Ὅταν ὁ πλοῦτος προσφέρεται…

sismanoglou cἈπό φύτρα φι­λάνθρωπη κληρο­δότησε τήν καλή ἕξη τῆς προσ­φο­ρᾶς... Ἀπό ἕναν πατέρα πού δέν χόρταινε νά δί­νει παρέ­λα­βε τή χαρά τῆς εὐεργεσίας καί μέ συνο­δοι­πόρο τόν μεγάλο του ἀ­δελ­φό πού ἀν­δρώ­θηκε μέσα στό ἴδιο ἀγα­θο­εργό πνεῦμα ὁ Κων­σταν­τῖνος Σισμά­­νογλου ἄ­φησε μέ τό πέρασμά του ἀπό αὐτή τή ζωή ἄρωμα ἀ­γάπης στή φιλτάτη του πατρίδα.
Ὁ πατέρας του Ἰωάννης ὑπῆρξε ἕνα ὀρ­φανό φτωχό παιδί ἀπ᾽ τό χωριό Κον­τί­κιοϊ στή Χαλκηδόνα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τίποτε δέν θά μποροῦσε νά προδιαγράψει στή ζωή αὐτοῦ τοῦ ταλαιπωρημένου ἀγοριοῦ μία τόσο ἀνοδική πορεία. Κι ὅμως, τόν βρίσκουμε στήν Κωνσταντινούπολη νά ἐργάζεται σκληρά καί νά μεταμορφώνεται σύντομα σέ μεγάλο ἐπιχειρηματία. Στόν Ρωσοτουρκικό πόλεμο καταστρέφεται οἰ­κονομικά, ἀλλά δέν παραιτεῖται. Μέ νέ­ες δυνάμεις ρίχνεται καί πάλι στόν ἀ­γώ­να.
Μέ ζῆλο καί τόλμη παράγει ἕνα ὀρυκτό «σαπούνι» ὀνόματι Κίλ καί ταυτόχρο­να ἀξιοποιεῖ τό χρώμιο. Εὐγενής καί ἔντι­μος κερδίζει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν τουρκι­κῶν κύκλων. Τοῦ ἀναθέτουν νά εἶ­ναι μέλος τῆς «ἐπιτροπῆς τῆς δεκάτης». Προσπαθοῦν νά τόν δελεάσουν μέ δωροδοκίες, ἀλ­λά παραμένει ἀκλόνητος στίς ἀρχές του. Ὁ σεβασμός πρός τό πρόσωπό του αὐ­ξάνει καθώς οἱ ἀγαθοεργίες του εἶναι πάμπολλες. Χρηματοδοτεῖ ἑλληνικά σχο­λεῖ­α, ὅπως τή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ἀλ­λά καί κοινότητες μέχρι καί τήν Ἄ­γκυ­ρα. Μάλιστα ὁ Ἰωάννης Σισμάνογλου εὐ­εργε­τεῖ καί τούς Τούρκους. Γι᾽ αὐ­τό τόν ἀ­πο­κα­λοῦν «μπαμπαλίκ», δηλαδή «πατερού­λη».
Φαίνεται πώς ὁ κατεξοχήν διάδοχος στήν ὅλη δράση τοῦ Ἰωάννη ὑπῆρξε ὁ γιός του Κωνσταντῖνος. Γεννιέται τό 1857 στήν Κωνσταντινούπολη καί σπουδάζει στό ἐ­κεῖ Ἑλληνικό Λύκειο. Παρακολουθεῖ κατ᾽ ἰδίαν ἐμπορικά μαθήματα καί πολύ νωρίς ἀναλαμβάνει τή διεύθυνση τῶν πατρικῶν ἐπιχειρήσεων. Μαζί μέ τίς οἰκονομικές εὐ­θύνες ἐπωμίζεται καί τήν ἑξῆς πατρική συμ­βουλή, πού σήμερα εἶναι χαραγμένη στήν προτομή του: «Ὅσο ἔχει ἡ κάσα σου πρέπει νά δίνεις. Ἔχεις καθῆκον. Τά χρήματα δέν ἔχουν καμιά ἀξία σάν τά κλειδώνεις. Ἀπό τήν κοινωνία τά κάμαμε στήν κοινωνία ὀφείλουμε νά τά ἀποδώσουμε».
Ὡς κληρονόμοι τῆς τεράστιας περιουσίας ὁ Κωνσταντῖνος καί ὁ ὁμόψυχος Ἀναστάσιος ἐπεκτείνουν τίς ἐπιχειρήσεις στό Παρίσι. Στή Γαλλία βοηθοῦν τούς ἐκεῖ Ἕλληνες, ἰδιαίτερα τούς φοιτητές. Ἡ Μικρασιατική ἐκστρατεία τό 1919 τούς ὠθεῖ στήν Ἀθήνα. Οἱ ἀρχικές ἐπιτυχίες τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ τούς ἐνθουσιάζουν. Οἱ ὁμοϊδεάτες ἀδελφοί ὁραματίζονται τήν ἵδρυση ἑνός Λυκείου στή γενέτειρα τοῦ πατέρα τους, στήν Ἄγκυρα, καί προσφέρουν 4.000 χρυσές λίρες. Μέ τήν τραγική καταστροφή ὅμως τά σχέδιά τους ματαιώθηκαν.
