Ὁ κανονιέρης τοῦ 1940

kostakis gr   Δευτέρα, 28 Ὀκτωβρίου 1940, ὥρα 5:30 π.μ. Ἀρχίζει ἡ ἰταμή ἐπίθεση τῆς Ἰ­τα­λίας κατά τῆς Ἑλλάδος. «Δύναται νά εἴπει κανείς χωρίς δισταγμό ὅτι ἴσως ἐκεῖ ἐπάνω, εἰς τά βουνά τῆς Ἠπείρου, κρί­νε­ται ἡ τύχη ὁλο­κλήρου τοῦ πολέμου», γρά­φει ἡ ἀμερικανική ἐφημερίδα Κρίστιαν Σάιενς Μό­νιτορ. Στά ἀλβανικά σύνορα ἔ­χουν συγκεν­τρωθεῖ ἰταλι­κές μεραρχίες, τεθωρακισμένα καί βαρύ πυ­ροβολικό. Τολ­μᾶ νά προτάξει τά στήθη της καί ν᾽ ἀναμε­τρηθεῖ μαζί τους ἡ 8η Με­ραρ­χία. Ὁ δι­οι­κητής Χαρ. Κατσιμῆτρος, ὁ συν/ρχης Π. Μαυρογιάννης καί ὁ Δ. Κω­στά­κης ἀπο­τε­λοῦν τό ἐπιτελεῖο τῆς Μεραρχίας.
   Γερό στέλεχος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ εἶναι ὁ ταγματάρχης Κωστάκης ἀπό τά Μπετσιά Σουλίου. Πολέμησε στόν Α΄ Βαλ­κανικό πόλεμο, τό 1913, γιά τήν ἀπελευ­θέ­ρωση τῆς Ἠπείρου. Ἀργότερα, πῆρε μέρος σέ πολλές μάχες ὅπου τόν καλοῦσε ἡ πα­τρί­δα. Τοῦ ἀπονεμήθηκαν πολλά πα­ράσημα ἀν­δρείας. Ἐνῶ ἔχει ἀποστρα­τευ­θεῖ, ὅταν ἀ­νάβει ὁ πόλεμος τοῦ ᾽40, μέ δική του αἴτη­ση ἐπιστρέφει στό στρά­τευ­μα ὡς ἔφεδρος ἐκ μονίμων, γιά νά βοη­θή­σει τή δόλια πατρίδα.
   Καί νά! Δίνει δυναμικό τό «παρών» στίς ἐπιθέσεις τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων στά Δο­λιανά καί στόν Παρακάλαμο Ἰωαννί­νων. Τό ἑλληνικό πυροβολικό βάλλει συνέ­χεια ἐναν­τίον τους. Δέν ἀργοῦν νά φανοῦν τά κατορ­θώματα τοῦ ἱκανοῦ πολεμάρχου. Δί­χως ὑ­περβολή, δέν ἀφήνει νά πάει στόν βρόντο καμιά ὀβίδα. Εἶναι ταλαντοῦχος στήν εὐ­στο­χία τῆς βολῆς. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, ὁ Κω­στάκης δέν χρησιμοποιεῖ ποτέ ὄργανα μέ­­τρησης τοῦ πυροβόλου. Τά ὄργανα μέτρη­σης εἶναι τά χέρια του, οἱ δύο γρο­θιές του! Ἔτσι δείχνει στούς πυ­ροβολητές τόσες μοῖ­ρες δεξιά, τόσες ἀρι­στερά. Κι αὐ­τοί ρίχνουν τά βλήματα μέ ἀπό­λυτη ἀκρίβεια, ὅπως τήν προσδιόρισε ὁ κανονιέρης τους.
Ἀμέτρητα τά περιστατικά καί τά ἐ­πει­σόδια τῆς πολεμικῆς δρά­σης τοῦ Κω­στά­κη, πού διαδραμα­τίζονται στά βουνά καί τά διά­­σελα τῆς ἠπειρωτικῆς γῆς.
   «Ὅταν μαθαίναμε πώς πίσω μας βρί­σκονταν τά κανόνια τοῦ Κωστάκη, κάναμε φτερά», γρά­φει ὁ δεκα­νέ­ας Π. Ντεκάσης.
