Τά βιβλία Β´ Ἔσδρας καί Νεεμίας τόσο στό ἑβραϊκό κείμενο ὅσο καί στήν μετάφραση τῶν Ο´ ἀποτελοῦσαν ἀρχικά ἕνα βιβλίο. Ἀργότερα, γιά νά εἶναι εὔχρηστο, χωρίσθηκε σέ δύο βιβλία. Στό ἑβραϊκό ἔχει τόν τίτλο «Βιβλίο τοῦ Ἔσδρα», ἐνῶ στήν μετάφραση τῶν Ο´ «Β´ Ἔσδρας», διότι κατατάσσεται μετά τό δευτεροκανονικό «Α´ Ἔσδρας». Πῆρε τό ὄνομά του ἀπό τόν ἱερέα Ἔσδρα, σπουδαῖο ἠθικό ἀναμορφωτή τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος τό συνέγραψε στήν Ἰερουσαλήμ στά τέλη τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα.
Κεντρικό θέμα τοῦ βιβλίου εἶναι ἡ ἐπάνοδος τῶν Ἰουδαίων ἀπό τήν βαβυλώνια αἰχμαλωσία (606-538 π.Χ.). Ἡ ἀφήγηση ξετυλίγεται σέ διάστημα περίπου 100 ἐτῶν (538-433 π.Χ.), χωρίς νά ἀναφέρονται ὅλα τά ἱστορικά γεγονότα τῆς περιόδου αὐτῆς. Κυρίως περιγράφεται ἡ θρησκευτική καί κοινωνική ἀναδιοργάνωση τῶν Ἑβραίων πού ἐπέστρεψαν ἀπό τήν αἰχμαλωσία.
Τό 539 π.Χ. ὁ βασιλιάς Μήδων καί Περσῶν Κύρος Β´ ὑποδούλωσε τό βαβυλωνιακό κράτος. Γιά νά ἐξασφαλίσει τήν εὔνοια τῶν ὑπηκόων του, ἀκολούθησε μιά ἔξυπνη πολιτική: ἐπέτρεψε τήν ἐπιστροφή τῶν αἰχμάλωτων λαῶν καί τῶν ἀγαλμάτων τῶν «αἰχμάλωτων θεῶν» τους στίς χῶρες τους. Ἐξέδωσε, λοιπόν, διάταγμα καί γιά τόν ἐπαναπατρισμό τῶν Ἰουδαίων. Στόν ἡγέτη τους, τόν Ζοροβάβελ, ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, παρέδωσε 5.400 ἱερά σκεύη τοῦ Ναοῦ, πού εἶχε ἁρπάξει ὁ Ναβουχοδονόσορ, καί ἐπιπλέον τοῦ ὑποσχέθηκε νά βοηθήσει χρηματικά στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ.
Φτάνοντας στήν ἁγία γῆ ὁ Ζοροβάβελ, ὁ ἀρχιερέας Ἰησοῦς, οἱ προφῆτες Ἀγγαῖος καί Ζαχαρίας, καί πάνω ἀπό σαράντα χιλιάδες Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ πρῶτα οἰκοδόμησαν ἕνα θυσιαστήριο, ἄρχισαν τίς ἑτοιμασίες γιά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ (536 π.Χ.). Ἀλλά οἱ ἔντονες ἀντιδράσεις τῶν Σαμαρειτῶν καί οἱ διαβολές τους πρός τούς βασιλεῖς πού διαδέχθηκαν τόν Κύρο ἀνέκοψαν τήν πορεία τοῦ ἔργου γιά δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Ἔπειτα ἀπό τά πύρινα κηρύγματα τῶν προφητῶν Ἀγγαίου καί Ζαχαρία, οἱ Ἰσραηλῖτες μέ ζῆλο ξανάρχισαν τήν ἀνοικοδόμηση καί ζήτησαν μέ ἐπιστολή ἀπό τόν βασιλιά Δαρεῖο Α´ ῾Υστάσπη (521-486 π.Χ.) νά ἐγκρίνει τό ἔργο τους. Συνεχίσθηκαν οἱ ἐργασίες, ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ (516 π.Χ.) καί γιορτάστηκε μέ λαμπρότητα τό Πάσχα.
