Δέν ἦταν ἁπλά φωτιά αὐτό πού ἔκαιγε μέσα του. Ἦταν καμίνι πού φλόγιζε τόν νοῦ καί τήν καρδιά του. Ἦταν μαχαίρι πού ξέσκιζε τά σωθικά του. Ἀπό τήν Κυριακή τῆς Συγχώρησης δέν μπόρεσε νά ἀναπαύσει οὔτε τό σῶμα του οὔτε καί τήν ψυχή του. Κι ὁ ὕπνος του ἀνήσυχος καί ταραγμένος. Τί λόγια ἦταν αὐτά πού τούς εἶπε ὁ παπα-Νικόλας μετά τό Εὐαγγέλιο;
- Νά ἀγαπᾶτε καί νά συγχωρεῖτε καί τούς ἐχθρούς σας, τούς εἶπε.
- Μά παπα-Νικόλα, τόλμησε καί εἶπε μέ ὅλο τόν αὐθορμητισμό τῆς νιότης του, καί τούς Ἀγαρηνούς;
-Ὅλους, γιέ μου, τοῦ ἀπάντησε μέ τρεμάμενη φωνή ὁ παπάς.
- Παπά μου, ἐγώ ἄλλον ἐχθρό ἐξόν ἀπό τόν Τοῦρκο δέν ἔχω, καί δέν θά τόν ἀγαπήσω ποτέ!
Ἔφυγε ἀπό τήν ἐκκλησία γεμάτος θυμό ὁ Θανάσης καί ἔτρεξε στά μνήματα. Σωριάστηκε πάνω σέ μία πλάκα καί οὔρλιαξε σάν ἀγρίμι.
- Μάναααα!
Δέν θυμᾶται ὁ Θανάσης πόση ὥρα ἔμεινε ἐκεῖ πεσμένος νά κλαίει πάνω στόν τάφο τῆς μάνας του. Τό μόνο πού θυμᾶται εἶναι τό δακρυσμένο πρόσωπο τοῦ παπα-Νικόλα πού τόν περίμενε στοργικά μέχρι νά ξεθυμάνει ἡ πίκρα του κι ὁ θυμός του. Δέν τοῦ εἶπε τίποτα ὁ παπάς. Μόνο ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά του καί τόν ἔχωσε μέσα. Κι ἔτσι ὅπως τά χέρια του τόν τύλιξαν ξεχύθηκε ἡ εὐωδιά ἀπό τό λιβάνι κι ἔκανε πρός στιγμή τήν ψυχή τοῦ παλληκαριοῦ νά γαληνέψει.
Τό μόνο πού ἤξερε ὁ Θανάσης ἦταν ὅτι τή μάνα του τή σκότωσε ἕνας Τοῦρκος. Τό γιατί καί τό πῶς κανείς δέν τοῦ τό εἶπε ποτέ. Οὔτε ποιός ἦταν αὐτός ὁ Τοῦρκος ἤξερε. Ἦταν τῆς περιοχῆς τους; Ἦταν ξενομερίτης; Ὅσες φορές καί νά ρώτησε, δέν πῆρε ἀπό κανέναν ἀπάντηση. Δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια! Καί τώρα τοῦ ἔλεγε ὁ παπα-Νικόλας νά ἀγαπήσει αὐτόν πού σκότωσε τή μάνα του; Ποτέ! Ὅσο προχωροῦσε ἡ Σαρακοστή, τόσο ἀγρίευε ἡ ψυχή τοῦ Θανάση.
- Μοῦ ζητᾶς παράλογα πράγματα, Θεέ μου! Κι ἄν ἀγαπήσουμε τούς Τούρκους, πῶς θά λευτερώσουμε τήν πατρίδα μας; ἔλεγε καί ξανάλεγε μπροστά στό ἀναμμένο καντήλι τοῦ σωτήρα Χριστοῦ. Καί τή μάνα μου ποιός θά τήν ἐκδικηθεῖ; Ἔγινα ἄντρας πιά, πρέπει νά τούς πολεμήσω!