   Κι ἕνας ἄλλος, ὁ Νικήτας Ντέλλας, μαρ­τυρεῖ:
   «Ὅταν ἄρχισε ὁ πόλεμος, ὁ Κω­στά­κης ἔγινε μεμιᾶς σύμβολο ἡρωισμοῦ, λε­βεν­τιᾶς καί ἀνθρωπιᾶς. Ἀψηφοῦσε τόν κίνδυνο καί πίστευε στή νίκη. Τά κανόνια τῆς μοίρας πού διοικοῦσε εἶχαν πάντα εὐ­στο­χία στούς στό­χους. Ἡ πυροβολαρχία ἔ­ριχνε τά βλήματα ὅλα ἐπάνω στόν στόχο, μέ πρώτη ὀβίδα μέ­σα στό καζάνι τῶν Ἰτα­λῶν. Ἔγινε τότε παν­ζουρλισμός. Ὁ τα­γματάρχης ἔβγαλε μιά κραυγή ἐνθου­σιασμοῦ καί πέταξε ψηλά τό δίκοχό του».
   Τήν 5η Νοεμβρίου ὀγδόντα ἰταλικά ἅρ­ματα τῆς μεραρχίας Κενταύρων ἐπιτί­θεν­ται στά ὑψώματα Καλπακίου. Τό ἑλληνικό πυ­ρο­βο­λικό, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Κωστάκη, τά θερίζει κάτω ἀπό τίς ἰαχές τῶν στρα­τι­ω­τῶν: «Δῶσ᾽ του, Κωστάκη! Δῶσ᾽ του, Κω­στάκη!». Μερικά ἅρματα τοῦ ἐχθροῦ καταστρέ­φον­ται κι ἄλλα ὀπισθοχωροῦν ἄ­τακτα.
Ὅταν ὁ ἑλληνικός στρατός ἀπό τήν ἄ­μυνα περνᾶ στήν ἐπίθεση καί μπαίνει στήν Ἀλβανία, ὁ Κωστάκης δείχνει θαυ­μα­στή ἀν­θρωπιά. Δίνει φαγητό σ᾽ ἕναν πει­να­σμένο Ἀλβανό, ἄν καί ἤξε­ρε πώς τά δυό του παιδιά ὑπηρε­τοῦν στόν ἰταλικό στρα­τό. Ἐντυπω­σι­άζον­ται οἱ στρατιῶτες του ἀπό τή σπάνια αὐτή κίνηση καί τά μονα­δικά λόγια του: «Ὅ­ταν παίρνετε κάτι ἀπό τούς φτωχούς Ἀλ­βα­νούς, νά τό πλη­ρώνετε ἤ σέ χρῆ­μα ἤ σέ εἶ­δος. Κι ἄν κά­ποιος πει­νάει, δῶστε του νά φάει. Δέν φταῖνε σέ τί­ποτε οἱ φτωχοί ἄν­θρω­ποι, πού δέν θέ­λα­νε τόν πό­λεμο».
   Μιά μέρα, καθώς περνᾶ τήν κοιλάδα τοῦ Δρίνου, τό μάτι του διακρίνει σ᾽ ἕνα χω­ράφι ἕναν ξύλινο σταυρό. Ἀμέσως προ­στά­ζει νά σταματήσουν. Εἶναι ὁ πρό­χει­ρος τάφος κάποιου ἀνώνυμου πυ­ροβολητῆ. Στέ­κε­ται σκεφτικός μπροστά στόν τάφο. Δάκρυα κυλοῦν στό πρόσωπό του. Τήν ἄλλη μέρα ξανάρχεται μαζί μέ τόν ἱερέα τοῦ στρατη­γεί­ου. Ὁ παπάς ψάλ­λει τρι­σάγιο. «Θά πί­στευες ἴσως πώς ἐκ­πλη­ρώνει ἔτσι ἕνα θρη­σκευτικό του χρέος. Ὅμως γιά σένα πού τόν ἤξερες, ἡ πράξη του αὐτή εἶχε ἄλλο νόημα. Ἤτανε τό μνη­μόσυνο ἑνός πα­τέρα στόν τάφο τοῦ παι­διοῦ του», σημειώνει στό βιβλίο του «Ἀ­πρίλης 1946» ὁ λογο­τέ­χνης Ἄγγ. Τερζά­κης, πού πολέμησε στό μέ­τωπο.
