Μέ τό ἀπόκριμα τοῦ θανάτου

patir aug gr

Ἦτο κατοχή. Ἤμην τότε Μέγας Πρω­τοσύγκελλος τῆς Ἀρχιεπι­σκοπῆς Ἀ­θη­νῶν*. Εἶχον μεταβεῖ κάποιαν ἡ­μέ­­ραν εἰς τό Ὑπουργεῖον Παιδείας. Ἐκεῖ εὗ­- ρον τόν Γερμανόν Διοικητήν, ὅστις συν­ωμίλει μετά τοῦ Ὑπουργοῦ. Ἡ συνο­μιλία ἐγίνετο Γερ­μανιστί. Ἀντελήφθην ὅμως ὅτι θέμα τῆς συνομιλίας ἦτο ὁ πατήρ Αὐγου­στῖνος, ὁ ὅ­ποιος ὑπηρετοῦσε τότε εἰς τήν Μακε­δο­νίαν καί ὅτι αἱ διαθέσεις τοῦ Γερ­μανοῦ κάθε ἄλλο παρά ἀγαθαί ἦσαν διά τόν πα­τέρα Αὐγου­στῖνον. Παρενέβην καί πα­ρε­κάλεσα τόν Ὑ­πουργόν νά μέ συστήσει καί νά εἰπεῖ εἰς τόν Διοικητήν νά ζήτηση παρ᾽ ἐμοῦ πληροφορίας περί τοῦ πατρός Αὐ­γουστίνου…
Μετ᾽ ὀλίγας ἡμέρας ἦλθεν αὐτοπρο­σώ­πως ὁ Διοικητής εἰς τό Γραφεῖον μου ἐν τῇ Ἀρ­χιεπισκοπῇ μέ διερμηνέα, καθώς καί μέ τρεῖς ἄλλους, ἄς τούς εἴπω στενογρά­φους. Ἐτοποθέτησε τόν ἕνα ἐδῶ, τόν ἄλ­λο πάρα κάτω καί τόν ἄλλο πιό πέρα. Καί τότε ἤρ­χι­σεν ἀμέσως ἕναν καταιγισμόν ἐ­ρωτημάτων πρός ἐμέ. Ὅταν ἐτελειώσα­μεν, μοῦ εἶπεν:
«Ἔχει ἀποφασισθεῖ ἡ ἐκτέλεσις τοῦ Αὐ­γουστίνου Καντιώτου. Μετά τά ὅσα μοῦ εἴ­πατε, διστάζω νά προχωρήσω, θά διατάξω νά ἀνασταλεῖ. Ταυτο­χρόνως ὅ­μως θά δια­τάξω νά γίνει πλέον ἄγ­ρυπνος καί πλέον συ­στη­μα­τική ἡ παρακο­λού­θησίς του. Μέ τό παρα­μι­κρόν πού θά προκύψει εἰς βάρος του, θά ἐκτε­­λεσθεῖ, ἀλλά θά ἔχετε καί σεῖς εὐθύνας. Νομί­ζω ὅτι κά­ποια κατα­χθόνια μηχανή ὑ­πάρ­χει εἰς τήν Ἐκ­κλησίαν, ἡ ὁποία τεκταίνεται κακά εἰς βά­ρος τοῦ στρατοῦ κατο­χῆς...».
Ὅταν ἔφυγε, ἐπῆρα ἀμέ­σως τήν πέννα καί ἐχάραξα λίγες γραμμές εἰς τόν πατέρα Αὐγουστῖνον: «Πάτερ Αὐγου­στῖ­νε, συνέβη αὐτό καί αὐτό. Ἡ ζωή σου κρέ­με­ται σέ μία κλωστή, θά σέ παρακολου­θοῦν συνέ­χεια. Πρόσεχε κάθε σου βῆμα. Πρόσεχε, πρόσ­εχε, πρόσεχε...».
Λαμβάνω, ἀγαπητοί μου, ἕνα γράμμα, πού θά ἔπρεπε καί ἐγώ πού εἶμαι ἐπί­σκο­πος καί σεῖς πού εἶσθε λαϊκοί, νά τό ἔχο­μεν ἐπάνω ἀπό τό κρεββάτι μας καί νά τό διαβάζωμεν κάθε ἡμέραν: «Ἀγαπητέ μου πάτερ Χριστό­φορε, ἔλαβα τό γράμμα σου καί σ᾽ εὐχαριστῶ διά τήν ἀγάπην σου. Σ᾽ εὐχαριστῶ καί διά τίς συμβουλές σου, τίς ὁποῖες ὅμως δέν πρόκειται νά τηρήσω. Ἡ ζωή μου δέν ἀξίζει μία δεκά­ρα. Ἄν δέν μέ σκοτώσουν  οἱ  Γερμανοί, κά­ποια ἀρκούδα τῶν μακεδονικῶν δασῶν θά μέ φάγη. Ἄς πέσω λοιπόν ὑπη­ρετῶν καί ὑπερα­σπι­ζό­μενος τόν μαρ­τυρικόν καί ἐγκαταλε­λειμ­μένον ἀπ᾽ ὅλους λαόν μας. Ἐάν δέν σέ ἐπα­- νίδω, καλήν ἀντάμωσιν εἰς τήν Αἰωνι­ό­τητα.
Μέ ἀγάπην Χριστοῦ
Αὐγουστῖνος»

* Μαρτυρία τοῦ ἀειμνήστου μητροπο­λίτου Ναυπάκτου κυροῦ Χριστοφόρου, τήν ὁ­ποί­α διέσωσε ὁ μακαριστός ἀρχιμαν­δρί­της π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος.