Σημαίνουν οἱ γλυκόηχες ὀρθρινές καμπάνες. Κατευθύνει ὁ ρυτιδιασμένος δάσκαλος τά βήματά του στήν ἐκκλησία τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού σήμερα πανηγυρίζει. Πηγαίνει νά τιμήσει τά ἅγια αὐτά πρότυπα, τούς προστάτες τῆς παιδείας. Πηγαίνει νά παρακαλέσει γιά τόσους παλιούς μαθητές καί συναδέλφους του, πού κι αὐτοί σήμερα γιορτάζουν. Προπάντων πάει νά ἱκετέψει γιά τά σημερινά ἀνερμάτιστα νιάτα καί τούς σύγχρονους ἐκπαιδευτικούς, πού τό ἔργο τους ὅσο ποτέ δυσκόλεψε, ἀφοῦ ὁ ὁρίζοντας τῆς παιδείας ὅσο ποτέ σκοτείνιασε.
Τέτοια μέρα, τί δέν ζωντάνεψε στή μνήμη του! Παρήλασαν ἀπό τό μυαλό του γενιές καί γενιές παιδιῶν, πρόσωπα πολλῶν συναδέλφων του. Μέ ἐμπιστοσύνη τούς ἀνέθεσε ὅλους στήν πατρική θεϊκή ἀγκαλιά. Γαλήνιος καί ἤρεμος ἑτοιμάζεται νά κατεβεῖ τά σκαλιά τοῦ ναοῦ, ὅταν ἕνας ἄντρας τόν πλησιάζει.
-Ἐπιτέλους σᾶς βρῆκα! Ρωτοῦσα γιά σᾶς. Σᾶς ἔψαχνα. Σήμερα χαίρομαι πού οἱ κόποι μου δέν πῆγαν χαμένοι. Εἶστε ὁ συμπαθητικός καί χαμογελαστός δάσκαλός μου. Σᾶς εἶχα στίς δύο τελευταῖες τάξεις τοῦ δημοτικοῦ.
-Παιδί μου, ἀδυνατῶ νά σέ ἀναγνωρίσω. Σᾶς θυμᾶμαι μικρά καί τώρα γινήκατε μεγάλοι ἄντρες.
-Ποῦ νά μέ ἀναγνωρίσεις, δάσκαλε; Τό μικρό ἀτίθασο ἀγοράκι μεγάλωσε. Σπούδασα. Ἔκανα οἰκογένεια. Ἔμενα χρόνια σ᾽ ἄλλη πόλη. Τώρα τελευταῖα πῆρα μετάθεση κι ἦρθα καί πάλι στόν τόπο τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Χαίρομαι πού τέτοια μέρα ἀνταμώνω ἕναν ἀπό ἐκείνους τούς εὐεργέτες μου πού στάθηκαν δίπλα μου καί σμίλεψαν τόν χαρακτήρα μου. Θά ᾽θελα νά σφίξω εὐγνώμονα τό χέρι σου, δάσκαλε, καί νά τό φιλήσω σεβαστικά.
Μοῦ ᾽μαθες πολλά. Μπορεῖ, ὅταν μᾶς μιλοῦσες, ἐγώ μέ τίς ζωηράδες μου νά σοῦ ἔδινα τήν ἐντύπωση ὅτι δέν σέ πρόσεχα. Κι ὅμως τά δυνατά σου λόγια, τά γεμάτα ἀλήθεια καί ἀγάπη, δέν ἔπεφταν στό κενό. Κέρδιζαν ἔδαφος μέσα μου. Μέ τί μεράκι ἑτοίμαζες τίς γιορτές μας! Πραγματικά, ἀνέσταινες μέσα μας τά μεγάλα ἰδανικά τῆς πίστης, τῆς πατρίδας, τῆς οἰκογένειας. Κι ἦρθε καιρός, οἱ ρίζες πού φύτεψες μέσα μου νά βλαστήσουν καί νά δώσουν καρπούς. Εὐχαριστῶ τόν Θεό γι᾽ αὐτή τήν εὐτυχῆ συγκυρία τοῦ τότε καί τοῦ τώρα.
Δέξου αὐτή τήν ὥρα, δάσκαλε, τήν ταπεινή μου κατάθεση, τήν πηγαία εὐχαριστία μου.
Σ᾽ εὐχαριστῶ γιά τά γράμματα πού μοῦ δίδαξες.
Σ᾽ εὐχαριστῶ γιά τίς γνώσεις πού μοῦ πρόσφερες.
Σ᾽ εὐχαριστῶ, γιατί μέ πρόσεξες κι ἀσχολήθηκες μαζί μου ὑπομονετικά.
Κυρίως ὅμως σ᾽ εὐχαριστῶ γιά τά ἱερά γράμματα πού μετάγγισες μέσα μου• μοῦ ἄνοιξες τό παράθυρο γιά τήν αἰωνιότητα. Χάρη σ᾽ αὐτά ἐγώ σήμερα μπορῶ νά στέκομαι ὀρθός καί ν᾽ ἀντιστέκομαι στό ἁμαρτωλό ρεῦμα τῆς ἀλλοπρόσαλλης ἐποχῆς μας.
Τόν ἄκουγε ὁ δάσκαλος δακρυσμένος καί δέν τόν διέκοπτε. Καμάρωνε τόν παλιό του μαθητή, πού μές τήν ἀνέλιξή του κρατοῦσε θαλερή τήν ἀρετή τῆς εὐγνωμοσύνης. Τά νιάτα τοῦ σήμερα καί γιά ὅσους ἀπέμειναν νά σπέρνουν πίστη καί ἐλπίδα στίς παιδικές ψυχές.
Γ.Μ.
"Ἀπολύτρωσις", Ἰαν. 2020