγκλονίζει μέ τήν ἀμετάκλητη ἀπόφασή της νά φυλάγει τόν βράχο στήν ἄκρη τῆς Ἑλλάδας. Ὅταν οἱ Γερμανοί βομβάρδισαν τό Καστελλόριζο καί οἱ κάτοικοι ἔφυγαν γιά τήν Κύπρο, τή Μέση Ἀνατολή κι ἄλλα μέρη, ἡ κυρα-Δέσποινα παρόλο τόν τρόμο τοῦ βομβαρδισμοῦ ἔμεινε ἐκεῖ, στητή κι ἀκλόνητη. Μία γυναίκα μέ λιονταρίσια καρδιά νά φυλάγει Θερμοπύλες, νά στέκεται ἀκοίμητος βιγλάτορας στά σύνορα τῆς πατρίδας!
Τό 1943 τό Καστελλόριζο ἦταν τό πρῶτο κομμάτι ἑλληνικῆς γῆς πού ἐλευθερωνόταν. Ἡ ἀποχώρηση τῶν Ἰταλῶν κατακτητῶν γέμισε τήν ψυχή τῆς κυρᾶς μέ ἀνείπωτη χαρά καί ἤθελε νά ἐκφράσει δυναμικά αὐτό τό αἴσθημα. Γι᾽ αὐτό κι ὅταν τή ρώτησαν «πῶς σοῦ ἦρθε γιά πρώτη φορά νά ὑψώσεις τή σημαία;», ἐκείνη ὑψώνοντας τό τρεμάμενο πλέον γεροντικό της χέρι στόν οὐρανό, ἀπάντησε αὐθόρμητα: «Ἔτσι μέ φώτισε... Ἀφοῦ ἔφυγαν πιά οἱ Ἰταλοί, νά σηκώσουμε τή σημαία τή δική μας, τόν σταυρό, γιατί ἀγαποῦσα τόσο πολύ τήν Ἑλλάδα».
Ἔκτοτε ἡ ἔπαρση τῆς ἑλληνικῆς σημαίας κάθε πρωί καί ἡ ὑποστολή μέ τή δύση τοῦ ἡλίου γίνεται τό καθημερινό της ἱερό καθῆκον. Συνδέθηκε τόσο πολύ μ᾽ αὐτή τήν πρώτη σημαία πού δήλωνε: «Τήν πρώτη σημαία τήν ἔχω, τή μπάλωσα καί τήν ἔχω. Ἔ, ὅταν πεθάνω νά μοῦ τή βάλουν μαζί μου».
Τό 1974 τοῦρκος δημοσιογράφος ἐκμεταλλεύεται τήν ἀπουσία της ἀπό τή Ρῶ καί ὑψώνει στό νησί τουρκική σημαία. Ἀσφαλῶς ὅταν γύρισε στό σπίτι της τήν κατέβασε. Ἡ σθεναρή της ἀντίσταση στίς ἀπειλές τοῦ ἐχθροῦ ἀρχίζει νά γίνεται γνωστή στήν Ἑλλάδα. Τήν ἑπόμενη χρονιά ἕνα ἀντιτορπιλικό καταφτάνει στό Καστελλόριζο καί τήν παρασημοφορεῖ γιά τόν πατριωτισμό της. Τή μέρα τῆς βράβευσης ὁ ἐπίσκοπος τήν κάλεσε δίπλα του στό δεσποτικό καί μίλησε γιά τήν ἡρωίδα μέ θέρμη καί θαυμασμό. Ἡ ἴδια μέ τήν ἁπλή κι ἀπέριττη ἐμφάνισή της, γερασμένη πιά, καταρυτιδωμένη ἀπό τίς κακουχίες, κυρτωμένη ἀπό τήν ἁλμύρα, ἀλλά μέ μάτια λαμ- περά, μέ βλέμμα καθάριο, ἁγνό, μέ πρόσωπο ὁλοφώτεινο μίλησε μέσα ἀπό τήν ἑλληνική της καρδιά. Ἀφοῦ εὐχαρίστησε ὅλα τά πρόσωπα βροντοφώναξε: «Ζήτω ἡ Ἑλλάς!».
Κι ἄλλοτε πάλι ἀποκρυστάλλωσε τόν ἀγώνα δεκαετιῶν μέ τά ἑξῆς λόγια:
«Τά ξερονήσια τοῦ Καστελλόριζου καί τῆς Ρῶ τά ἀγαπῶ... Μέ τήν ἑλληνική σημαία ὑψωμένη καί τήν ἀγάπη γιά τήν Ἑλλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα ὅλες τίς κακουχίες. Βέβαια ἡ ζωή στή Ρῶ δέν εἶναι καί τόσο εὐχάριστη, ἀλλά νιώθεις πιό πολύ τήν Ἑλλάδα, χαμένος ὅπως εἶσαι στό πέλαγος, λίγες ἑκατοντάδες μέτρα ἀπό τίς τούρκικες ἀκτές».
Ἦταν 13 Μαΐου 1982 ὅταν μία ἀπό τίς ὡραιότερες ἑλληνικές ψυχές πέταξε γιά τήν αἰωνιότητα. Ἡ κυρά τῆς Ρῶ στά 92 της χρόνια μᾶς ἀποχαιρέτησε. Δέν ἦταν δυνατόν νά μήν ἐκπληρωθεῖ ἡ διακαής ἐπιθυμία της. Ὁ τάφος της βρίσκεται ἐκεῖ: στό ἀγαπημένο της ξερονήσι πού αὐτή τό ἀνέσταινε μέ τήν πα- ρουσία της. Ἡ ταφή πραγματοποιήθηκε μέ τιμές ἐθνικῆς ἡρωίδας, ὅπως τῆς ἄξιζε, μέ τήν πρώτη μπαλωμένη σημαία νά τή συνοδεύει. Σήμερα στό νησί παραμένει ἕνα μικρό ἀπόσπασμα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ μέ κύριο μέλημα τή συνέχιση τῆς παράδοσης τῆς κυρᾶς τῆς Ρῶ, δηλαδή τήν καθημερινή ὕψωση τῆς ἑλληνικῆς σημαίας μαζί μέ τή συνακόλουθη διασφάλιση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητας τῆς πατρίδας σ᾽ αὐτή τήν ἀνατολικότατη ἄκρη πού κινδυνεύει.
Ἡ κυρά τῆς Ρῶ ἀπό τόν οὐρανό συνεχίζει ὡς σύμβολο νά ἐμπνέει καί νά πυρπολεῖ καρδιές πού ἀναζητοῦν πρότυπα ἁγνῶν ἰδανικῶν... Ἄν ἐξετάσουμε τόν γαλάζιο οὐρανό τῆς πατρίδας μας ἤ ἄν ἀτενίσουμε τόν ὁρίζοντα τῆς καταγάλανης θάλασσας, θά δοῦμε μέ τά μάτια τῆς καρδιᾶς μία ἀρ- χοντική μορφή ἀνάμικτη μέ μπλέ χρωματισμούς ἀγαπημένους. Εἶναι ἡ κυρά τῆς Ρῶ πού ἐξακολουθεῖ νά ὑψώνει περήφανα τή γαλανόλευκη καί νά τήν παραδίδει ὡς ἱερή σκυτάλη στά χέρια μας. Ψηλά ἡ σημαία, ψηλά οἱ καρδιές!
Ἀγγελική Τσιραμπίδου