Ἡ γιορτή τοῦ Θεανθρώπου καί ἡ φιέστα τοῦ ἀνθρώπου

Ποιά πένα, ποιός λό­γος, ποιός νοῦς, ποιά διάνοια θά ἦ­ταν ποτέ δυνατόν νά συλ­λάβει τό μυ­στήριο τῆς θείας ἐν­αν­θρω­πήσεως; Ὄντως, καμ­ιά γλῶσ­σα, ὁμολογεῖ ὁ ἅγιος Ἰ­ω­άννης ὁ Δα­μα­σκη­νός, δέν τολ­μᾶ νά ἑρ­μη­νεύ­σει τό μυστή­ριο τῆς ἐναν­θρωπήσεως τοῦ Λό­­γου, κατά τό ὁ­ποῖο, ση­μειώνει ὁ ἅγιος Ἀ­θα­νά­σιος, ὁ Λό­γος «ἔ­γινε αὐ­τό πού δέν ἦ­ταν, ἐνῶ συγ­χρόνως παρέ­μεινε αὐτό πού ἦ­ταν». 

Ὁ κόσμος, βέβαια, ἔχει τήν δι­κή του ἑρμηνεία ἤ καλύτερα παρερ­μη­νεία τῆς ἑορτῆς. Αὐτές τίς ἅγιες μέρες ὅλοι κάνουν λόγο γιά Χριστούγεννα· γί­νε­ται κατά κό­ρον λόγος γιά τόν χριστου­γεν­νιά­τικο στο­λισμό τῆς πόλης, τή χριστου­γεν­νιάτικη ἀ­γορά, τά χριστουγεννιάτικα δῶρα... Ποιός ὅμως μιλᾶ γιά Χριστοῦ-γέννα;
Στήν ἐποχή μας, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, τό φῶς τοῦ ἄστρου τῆς Βηθλεέμ κρύβεται πίσω ἀπό τή θολούρα τῶν μυρίων φώτων τῆς ὑπερκατανάλωσης καί τῆς ψευδοεὐ­δαιμονίας, συνθέτοντας τήν εἰκόνα τῆς φιέστας τοῦ μοντέρνου ἀνθρώπου. Ἄς κλείσουμε λοιπόν τά μάτια καί τ᾽ αὐτιά σ᾽ ὅλες αὐτές τίς χριστουγεννιάτικες καρικα­τοῦρες καί μουρ­μοῦ­ρες κι ἄς ἀκούσουμε τί λένε ἅγιοι Πατέρες γιά τά Χριστούγεννα, τή γιορτή τοῦ Θε­αν­θρώπου.
Σύσσωμοι οἱ θεοφώτιστοι πατέρες, σάν μιά εὐλογημένη χορωδία, μᾶς καλοῦν νά ἀκούσουμε καί σήμερα τόν ὕμνο «τῶν ἑ­ορ­ταστῶν» ἀγγέλων, «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Διότι ἡ γῆ πού προη­γου­μένως γεννοῦσε ἀγκάθια καί τρι­βόλια (βλ. Γέ 3,18), «ἡ ἐξορία τῶν κατα­δι­κα­σμέ­νων», σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσ­σης, τώ­ρα μέ τή γέννηση τοῦ Θεαν­θρώπου δέ­χε­ται τήν εἰρήνη. Ποιά ἄλλη γιορτή εἶ­ναι πιό χαρούμενη ἀπό τή γιορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων; ἀναρωτιέται ὁ ἅ­γιος. Δί­καια ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης τήν ἀπο­καλεῖ «μητρό­πολη τῶν ἑορτῶν».
Τί νά ἀντιδωρίσουμε ἐμεῖς «οἱ ἄπρα­γοι», διερωτᾶται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δα­μα­σκηνός, γιά ὅλα ὅσα ὁ Λόγος μᾶς χάρισε; Τό μόνο πού ζητᾶ ἀπό μᾶς εἶναι νά ἀ­­πο­δεχθοῦμε τή σωτηρία πού μᾶς προσ­φέ­ρει μέ τήν ἐπί γῆς γέννησή του. Ἔπρεπε ἡ «κα­ταραμένη» μας σάρκα, προσθέτει ὁ Μέγας Βασίλειος, νά συμφιλιωθεῖ μέ τόν Θεό, «αὐτή πού διώχτηκε ἀπό τόν Πα­ρά­δεισο νά ἀνεβεῖ στόν οὐρανό». Γι᾽ αὐτό «ὁ Λό­γος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω 1,14)· ὁλό­κλη­ρο τό Εὐαγ­γέ­λιο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς περικλείεται μέσα σέ αὐτές τίς τέσσε­ρις λέ­ξεις, δηλώνει χαρακτηριστικά ὁ ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖνος Πό­πο­βιτς.
