Μέσα στήν καρδιά τῆς Ἀθήνας χτυποῦσε μιά καρδιά ἀποκλειστικά γιά τόν Χριστό καί τούς ἐλάχιστους ἀδελφούς του. Ὁ ἅγιος πατήρ Νικόλαος Πλανᾶς περπατοῦσε στούς λασπωμένους δρόμους της ἀσκώντας μία ὁσιακή ὁλοκάθαρη ζωή. Ζοῦσε ἀνάμεσα στά χαμόσπιτα καί τίς μάντρες μέ τήν ἐσωτερική ἱερή προσταγή «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας!». Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Μπενιζέλου, ὁ νεομάρτυς Μιχαήλ Πακνανᾶς τόν συντρόφευαν, καθώς περπατοῦσε στό Μοναστηράκι, στήν Πλάκα, στήν ὁδό Βουλιαγμένης, κοντά στόν Ἰλισσό ποταμό. Ὡς διάκονος ἀκόμα ἅπλωνε τό ράσο του, λέντιο προσφορᾶς καί θυσίας γιά τόν κατατρεγμένο λαό.
Ἦρθε ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς χειροτονίας του σέ πρεσβύτερο. Ἕνα πλῆθος λαοῦ παραβρέθηκε στό ταπεινό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου στίς 2 Μαρτίου τοῦ 1884. Ἀμέσως διορίστηκε ἐφημέριος στόν Ἅγιο Παντελεήμονα Ἰλισσοῦ. Στά τριαντατρία του χρόνια εἶχε πιά τή δική του ἐνορία. Καθημερινά ἄρχιζε τήν ἀκολουθία κατά τίς ὀκτώ τό πρωί καί τελείωνε γύρω στίς τρεῖς τό μεσημέρι. Εἶχε ταυτίσει τήν ὕπαρξή του μέ τή ζωή τῆς ἐκκλησίας. «Γιά μένα ἡ ἐκκλησιά εἶναι τό σπίτι μου, οἱ ἀκολουθίες ἡ τροφή μου. Πές τό πρωινό, τό μεσημεριανό, τό βραδινό μου». Αἰσθανόταν βαθειά τέρψη ὅταν μνημόνευε ζωντανούς καί κεκοιμημένους ὧρες ὁλόκληρες. Μπροστά στήν Πρόθεση, πάντα ὄρθιος, συχνά νη- στικός, ἐναπόθετε ὁ ἅγιος ποιμένας τίς ἀνάγκες τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Ἀναρίθμητα χαρτάκια, προσεκτικά ἀραδιασμένα, πού τά εἶχε πάντα μαζί του. «Τά γραμμάτιά μου εἶναι καί τά συμβόλαια. Αὐτά ἔχω ἐγώ γιά περιουσία».
Κάθε θεία Λειτουργία ἀληθινή μυσταγωγία, πού μετέστρεφε καί τίς πιό σκληρές ψυχές. Στίς ὁλονύχτιες παννυχίδες κατέφευγαν οἱ ψυχές γιά νά ἀνακαινίσουν τήν πίστη τους καί νά ἑδραιώσουν τό αἴσθημα τῆς ἐλευθερίας. Τό μοναχικό ἐκκλησάκι στό κέντρο τῆς ἀγορᾶς, ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος, ὁ ναός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στήν Πλάκα καί τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἀλλά καί ἡ ἀπόμερη ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου γίνονταν ἀληθινά λιμάνια τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ παπα-Πλανᾶς πέρα ἀπό τίς παραδείσιες πνευματικές ἀπολαύσεις βίωνε τά καθημερινά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων καί προσπαθοῦσε νά τά ἁπαλύνει. Ἦταν καί ὁ ἴδιος χτυπημένος ἀπό τά κύματα τῆς ζωῆς. Ἡ σύζυγός του τόν λοιδοροῦσε, δέν τόν κατανοοῦσε. Τήν ἔχασε νωρίς. Ἑφτά χρόνια καρτερικῆς ὑπομονῆς μέσα στήν οἰκογένεια. Ἐμπιστεύθηκε τό μονάκριβο παιδί του σέ συγγε- νεῖς. Ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου κι Ἐκεῖνος τοῦ μετάγγιζε ἁγιότητα. Μποροῦσε νά συγχωρεῖ τούς φθονερούς πού τόν πλήγωναν. Ὑπέμενε τούς ὑπερήφανους πού τόν παραθεωροῦσαν. Ἀγαποῦσε τήν ἄσκηση. Εἰρήνευε στήν ἀπόλυτη ὑπακοή. Καθοδηγοῦ- σε μέ συγκατάβαση καί αὐθεντικότητα.