- Θανάση, γιέ μου!
Ἡ φωνή τοῦ παπα-Νικόλα, ὅσο κι ἄν δέν ἤθελε νά τό παραδεχτεῖ ὁ Θανάσης, σκόρπιζε μία ἀνεξήγητη εἰρήνη στήν καρδιά του.
- Θέλεις νά γενεῖς κλέφτης; Θέλεις νά ἀνέβεις στό βουνό νά πολεμήσεις γιά τή λευτεριά μας;
Ξαφνιάστηκε ὁ Θανάσης. Κοίταξε τόν παπά μέ μάτια θολά.
- Ἐδῶ καί πολύ καιρό, παπά μου. Μά τά λόγια σου μέ ἔκαναν ἄνω κάτω. Πές μου, παπα-Νικόλα, ποῦ εἶναι ὁ πατέρας μου; Τί ἔγινε μέ τή μάνα μου; Εἶμαι πιά δεκαοκτώ χρονῶν ἄντρας, δικαιοῦμαι νά ξέρω!
Ὁ παπα-Νικόλας κοίταξε μέ στοργή τόν νέο, πού ἔτρεμε σύγκορμος.
-Ὅταν γεννήθηκες, παιδί μου, δέν γεννήθηκες μόνος. Γεννήθηκε μαζί σου κι ἕνας δίδυμος ἀδελφός. Μοιάζατε σάν δύο σταγόνες νεροῦ. Ὁ πατέρας σου ἦταν ὅλο καμάρι. Κι ἡ μάνα σου ἔλαμπε ἀπό τή χαρά της.
- Δίδυμος ἀδελφός; ψιθύρισε ἔχοντάς τα χαμένα ὁ Θανάσης.
- Μόλις πού κλείσατε τά δύο ἔγινε τό κακό. Ὁ πατέρας σου, γιέ μου, ἦταν ἕνας ἥσυχος ἄνθρωπος πού δέν εἶχε σχέση μέ βία καί πόλεμο. Μά ἡ καρδιά του ἦταν γενναία, τό ἔλεγε ἡ ψυχή του.
- Δέν μοῦ μίλησες ποτέ ὥς τώρα γι᾽ αὐτόν, εἶπε μέ παράπονο ὁ Θανάσης.
- Ἦταν ἡ βουλή του καί τή σεβάστηκα. Τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νά τά μάθεις ὅλα.
- Λοιπόν, συνέχισε ὁ παπα-Νικόλας, κάποια μέρα ἔφτασαν οἱ Τοῦρκοι κι ἅρπαξαν ὅλα τά ἀρσενικά παιδιά πού ὑπῆρχαν στήν περιοχή. Ἅρπαξαν καί ἐσένα μέ τόν ἀδελφό σου.
Τινάχτηκε σάν ἐλατήριο ὁ Θανάσης.
- Ἡ μάνα σου ἔπεσε στά πόδια τους καί τούς θερμοπαρακαλοῦσε, μά οἱ Ἀγαρηνοί δέν καταλάβαιναν ἀπό παρακάλια. Ἕνας ἀπό αὐτούς γιά νά ξεμπερδεύει σήκωσε τή χατζάρα του καί τήν κτύπησε. Καί τότε ἔγινε αὐτό πού δέν πίστευε κανένας. Ὁ πατέρας σου, σάν εἶδε τή γυναίκα του μέσα στά αἵματα καί τά δύο του ἀγόρια στά ἄλογα τῶν Τούρκων, δέν λογάριασε πιά τίποτα. Ἔβγαλε τήν πιστόλα, πού τήν εἶχε κρυμμένη στά ροῦχα του, καί πυροβόλησε ἐκεῖνον πού σκότωσε τή μάνα σου. Οἱ ἄλλοι πού ξαφνιάστηκαν τό ἔβαλαν στά πόδια μαζί μέ ὅλα τά ἀγόρια πού μᾶς ἔκλεψαν.