Τό ἕβδομο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρταξέρξη Α´ (464-423 π.Χ.) ὁ ἱερέας Ἔσδρας ἐμφανίζεται στόν βασιλιά καί παίρνει ἄδεια γιά ἐπιστροφή κι ἄλλων Ἰουδαίων στά Ἰεροσόλυμα, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε μέ ἡγέτη τόν ἴδιο.
Ὅταν ἔφθασαν στά Ἰεροσόλυμα, πρόσφεραν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ καί παρέδωσαν στούς σατράπες τοῦ βασιλιᾶ τό εὐνοϊκό διάταγμα τοῦ Ἀρταξέρξη.
Μετά τό πέρας τῶν θυσιῶν, κάποιοι εὐσεβεῖς ἄρχοντες πλησίασαν τόν Ἔσδρα. Βλέποντας τήν ἐπιθυμία του νά ἐπαναφέρει τήν θρησκευτική ἐξυγίανση στόν Ἰσραήλ ἀλλά καί τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδινε τό διάταγμα τοῦ Ἀρταξέρξη, τόν ἐνημέρωσαν γιά κάτι πολύ σοβαρό: Ὁ λαός, ἀλλά καί οἱ ἱερεῖς καί οἱ λευΐτες καί οἱ ἄρχοντες καταπατοῦσαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού ἀπαγόρευε αὐστηρά τήν ἐπιμειξία μέ εἰδωλολάτρες. Εἶχαν προχωρήσει σέ μεικτούς γάμους, μέ ἀποτέλεσμα βέβαια νά παρασυρθοῦν καί στά βδελυκτά εἰδωλολατρικά ἔθιμα.
Ἡ ὀδύνη τοῦ Ἔσδρα, μόλις πληροφορήθηκε τίς θλιβερές αὐτές εἰδήσεις, περιγράφεται πολύ ζωηρά. Τόσος ἦταν ὁ πόνος του, πού ἔμεινε στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ βουβός καί περίλυπος μέχρι τό ἀπόγευμα. Τήν ὥρα τῆς ἑσπερινῆς θυσίας, μέ σχισμένα τά ροῦχα -σέ ἔνδειξη πένθους- καί τρέμοντας ὁλόκληρος λύγισε τά γόνατα, ἔσκυψε τό κεφάλι, ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό καί προσευχήθηκε δυνατά.
Ἡ ἐναγώνια προσευχή του ἔδωσε καρπούς: Οἱ Ἰουδαῖοι ὁδηγήθηκαν σέ συναίσθηση καί σέ μετάνοια. Πολλοί μεικτοί γάμοι διαλύθηκαν καί ἄρχισε μιά προσπάθεια πνευματικῆς ἀναβάθμισης τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία συνεχίσθηκε ἀργότερα μέ τήν βοήθεια τοῦ Νεεμία.
Γιά τό θέμα τοῦ γάμου ἡ Καινή Διαθήκη τονίζει ὅτι πρέπει νά γίνεται «ἐν Κυρίῳ» (Α´ Κο 7,39). Ὁ Γάμος εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, κατά τό ὁποῖο τό ἅγιο Πνεῦμα ἑνώνει δύο πιστούς «εἰς σάρκα μίαν» (Γέ 2,24· Ἐφ 5,31). Οἱ ἱεροί κανόνες ἀπαγορεύουν τήν σύναψη γάμου μέ ἑτεροδόξους. Ὁ 72ος Κανόνας τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει ὅτι «δέν εἶναι συγκεχωρημένον» νά παίρνει ὀρθόδοξος ἄνδρας αἱρετική γυναίκα ἤ γυναίκα ὀρθόδοξη αἱρετικό ἄνδρα. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης στούς ἐπισκόπους τῶν νησιῶν, οἱ ὁποῖοι τελοῦσαν γάμους μεταξύ ὀρθοδόξων καί λατίνων, συνιστᾶ νά φοβηθοῦν τόν Κανόνα αὐτό τῆς Συνόδου καί νά πάψουν νά τελοῦν «τοιούτους παρανόμους γάμους». Καί ὁ πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος σημειώνει: «Ἄς ἀποφεύγωμεν τούς μεικτούς γάμους, οἵτινες ἀποτελοῦν τήν ὁδόν πρός τόν ἐξαφανισμόν μας καί ὡς θρησκείας καί ὡς φυλῆς».
Στέργιος Ν. Σάκκος