Στόν ἀργαλειό τοῦ χρόνου ὥρα τήν ὥρα, λεπτό τό λεπτό οἱ θεοφιλεῖς ψυχές ὑφαίνουν μέ ἐπιμέλεια τό ἔνδυμα γιά τούς γάμους τοῦ Ἀρνίου. Στίς ἀντάρες τῶν καιρῶν συνάσσουν φιλόπονα καρπούς γιά τήν αἰωνιότητα. Καί σάν βρεθοῦν στήν ἱερή παλαίστρα τοῦ μαρτυρίου ἐπιδεικνύουν ὑπέροχη παρρησία καί ἀνδρεία ἀκατάβλητη.
Τέτοιες ψυχές, ἀληθινά ἐλεύθερες καί θαυμαστά γενναῖες, ξεπηδοῦν ἀπό τά συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας μας κάθε ἐποχῆς.
Μία εὐσεβής μάνα μέσα στήν παγωνιά τῆς εἰδωλολατρίας στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ. σπέρνει στίς ψυχές τῶν παιδιῶν της τόν σπόρο τῆς πίστης στόν Χριστό. Ὁ ἄγριος βοριάς τοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ θά χτυπήσει ὁρμητικά καί τό δικό της ἁγιασμένο σπιτικό, μά δέν θά καταφέρει νά τό ξεθεμελιώσει. Συλλαμβάνεται ἡ εὐσεβής χήρα Ἀθανασία καί ὁδηγεῖται στόν ἄρχοντα μαζί µέ τίς τρεῖς κόρες της: τή Θεοδότη, τή Θεοκτίστη καί τήν Εὐδοξία. Σπεύδουν τότε γιά νά ἐνισχύσουν τίς ἀδύναμες γυναῖκες στόν δύσκολο στίβο τῆς ὁμολογίας δύο γενναῖοι χριστιανοί ἄνδρες, ὁ Κύρος καί ὁ Ἰωάννης.
Ὁ Ἰωάννης ἀπό τήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας συνδέθηκε μέ ἱερή φιλία μέ τόν Κύρο στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Οἱ δύο γιατροί δοσμένοι ἀπό τή νιότη τους στόν Χριστό, ἑνώνονται στόν κοινό ἀγώνα τῆς προσφορᾶς καί τῆς ἱεραποστολῆς. Ἀκούραστοι διακονοῦν τόν πόνο τόν ἀνθρώπινο πού δέν ἔχει τελειωμό. Σκύβουν πάνω ἀπό τίς ἀσθένειες τοῦ σώματος μά καί τίς πληγές τῆς ψυχῆς, πού εἶναι θαρρεῖς πιότερο βαθειές καί ὀδυνηρές. Δίπλα στά θαυμαστά σημεῖα πού ἐνεργεῖ δι᾽ αὐτῶν ὁ Θεός ἐπιτελεῖται τό πιό τρανό θαῦμα: τά μάτια τῶν εἰδωλολατρῶν ἀνοίγουν καί, πίσω ἀπό τούς ἀνάργυρους ἰατρούς, ἀντικρίζουν τόν μεγάλο ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμά- των, τόν ἐσταυρωμένο Λυτρωτή. Ἡ θυσία τῶν δύο ἰατρῶν εἶναι τό πρῶτο δυνατό κήρυγμα πού τό δέχονται γεμάτοι εὐγνωμοσύνη. Κατηχοῦνται καί βαπτίζονται, γίνονται μέλη στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ δύο ἱεραπόστολοι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ὑψηλή ἀποστολή καί τήν ἐνίσχυση τῶν ὑποψήφιων μαρτύρων. Ἔτσι καί τώρα στέκουν φιλάδελφα καί στοργικά πλάι στίς γυναῖκες πού δέχονται σκληρές ἀπειλές γιά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους. Ἀκοῦν μέ θαυμασμό τή χήρα μάνα νά ἐνισχύει τίς κόρες της στό μαρτύριο λέγοντας πώς ἡ σωματική ὡραιότητα εἶναι πρόσκαιρη, φθαρτή καί ἀπατηλή. Τά πολλαπλά καί φοβερά βασανιστήρια δέν λυγίζουν καμιά τους! Τίς ἔχει κερδίσει ὁ πόθος τοῦ αἰώνιου Νυμφίου.
31 Ἰανουαρίου τοῦ 292 µ.Χ. λαμβάνουν ὅλες τους τό στέφος τοῦ μαρτυρίου. «Μήτηρ ἀρίστη, καὶ τριὰς θυγατέρων». Καθώς τίς μνημονεύουμε, μακαρίζουμε τήν ἁγιασμένη ἀγκαλιά τῆς μάνας κι εὐχόμαστε νά ἀνασταίνει ὁ Θεός τέτοιες μητέρες στούς χαλεπούς καιρούς μας, νά κάνει τίς μητρικές ἀγκαλιές παρτέρια ὁλάνθιστα μέ λούλουδα ἐκλεκτά πού θά εὐωδιάζουν στά μονοπάτια τῶν ἀνθρώπων καί θά στολίζουν τίς γωνιές τοῦ Παραδείσου.
Τήν ἴδια μέρα ὁ θάνατος μέ ἀποκεφαλισμό χαρίζει τό ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καί στούς δύο φίλους ἀνάργυρους ἰατρούς. «Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου θεῖον ὕψος περιφανῶς ἐπήρθησαν ἐν χάριτι».
Τά µαρτυρικά τους σώματα τά ἔθαψαν οἱ χριστιανοί μέ τιμή, συγκλονισμό καί δέος. Ἕναν αἰώνα ἀργότερα, τό 400 µ.Χ. ἐπί βασιλέως Ἀρκαδίου καί πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, ὁ πανάγαθος Θεός φανέρωσε τά τίμια λείψανα τῶν μαρτύρων καί ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τους. Μέ ἱερή χαρά οἱ πιστοί προσέρχονταν γιά νά ἀποδώσουν τιμή στούς ἁγίους Μάρτυρες καί λάμβαναν τή χάρη τῶν ἰάσεων. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος πατριάρχης Ἰεροσολύμων καταθέτει καί τό θαῦμα πού συνέβη στόν ἴδιο ὅταν, εὑρισκόμενος στήν Ἀλεξάνδρεια τό 620 µ.Χ., προσβλήθηκε ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀ- φθαλμῶν. Κατέφυγε στόν ναό τῶν Ἁγίων στήν κωµόπολη Ἀµπουκίρ καί θεραπεύθηκε ἀμέσως θαυμαστά. Μέ πολλή εὐγνωμοσύνη ὁ Ἅγιος κατέγραψε τό γεγονός αὐτό μαζί μέ ἄλλα 70 θαύματα τῶν ἁγίων ἀναργύρων Κύρου καί Ἰωάννη καί συνέταξε ἐγκώμιο πρός τιμήν τους.
Τιμώντας κι ἐμεῖς τή μνήμη τους στίς 31 Ἰανουαρίου σκύβουμε εὐλαβικά νά ἀφήσουμε μπροστά τους τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, τήν ἀδύναμη πίστη μας, τή νωθρή μας ἀγάπη καί δεόμαστε νά μᾶς ἀγγίξουν ἀφυπνιστικά καί νά μᾶς ὁδηγήσουν τόν νέο χρόνο στή σθεναρή ὁμολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό τή θυσιαστική προσφορά στόν ἄνθρωπο.
Ἰχνηλάτης