-Κι ἐγώ; Ἐγώ πῶς ἔμεινα; ρώτησε ξέπνοα ὁ Θανάσης.
- Ἐσύ ἤσουν πάνω στό ἄλογο αὐτοῦ πού σκότωσε ὁ πατέρας σου. Εἶσαι ὁ μόνος, γιέ μου, πού ἀπέμεινε ἀπό ἐκείνη τή γενιά τῶν παιδιῶν.
- Ἔτσι ἐξηγεῖται πού δέν ὑπάρχουν ἀγόρια τῆς ἡλικίας μου. Κι ὁ πατέρας μου; ρώτησε μέ λαχτάρα ὁ Θανάσης.
- Ὁ πατέρας σου, παιδί μου, δέν ἦταν φτιαγμένος γιά τόν πόλεμο. Τό ὅτι σκότωσε ἄνθρωπο, ἔστω καί Τοῦρκο, ἔστω καί γιά νά σώσει τά παιδιά του, δέν τόν ἄφηνε νά ἡσυχάσει. Σέ παρέδωσε στή δική του μάνα κι ἔφυγε καί πῆγε σέ μοναστήρι γιά νά ξοφλήσει τό ἁμάρτημά του. Ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του στόν Θεό καί ἔκανε ὅλη του τή ζωή μία συνεχῆ προσευχή: Νά φροντίσει ὁ Θεός καί τόν ἄλλο του τόν γιό καί νά τόν ἀγκαλιάσει μιά μέρα Χριστιανό.
- Δηλαδή, παπα-Νικόλα, κάποιος Τοῦρκος εἶναι ὁ δίδυμος ἀδελφός μου! Ὁ λυγμός πού τράνταξε καί πάλι τό στῆθος τοῦ παλληκαριοῦ ἔκανε τόν παπα-Νικόλα νά ἀνοίξει ξανά τήν ἀγκαλιά του.
- Ὄχι κάποιος Τοῦρκος, γιέ μου, κάποιο Ἑλληνόπουλο βαφτισμένο πού μᾶς τό ἔκλεψαν οἱ Τοῦρκοι. Νά πᾶς, παιδί μου, νά πάρεις τήν εὐχή τοῦ πατέρα σου καί νά ἀνέβεις στό βουνό. Ἔχεις καί τή δική μου εὐχή. Ἄν συναντήσεις Τοῦρκο λαβωμένο ἤ ἀναγκεμένο, νά τόν προστρέξεις καί νά πεῖς εἶναι ὁ ἀδελφός μου. Στή μάχη ὅμως γιά τή λευτεριά τῆς πατρίδας μας νά πολεμᾶς γενναῖα. Νά μήν ἀφήσουμε, λεβέντη μου, ἄλλα Ἑλληνόπουλα νά μᾶς τά ἁρπάξουν οἱ Ἀγαρηνοί.
- Κι ἡ ἀγάπη στούς ἐχθρούς; ρώτησε μέ ἀγωνία ὁ Θανάσης.
- Θεέ μου, συχώρνα μας, εἶπε ὁ παπα-Νικόλας καί γιά πρώτη φορά ὁ Θανάσης ἔνιωσε τή φωτιά πού εἶχε μέσα του νά καταλαγιάζει. Δέν ἔνιωθε πιά μίσος. Τώρα δέν θά ἔβγαινε νά πολεμήσει μέ τόν ἐχθρό πού μισοῦσε. Θά πολεμοῦσε γιά τή λευτεριά τῆς πατρίδας του. Καί πάντα θά εἶχε στόν νοῦ του πώς κάπου ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς πού πολεμοῦσε εἶναι κι ὁ δίδυμος ἀδελφός του. Καί μακάρι μιά μέρα νά ἔσμι- γαν στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα τους.
Ἑλένη Βασιλείου