Ἦταν οἱ πρῶτες μέρες πού τό νιόβγαλτο σκαρί φούσκωνε τά πανιά καί κινοῦσε στό πέλαγος μέ ὀνείρατα φωτεινά, μέ προσευχή καί προσφορά.
Μόλις πρίν λίγο καιρό ἑνώθηκαν στό μυστήριο τοῦ γάμου ὁ Τιμόθεος, ὁ νεαρός ζηλωτής ἀναγνώστης τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας τῆς Παναπέας στήν Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, καί ἡ σεμνή καί εὐγενής Μαύρα. Οἱ καρδιές δεμένες μέ ἀγάπη φλογερή στόν Ἰησοῦ Χριστό κι ἕναν πόθο βαθύ γιά τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του. Τῆς ζωῆς ἡ ἄνοιξη τούς χαμογελοῦσε καί τό μέλλον σάν θάλασσα γοητευτική ἁπλωνόταν μπροστά τους.
Καί τότε ἀπειλητική, τρομακτική, βίαια ξέσπασε ἡ καταιγίδα. Ὁ τραχύς εἰδωλολάτρης ἔπαρχος Ἀρριανός, ἀπαιτεῖ ἀπό τόν Τιμόθεο νά παύσει τό ἔργο του, πού ἔχει καρπούς θαυμαστούς: τή μεταστροφή πολλῶν ἀνθρώπων στήν ἀπαγορευμένη πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ διαταγή ὁρισμένη ἀπό τόν χριστομάχο αὐτοκράτορα Διοκλητιανό ἀπαιτεῖ ἄμεση ἐφαρμογή: Νά παραδώσει τά ἱερά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας στήν πυρά. Ἀπό τά νεανικά στήθη ἀντηχεῖ ὥριμη καί ἀνδρεία ἡ ἀπάντηση: «Κανένας στρατιώτης δέν παραδίδει τό τιμημένο ξίφος του στόν ἐχθρό. Κι ἐγώ στρατιώτης τοῦ Βασιλέα τῶν οὐρανῶν ποτέ δέν θά παραδώσω τά ἱερά βιβλία μου, πού εἶναι τά ὅπλα στόν ἀγώνα μου».
Τά θεϊκά βιβλία δέν παραδόθηκαν! Γιά ἄλλη μιά φορά στήν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ κόσμου διαφυλάχθηκαν οἱ ἅγιες γραφές, ὁ ἀτίμητος θησαυρός τῶν χριστιανῶν. Τό τίμημα βαρύ! Τροχοί, πυρακτωμένα σίδερα, καζάνια καί φωτιές ἐπιστρατεύονται γιά νά καμφθεῖ ὁ ἡρωικός πιστός τοῦ Χριστοῦ. Τό φρόνημά του παραμένει ἀκμαῖο καί ὑψηλό. Μονάχα μία εἶναι ἡ ἀγωνία του, ἡ σταθερότητα τῆς ἀγαπημένης του συζύγου.
Ἡ συνάντηση τῶν δύο νεόνυμφων δέν ξετυλίγεται ρομαντικά καί εἰδυλλιακά. Πλάι τους καιροφυλακτεῖ καί τούς διεκδικεῖ ἐπιτακτικά ἡ ζωή καί ὁ θάνατος. Κι αὐτοί κάνουν μαζί τήν ἐπιλογή τους. Στηρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον στήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ μέ συζυγική ὁμοφροσύνη καί ἀγαπητική ὁμοφωνία. Οἱ μόλις εἴκοσι μέρες τῆς κοινῆς τους ζωῆς θά γίνουν αἰώνιες μέ τήν ἀφοσίωση σ’ Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος, τό Α καί τό Ω. Ναί, τούτη τή συνάντηση τήν καταγράφει μέ δέος ὁ οὐρανός καί τή φυλάγει ὁ ἱερός συναξαριστής στή μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων πού τιμοῦμε στίς 3 Μαΐου.
Οἱ δύο νέοι καταδικάζονται νά πεθάνουν μέ θάνατο σταυρικό. Τό σῶμα τους καταρρέει βασανισμένο καί καταματωμένο ἀπό τά φοβερά βασανιστήρια, μά ἡ ψυχή τους σκιρτᾶ. Τρανή τιμή, ξεχωριστή εὐλογία νά ἔχουν τό ἴδιο τέλος μέ Αὐτόν πού ἀγάπησαν περισσότερο ἀπό ὅλα στή ζωή τους. Σκύβουν μέ εὐλάβεια καί ἀσπάζονται καί οἱ δύο τά ξύλα τοῦ σταυροῦ. Κι ἔπειτα παραδίδονται στή σταύρωση «σύμμορφοι γενόμενοι τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου». Οἱ δύο σταυροί στήνονται ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλο καί πάνω τους κρέμονται τά σώματα τῶν δύο νεαρῶν συζύγων. Ἐννέα μερόνυχτα παραμένουν κρεμασμένοι στόν σταυρό μέ «εὔτολμον καρτερίαν». Ὁ σατανᾶς τούς πειράζει, οἱ εἰδωλολάτρες τούς προκαλοῦν. Κι αὐτοί πολεμοῦν μέ ὅπλο τήν πολυαγαπημένη τους ἁγία Γραφή. Ἐνισχύουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ χωρία ἀπό τή Βίβλο καί προσεύχονται μέ λόγια θερμά. Ἡ παντοδύναμη θεία χάρη τούς σκεπάζει, τούς ἐνισχύει, τούς κραταιώνει. Φτερουγίζουν κοντά τους ἐνισχυτικά οἱ ἄγγελοι. Καί τέλος ἀνοίγει ὁ οὐρανός καί τό ἱερό ζεῦγος εἰσέρχεται νικηφόρα στή Βασιλεία.
Ὁ Τιμόθεος καί ἡ Μαύρα ἀνέβηκαν στόν σταυρό κι ἔφθασαν στήν ἀνάσταση. Κι ἐκπληρώθηκε ἡ βαθειά τους ἐπιθυμία νά εἶναι γιά πάντα μαζί. Μένουν ἑνωμένοι εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων, μνημονεύονται καί εἰκονίζονται πάντα μαζί, ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλον. Ἕνα μαρτυρικό ἀνδρόγυνο πρότυπο γιά ὅλους τούς πιστούς μέσα στήν ἱστορία. «Ζεῦγος ὁμόζυγον καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή», πρεσβεύουν γιά τόν ἀγώνα μας καί ἐπιτελοῦν θαύματα.
Θυσιάστηκαν στήν πρώτη τους νιότη γιά νά βιώνουν τήν αἰώνια ἄνοιξη τῆς οὐράνιας βασιλείας. Ἀγάπησαν τόν σταυρό γιά νά γεύονται τή δόξα τῆς ἀνάστασης. Νίκησαν τήν κρίση τῆς στιγμῆς, γιά νά ἀπολαμβάνουν τήν αἰωνιότητα. Καί μᾶς ψιθυρίζουν τή σωτήρια ἀλήθεια πώς σέ κάθε κρίση οἱ καρδιές πού φτερώνονται ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα πορεύονται θαυμαστά ἀπό τόν Γολγοθᾶ τῆς γῆς στήν αἰώνια ἀνάσταση τοῦ οὐρανοῦ.
Ἰχνηλάτης