Ἦταν ὁ θεληματάρης τῆς ἀγάπης μέ τό ὅποιο προσωπικό κόστος. Μήπως καί τήν πατρική περιουσία πού κληρονόμησε στή Νάξο δέν τήν παραχώρησε ὅλη; Ἔτσι συνέχιζε νά ζεῖ. Ἔδινε τούς παράδες του γιά νά παντρέψει ὀρφανά κορίτσια, νά βοηθήσει φτωχούς σπουδαστές, ἄπορους μαθητές, ἀνθρώπους πού δέν εἶχαν τό καθημερινό τους ψωμί... ἀλλά καί γιά νά εὐπρεπίσει ναούς... Εἰσέπραττε τό πρωί; Τό μεσημέρι δέν εἶχε πεντάρα. Εἰσέπραττε τό ἀπόγευμα; Τό βράδυ κοιμόταν ἀπένταρος.
Μέ τό μικρό σωματικό ἀνάστημα καί τό θεόρατο ὕψος τῆς πίστης του καί τῆς αὐτοθυσίας -στούς δίσεκτους καιρούς- γινόταν τό καταφύγιο γιά τόν πονεμένο λαό. Σάν ξέσπασε ἡ μεγάλη πυρκαγιά στό κέντρο τῆς Ἀθήνας καί ἔκανε στάχτη ὅλη τήν Ἀγορά, σέ ποιόν ἀκούμπησαν οἱ ρακένδυτοι ἄστεγοι μέσα ἀπ᾽ τά ἀποκαΐδια;
Στή δεκαετία τοῦ 1910-1920 πλήθυναν τά δεινά του λαοῦ. Προσφυγιά, πόλεμος, συμπλοκές... Ποιός νά τούς βοηθήσει; Ἦταν ἐκεῖ ὁ δικός τους πατέρας. Ἡρωικά καί ἀποφασιστικά ὑπερασπιζόταν τά δικαιώματα ὅλων τῶν ἀναγκεμένων.
Στά γόνατα τῆς προσευχῆς ἔδωσε τή μάχη καί γιά τίς μεταρρυθμίσεις πού προσπάθησε νά ἐπιβάλει στήν Ἐκκλησία ὁ μητροπολίτης Μελέτιος Μεταξάκης: Ἀπαγόρευσε στόν κλῆρο τῆς Πρωτεύουσας νά τελεῖ ἀγρυπνίες. Πῶς θά στεροῦνταν οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι τήν πνευματική τροφή, τό κουράγιο μέσα στή βιοπάλη τους; Τό θαῦμα ἔγινε. Παραχωρήθηκε ἡ ἄδεια. Μέ πανηγυρική παννυχίδα ὑποδέχτηκε ὁ πιστός λαός τό 1919.
Μέρα τή μέρα ὁ εὐλογημένος λειτουργός τοῦ Ὑψίστου γιγάντωνε τόν πόθο του γιά τόν οὐρανό. Στά ὀγδόντα χρό- νια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του τά πενήντα λευϊτικά διακόνησε τό θυσιαστήριο τοῦ λατρευτοῦ του Κυρίου. Ἴσως μόνο ὁ Παράδεισος τοῦ χόρτασε τόν πόθο νά λατρεύει τόν νυμφίο Χριστό.
Κοιμήθηκε τό 1932 καί μόλις τό 1992 ἔγινε ἡ ἀγιοκατάταξή του στό ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἄν πᾶς στό ἀναλόγι τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου -ἐκεῖ στό Μοναστηράκι- ἀνάμεσα στά παλιά κιτρινισμένα Μηναῖα, ἄνοιξε ἕνα καινούργιο τοῦ Μαρτίου. Τή δεύτερη μέρα γιορτάζει στόν οὐρανό ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ.
Οὐρανοδρόμος