- Νέα χρονιά, νέα ἀρχή! Καλή καί εὐλογημένη, παιδιά, εὔχομαι καθώς περνῶ ἀπό τά θρανία τους καί τά χαιρετῶ ἕνα- ἕνα.
- Ἔ, κυρία... τί νέα ἀρχή; Ὅλα στραβά κι ἀνάποδα στήν πατρίδα μας... ἔτσι λέει ὁ μπαμπάς μου.
- Ναί, κι ἐμένα λέει ὅτι οἱ πολιτικοί μας φταῖνε γιά τήν ὅλη κατάσταση!
- Ἀλήθεια; κάνω μέ ἀπορία.
- Ἔ, ναί, κυρία. Ἐσεῖς δέν μᾶς λέτε ὅτι ἡ ἐξουσία φθείρει... Ὅλοι αὐτοί πού τήν ἔχουν ξέχασαν μᾶλλον γιά ποιό λόγο κυβερνᾶνε.
- Ἔτσι γίνεται συνήθως, Μιχάλη. Ἄν καί... ὑπάρχουν πάντοτε προσωπικότητες πού δέν μπορεῖ νά ἀγγίξει καί νά φθείρει ἡ ἐξουσία. Διάβαζα αὐτές τίς ἡμέρες γιά ἕναν σπουδαῖο Ἕλληνα, στρατιωτικό καί πολιτικό.
- Καί τί ἔκανε αὐτός;
- Ἔχετε ἀκούσει γιά τόν «Μαῦρο Καβαλάρη»; Ἦταν τό παρατσούκλι του μετά τούς Βαλκανικούς Πολέμους καί τή Μικρασιατική Ἐκστρατεία. Ἔγραψε ἱστορία: μέσα σέ λίγες ἑβδομάδες, μετά τήν καταστροφή τοῦ 1922, ὀργάνωσε τήν Στρατιά τοῦ Ἕβρου καί ἔσωσε τά νησιά τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, ἀπειλώντας μέ προέλαση στήν Κωνσταντινούπολη.
- Ἄ, τόν θυμᾶμαι ἀπό τό βίντεο πού μᾶς δείξατε! Ἕνας ἀδύνατος μέ μουστάκι, λίγο μελαχρινός!
- Ἀκριβῶς! Τό ὄνομά του τό θυμάστε;
- Νικόλαος Πλαστήρας! φωνάζει ὁ Ματθαῖος ἀπό τό τελευταῖο θρανίο.
- Δέν ξέρω τί νά σᾶς πρωτοπῶ γιά τή ζωή του! Ἔγινε τρεῖς φορές πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδας καί ἔμεινε παράδειγμα γιά τήν ἀνιδιοτέλεια καί τό ἦθος του, ἀφοῦ μπῆκε στήν πολιτική πάμπλουτος καί βγῆκε πάμφτωχος! Εἶχε δώσει μάλιστα στούς συγγενεῖς του μία περίεργη ἐντολή: νά μήν χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα Πλαστήρας.
- Γιατί, κυρία;
- Γιά νά μήν τούς ἐξυπηρετοῦν ὡς συγγενεῖς τοῦ πρωθυπουργοῦ! Ἔ, κυρία;
- Ἀκριβῶς, Νῖκο! Ἀκοῦστε μία ἐκπληκτική ἱστορία: Ὁ ἀδελφός του ἦταν ἄνεργος. Τό ἐργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» ζητοῦσε ὁδηγό καί πῆγε νά κάνει αἴτηση. Ὁ ὑπάλληλος τόν ρώτησε πῶς λέγεται. Ἐκεῖνος δίσταζε νά πεῖ τό ὄνομά του, ἔχοντας στόν νοῦ του τήν ἐντολή τοῦ ἀδελφοῦ του. Τόν ρώτησε δύο καί τρεῖς φορές, ὥσπου ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήσει ὅτι τόν λένε Πλαστήρα. Παραξενεμένος ὁ ὑπεύθυνος ζήτησε νά μάθει ἄν συγγενεύει μέ τόν πρωθυπουργό. Μέ πολύ δισταγμό ἀποκάλυψε ὅτι εἶναι ἀδελφός του καί παρακάλεσε νά μήν τό μάθει.Ὁ Πλαστήρας ὅμως τό ἔμαθε κι ἀφοῦ τόν κάλεσε στό σπίτι του τόν ἐπέπληξε καί τοῦ ἀπαγόρευσε νά ἀναλάβει αὐτή τήν ἐργασία λέγοντάς του: «Ἄν ἔχεις ἀνάγκη, κάτσε ἐδῶ νά μοιραζόμαστε τό φαγητό μου». Καί δέν τόν ἄφησε νά πάει.
- Ἀπίστευτο, κυρία!
- Θέλετε νά σᾶς διηγηθῶ ἀκόμα μία;
- Ναί, ναί…
Τά παιδιά μέ παρακολουθοῦν ἀπνευστί.