Γεννᾶται ἐπί γῆς ὁ Κύριος τῆς φύσεως, ἀλλά δέν γίνεται δοῦλος τῆς φύσεως, πα­ρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Γι᾽ αὐτό καί τά τῆς συλλήψεως καί γεννήσεώς του ὑπερβαίνουν τά ἀνθρώπινα δεδομένα. «Σκέψου τό κρυφό πού σοῦ φανερώνουν τά φαινόμενα», μᾶς προτρέπει τό «σύντο­νον στόμα τῆς εὐσεβείας» Γρηγόριος. Ὅ­λα αὐτά, τά τῆς γεννήσεως θαυμάσια, γεννοῦν μέσα στήν ψυχή τοῦ θνητοῦ ἀν­θρώ­που χαρά καί τρόμο, σημειώνει ὁ ἅ­γιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Τρόμο ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του καί χαρά ἐξαι­τίας τῆς ἐλπίδας. Διότι αὐτό εἶναι τό νό­ημα τῆς ἑ­ορτῆς, σημειώνει ὁ ἱερός πα­τέ­ρας, τό ὅτι ὁ Θεός ἦλθε κοντά στούς ἀνθρώπους γιά νά ἔλθουν οἱ ἄνθρωποι νά κατοικήσουν κοντά στόν Θεό. Αὐτό τό γεγονός ἀξίζει νά τό γιορτάζουμε λοιπόν ὄ­χι μέ δημόσια πανηγύρια ἀλλά «κατά τρό­πο θεϊκό», ὄχι μέ τρόπο κοσμικό ἀλλά «κατά τρόπο ὑ­περκό­σμι­ο».
Ὄντως «μυστήριο παράξενο καί πα­ρά­δοξο» ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θε­οῦ κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο. Τό μυστήριο αὐτό καλούμαστε νά προσεγγίσουμε τίς ἡμέρες αὐτές γιά νά ἐκδιώξει ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τόν τρόμο τῆς ἁμαρτίας. Νά τό προσεγγίσουμε ὅμως ὄχι μέ τή σκέψη ἀλλά μέ τήν καρδιά. Ἡ ἁγιότητα εἶναι αὐ­τή πού ἑρμηνεύει τά τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ δύναμη τῆς σκέψης. Σ᾽ αὐτήν τήν ἁγιό­τη­τα ἄς ὑποκλιθεῖ τό γόνυ καί ἡ σοφία τοῦ 21ου αἰώνα, προκειμένου νά ἀντιληφθεῖ, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, τό μέγα τῆς ἐνανθρω­πήσεως μυστήριο. Οἱ ἀνθρώπινες φιέ­στες γνωρίζουμε ποῦ ὁδηγοῦν: στήν ψευδαί­σθη­ση τῆς εὐθυμίας. Ἡ γιορτή τοῦ Θε­αν­θρώ­που ὁδηγεῖ στήν αἴσθηση τῆς εὐτυ­χίας, στήν πρόγευση τῆς ἀ­ληθοῦς εὐδαιμονίας.
Ἄς εὐχηθοῦμε, δανειζόμενοι τίς σκέ­ψεις τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, τά φετινά Χριστούγεννα νά ἀνήκουμε στή χο­ρεία ἐκείνων πού, μέσα σέ μία ἀτμό­σφαιρα πνευματικῆς ἐξάρσεως καί ἀπεί­ρου χαρᾶς, χαιρετοῦν μέ τό «Χριστός ἐ­γεννήθη!», καί ἀκοῦν «ἀπό τά χρι­στο­νο­σταλγικά βάθη» τῶν ὄντων καί τῆς κτί­σεως νά ἀντηχεῖ τό «Ἀληθῶς ἐ­γεν­νήθη!».

Δέσποινα Καλογεράκη