Ἔκανε δέκα περίπου ἐρωτήσεις· κάποιες φαίνονταν ἁπλές, καθημερινές, κάποιες ἦταν πολύ σκληρές, ἀλλά μέ ὅλες γκρεμίζει τήν αὐτονόητη πραγματικότητα καί θρυμματίζει τά ὀφθαλμοφανῆ γεγονότα σάν νά μήν ὑπῆρξαν, σάν νά μή συνέβησαν ποτέ.
- Πορεία πρός Ἐμμαούς. Ξέρουμε περίπου πῶς ἦταν οἱ δύο πού βάδιζαν· ὅπως ὅταν θάβεις ἕναν πολύ δικό σου ἄνθρωπο κι ἔχει τελειώσει μαζί του κι ἡ δική σου ζωή πού τήν εἶχες στηρίξει ὅλη πάνω σ᾽ αὐτόν. Τούς ἀπευθύνει τρεῖς ἐρωτήσεις: «Τί συζητᾶτε καί εἶστε τόσο σκυθρωποί; Ποιά εἶναι αὐτά τά γεγονότα πού σᾶς ἔκαναν νά εἶστε ἔτσι; Μά δέν ἔπρεπε νά γίνουν ὅλα αὐτά, γιά νά ἔρθει ὁ Χριστός στή δόξα Του;».
Ξέρουμε πῶς γύρισαν πίσω, μέ νέα δεδομένα. Τήν καρδιά νά καίει, τά μάτια ἀνοιχτά καί στά πόδια φτερά, ὅταν κατάλαβαν ποιός ἦταν στήν κλάση τοῦ ἄρτου στό τραπέζι. - Ἰερουσαλήμ. Στούς ἕντεκα καί στούς «σὺν αὐτοῖς» πού ἦταν ἀμπαρωμένοι στό σπίτι ρωτάει πρῶτα «γιατί εἶστε ταραγμένοι;». Μά πῶς νά μήν εἶναι, ἀφοῦ βλέπουν μπροστά τους φάντασμα; Τί ἄλλο μπορεῖ νά μπαίνει μέσα ἀπ᾽ τίς κλειστές πόρτες; Τούς δείχνει τά χέρια του καί τά πόδια του νά τόν ψηλαφήσουν. «Ἔχετε τίποτα νά φᾶμε;». Ὅταν ἔφυγε αὐτός πού δέν ἦταν φάντασμα, ἄφησε πάνω στό τραπέζι τά ἀγκάθια ἀπ᾽ τό ψάρι καί τήν κερύθρα ἀπ᾽ τό μέλι πού ἔφαγε.
Kῆπος τῆς Γεσθημανῆ. «Γυναίκα, γιατί κλαῖς, ποιόν ζητᾶς;». Ζητάει αὐτόν πού δέν βρίσκει μέσα στόν τάφο. Κι ἀφοῦ δέν τόν βρίσκει, ποιός τόν ἔκλεψε κι ἄφησε μέσα μόνο τά ὀθόνια καί τό σουδάριο; Ὅταν ἄκουσε τό ὄνομά της, «Μαρία», καί στράφηκε νά δεῖ τόν κηπουρό πού νόμιζε πώς ἦταν, στή Μαρία τή Μαγδαληνή εἶχαν ἀνατραπεῖ ὅλα μέσα της. «Ραββουνί, διδάσκαλε». - Θάλασσα τῆς Τιβεριάδος. «Παιδιά, ἔχετε τίποτα γιά προσφάι;», ρωτάει ὁ ξένος τούς ἑπτά μαθητές πού ψαρεύουν. Ὄχι, δέν εἶχαν, δέν εἶχαν πιάσει τίποτα. Ἀλλά ὅταν βγῆκαν στήν ἀκρογιαλιά, ἦταν ὅλα ἕτοιμα: ἡ ἀνθρακιά, τά ψάρια, τό ψωμί.
«Σίμων Ἰωνᾶ, μ᾽ ἀγαπᾶς; Καί μάλιστα περισσότερο ἀπ᾽ τούς ἄλλους;». Δέν ἔκανε σκληρότερη ἐρώτηση ἀπ᾽ αὐτήν. Αὐτή πλέον καθόρισε καί τήν ἀποστολή καί τή ζωή καί τόν θάνατο μέ τά ὁποῖα ὁ ἀρνητής μαθητής θά δόξαζε πιά τόν Θεό ὡς μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως. - Ἡ τελευταία ἐρώτηση στόν δρόμο γιά τή Δαμασκό: «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις;». Ἔπεσε κάτω στή γῆ. Ὅταν σηκώθηκε, τρεῖς μέρες ὁ Σαῦλος οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἔφαγε οὔτε ἤπιε.
Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ ἀνατροπή, ἡ ἀντιστροφή, ἡ μεταστροφή τῆς ζωῆς μας.
Ὑπάρχει μιά ἐρώτηση καί γιά μένα: «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;».
Δέν ξέρω... Ξέρω ὅμως τί θά ᾽θελα νά ἀπάντησω: «Πιστεύω, Κύριε» ...
...Καί Τόν προσκύνησε.
Ζ.Γ.