- Ὁ Πλαστήρας ἦταν ἄρρωστος ἀπό φυματίωση καί ἔμενε σέ ἕνα μικρό σπιτάκι. Τοῦ πρότειναν νά τοῦ βάλουν ἕνα τηλέφωνο δίπλα στό κρεβάτι ἀλλ᾽ αὐτός ἀρνήθηκε λέγοντας: «Μά τί λέτε; Ἡ Ἑλλάδα πένεται -εἶναι δηλαδή φτωχή- κι ἐμένα θά μοῦ βάλετε τηλέφωνο;». Ἄλλες φορές ἔστελνε καί τοῦ ἀγόραζαν ψωμί, ἐλιές καί λίγη φέτα. Κι ἐνῶ τοῦ ὑπενθύμιζαν ὅτι εἶχε ἀνάγκη καλύτερου φαγητοῦ λόγῳ τῆς ἀρρώστιας, ἐκεῖνος μέ ἁπλότητα τούς ἀπαντοῦσε: «Τί κάνω; Σκάβω γιά νά καλοτρώγω;».
Κάποια φορά ὁ Πλαστήρας δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τῆς βασίλισσας Φρειδερίκης στό σπίτι του κι ἐκείνη ἐξεπλάγη, ὅταν εἶδε νά χρησιμοποιεῖ ράντζο γιά τόν ὕπνο του καί τόν ρώτησε τόν λόγο. Ἡ ἀπάντηση ἦρθε ἀφοπλιστική: «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, τό ράντζο ἀπό τόν στρατό καί δέν μπορῶ νά τό ἀποχωριστῶ».
Κάποτε ἕνας στενός του φίλος, ὁ Μοάτσος, εἶχε πάρει τήν πρωτοβουλία νά τοῦ ἐξασφαλίσει μόνιμη στέγη, γιά νά μήν περιφέρεται σέ ἐνοικιαζόμενα δωμάτια. Πῆγε λοιπόν σέ μία Τράπεζα, μίλησε μέ τόν διοικητή καί ἐκεῖνος δέχτηκε νά τοῦ δώσει δάνειο μέ τούς καλύτερους ὅρους. Ὁ Μοάτσος ἔτρεξε περιχαρής στόν Πλαστήρα καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔσχισε τό ἔντυπο, τοῦ εἶπε: «Μέ τί μοῦτρα θά βγῶ στόν δρόμο, ἄν μαθευτεῖ πῶς ἐγώ πῆρα δάνειο γιά σπίτι;».
- Τί μεγάλος ἄνδρας, κυρία!
- Κι ὅταν ὁ ἐκδότης Δημήτρης Λαμπράκης δώρισε στόν Πλαστήρα ἕνα ὡραῖο χρυσό στυλό, ὁ στρατηγός κάλεσε τόν φίλο του Ἀνδρέα καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ δέν βάζω χρυσές ὑπογραφές. Μοῦ φτάνει τό στυλουδάκι μου. Νά τό στείλεις πίσω. Δέν θέλω δῶρα. Γιατί τά δῶρα φέρνουν καί ἀντίδωρα»!
Καί νά σᾶς πῶ καί τό πιό συγκινητικό; Ὅταν πέθανε, δέν ἄφησε πίσω του ἀκίνητα ἤ καταθέσεις σέ τράπεζες. Ὁ ἴδιος δέν παντρεύτηκε ποτέ καί δέν εἶχε δικά του παιδιά, ἀλλά φρόντιζε κάποια ὀρφανά πολέμου, πού εἶχε πάρει ὑπό τήν προστασία του. Ἡ κληρονομιά πού ἄφησε στήν ὀρφανή ψυχοκόρη του ἦταν 216 δραχμές, ἕνα δεκαδόλλαρο καί μία λακωνική προφορική διαθήκη: «Ὅλα γιά τήν Ἑλλά- δα»! Βρέθηκε ἐπίσης στά ἀτομικά του εἴδη ἕνα χρεωστικό τοῦ Στρατοῦ γιά ἕνα κρεβάτι καί 8 δρχ. μέ σημείωση νά δοθοῦν στό Δημόσιο, ὥστε νά μή χρωστᾶ στήν Πατρίδα.
Ἀκόμα καί τό νεκρικό κουστούμι ἦταν δῶρο ἑνός φίλου του, γιατί ὁ ἴδιος τόν μισθό του τόν πρόσφερε διακριτικά σέ ἄπορους καί ὀρφανά παιδιά. Ὁ γιατρός πού ἦταν παρών καί ὑπέγραψε τό πιστοποιητικό θανάτου μέτρησε στό κορμί του 27 σπαθιές καί 9 σημάδια ἀπό βλήματα.
- Αὐτός, κυρία, εἶναι ἥρωας! Δέν εἶναι πολιτικός…
- Νά πού μποροῦν καί οἱ πολιτικοί, παιδιά, νά γίνουν ἥρωες, ὅταν ἀγαποῦν τήν πατρίδα πάνω ἀπό τόν ἑαυτό τους! Μακάρι νά βγοῦν ἀπό ἐσᾶς νέοι «Πλαστῆρες», πού θά πλάσουν μία Ἑλλάδα φωτεινή καί μεγάλη! Πού θά ᾽χουν σύνθημά τους τή δική του διαθήκη: «Ὅλα γιά τήν Ἑλλάδα»!
Μ.Ε.Χ.
"Ἀπολύτρωσις", Ἰαν. 2020