   «Ὅταν, τόν Ἀπρίλη τοῦ 1941», διη­γεῖ­ται ὁ δασάρχης Σερ. Τσιτσᾶς, «οἱ Γερ­μα­νοί ἔφεραν τούς γενναίους τοῦ Μουσολίνι στά Γιάννενα καί τούς διόρισαν κυρίαρ­χους ὅλης τῆς Ἠπείρου, τίς πρῶτες κιόλας μέρες ὁ ἀνώτερος στρατιωτικός διοικητής ἀναζήτη­σε καί κάλεσε στό γραφεῖο του τόν θρυλικό Κωστάκη. Τόν ρώτησε σέ ποιές ἀνώτατες στρατιωτικές ἀκαδημίες τοῦ ἐξωτερικοῦ εἰ­δικεύθηκε ὡς πρός τήν εὐστοχία τῆς βολῆς. Κι ὅταν ἐκεῖνος ἀν­τέταξε στούς τριγω­νο­με­τρικούς ὑπολογι­σμούς τῆς βολῆς τήν πρα­κτι­κή μέτρηση μέ τά δά­χτυλα τῆς δεξιᾶς, ὁ ἰταλός στρα­τη­γός ἔμει­­νε ἄφωνος. Τόν ρώ­τησε ὕ­στε­ρα πῶς ἔ­κρι­νε τίς βολές τοῦ ἰτα­λι­κοῦ πυρο­­βολικοῦ. Κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀπάν­τη­σε: “Οἱ βο­λές εἶ­ναι σάν αὐτές πού ρί­χνουμε στόν γάμο τοῦ καραγκιόζη”». Κου­­ράστηκε πολύ ὁ διερμηνέας γιά ν᾽ ἀπο­δώσει τή δη­μοτική ἑλ­ληνική ἔκφραση ὅπου συνο­ψιζόταν ἡ πο­λε­μική κριτική τοῦ ἰτα­λικοῦ πυ­ροβο­λι­κοῦ».
   Γιά τόν πατέρα τους μιλοῦν μέ καμάρι καί μέ συγκίνηση τά παιδιά του:
   «Ὁ πατέρας μᾶς ἔδωσε ἠθικές ἀξίες. Ποτέ δέν ὑπερέβαλλε γιά τίς ἐπιτυχίες του στά πεδία τῶν μαχῶν. Ἀγαποῦσε τήν πα­τρί­δα του», τονίζει ἡ κόρη του Ἀσπασία.
   «Εἶχε πάντα μαζί του τήν ἁγία Γραφή καί μία εἰκόνα τῆς ἁγίας Βαρβάρας. Ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης ἔφυγε μόνο λίγες ὧρες, γιά νά ἔρθει στό σπίτι μας τήν ἡμέρα πού γεν­νή­θηκα. Ἦταν λιγομίλητος χωρίς ἔ­παρ­ση. Ἀ­γαποῦσε τούς στρατιῶτες σάν δικά του παι­διά. Ἄσπρισαν τά μαλλιά του μέσα σέ μιά νύχτα, γιατί ξεψύχησε στά χέρια του ἕνας λοχαγός, ἀγαπημένος του φίλος, ἀπό βολή ἰταλικοῦ πολυβόλου», ἀποκαλύ­πτει ὁ γιός του Λευτέρης.
   Τέτοιοι ἥρωες, ἐπώνυμοι κι ἀνώνυμοι, ἔγραψαν ᾽κεῖ πάνω στήν Πίνδο καί τά βο­ρει­οηπειρωτικά βουνά τήν ἔνδοξη ἐπο­ποι­ΐα τοῦ 1940 καί ἄφησαν τήν παγκόσμια κοινότητα ἐμ­βρόντητη. Τούς εὐγνωμονοῦ­με. Τό ἦθος καί τά ἔργα τους ἄς φωτίσουν τή σκο­τεινή ἐποχή μας!

Ἑλληνίς