Τά κύματα τῶν χιλιάδων προσφύγων συμπατριωτῶν τους γίνονται τό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν δύο ἀδελφῶν. Δωρίζουν ἕνα μεγάλο κτῆμα τους στήν Καβά­λα γιά νά τακτοποιηθοῦν 300 οἰκο­γένειες προσφύγων καί παράλληλα ἀναλαμβάνουν ὅλα τά ἔξοδα ἐγκατάστασης.
Λίγο ἀργότερα μία νέα φιλάνθρωπη ἰδέα ἄρχισε νά κυοφορεῖται στόν νοῦ τῶν δύο φιλοπάτριδων ἀδελφῶν μέ τίς ὡραῖες ἀνησυχίες. Ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕνα Σανατόριο εὐρωπαϊκῶν προδιαγρα­φῶν γιά ὅσους πάσχουν ἀπό φυματίω­ση. Ἡ νόσος ἤδη ταλαιπωρεῖ σκληρά τήν οἰ­κογένεια. Ὁ Ἀναστάσιος ὑποφέρει ἀπό αὐτή τήν τρομερή ἀσθένεια καί πεθαίνει τό 1934. Ὁ Κωνσταντῖνος μόνος πιά θά ὑλοποιήσει τό πιό μεγαλόπνοο σχέδιό τους. Χω­ρίς χρονοτριβές ἀξιοποιεῖ τά κε­­­φάλαια πού εἶχε ἐπενδύσει σέ τράπεζα τῆς Ἀμερι­κῆς. Σπουδαῖο χάρισμα νά μήν προσκολ­λᾶται ἡ καρδιά στόν ἐπίγειο πλοῦ­­­το καί νά ἔχει τή δύναμη νά τόν δωρίζει γιά τό κοινό καλό. Στή συνέχεια ἐπιλέγει ἄξιους μηχανικούς, ἐντοπίζει ἱκανούς συνεργάτες καί πολύ ἀποφασιστικά προβαίνει στήν ἀγορά ἑνός μεγάλου οἰκο­πέδου στήν Πεντέλη. Στίς 6 Νοεμβρίου 1936 ὁ Κωνσταντῖνος θέτει τόν θεμέλιο λίθο τοῦ Φυματιολογικοῦ Ἰν­στιτούτου. Τήν ἴδια μέρα ὁ βασιλιάς Γεώργιος τόν τιμᾶ μέ τό παράσημο τοῦ Τά­γματος τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ Κωνσταντῖνος χαίρεται ἀσφαλῶς μέ τή βράβευση, ἀλλά πρωτίστως ἐπείγεται νά ὁλοκληρώσει τήν ἀνέγερση τοῦ νοσοκομεί­ου. Εἶχε μάθει ἀπό τόν πατέρα του νά δραστηριοποιεῖται δυναμικά, νά καταβάλλει καί τόν προσωπικό κόπο σέ ὅ,τι ὁραμα­τίζεται. Ἔτσι, ὡς ἰσόβιος πρόεδρος ἀνα­­λαμβάνει τήν ἐπιστασία τῶν πάντων.
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ πώς λόγῳ τῆς ἰδιαίτερης φιλίας του μέ τόν μητροπολίτη Χρύ­­σανθο ὁ Κωνσταντῖνος προχώρησε στή δημιουργία ἑνός ἀκόμη νοσοκομείου στήν Κομοτηνή, τή γενέτειρα τοῦ ἐπισκόπου, ἀφήνοντας παρακαταθήκη νά περι­θάλ­πον­ται ὅλοι, ἀλλά οἱ φτωχοί νά μήν πλη­ρώ­νουν.
Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Σισμάνογλου ἔδωσε ὅλο του τό εἶναι, ὅλη του τήν ἐνέργεια -καί εἶχε ἀκόμη πολλή!- σέ αὐτά τά δύο ἱδρύματα ὑγείας. Δέν εἶχε μεγαλύτερη χαρά ἀπό τό νά βλέπει τούς ἀσθενεῖς νά ἐξέρχονται σέ καλή κατάστα­ση. Πλήρης ἡμερῶν καί πλήρης ἀγαθοεργιῶν ἐκοιμήθη στίς 27 Ἰουνίου 1951 μένοντας στήν ἱστορία τῆς Ἑλλάδας ὡς ἕνας ὄντως μέγας εὐεργέτης πού πρόσφε­ρε τό βιός του μέ πολλή χαρά γιά τίς ἑκάστοτε ἀνάγκες τῆς πατρίδας. Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη αὐτοῦ καί τῆς οἰκογένειάς του.

Α.Τ.