Τό καταπράσινο λιβάδι ἦταν γεμάτο κόκκινες παπαροῦνες καί ἡ γέρικη ἐλιά πού ἦταν καταμεσίς του ἔμοιαζε γονατισμένη μπροστά σ᾽ αὐτό τό πανέμορφο χαλί πού ἔστρωσε ὁ Θεός στά πόδια της.
- Δές! εἶπε μέ θαυμασμό ὁ Ἀρσένης. Θά μποροῦσε νά ἐμπνεύσει τόν κάθε ζωγράφο.
- Καί τόν κάθε ποιητή, συμπλήρωσε ὁ Θανάσης, ἀπολαμβάνοντας τήν εἰκόνα.
- Τόν λατρεύω τόν Μάη! εἶπε ὁ Ἀρσένης. Ἡ φύση στό μεγαλεῖο της...
Τράβηξε ὁ καθένας γιά τό πατρικό του σπίτι. Εἶχαν ξεμείνει κι οἱ δυό μετά τίς διακοπές τοῦ Πάσχα στό χωριό γιά νά δώσουν ἕνα χέρι σέ κάποιες ἀγροτικές ἐργασίες καί συγχρόνως χαίρονταν καί τή φύση πού τόσο τούς ἔλειπε στήν Ἀθήνα. Ἀπό μωρά τρέχανε καί παίζανε στό λιβάδι μέ τή μεγάλη ἐλιά, μά τότε δέν καταλάβαιναν πόσο ὄμορφο ἦταν.
Ὁ Ἀρσένης εἶχε ἀκόμα δύο μαθήματα γιά τό πτυχίο τῆς ἰατρικῆς κι ὁ Θανάσης εἶχε νά κάνει τήν πτυχιακή του ἐργασία στό πολυτεχνεῖο. Δέν βιάζονταν νά γυρίσουν στήν Ἀθήνα.
- Καλησπέρα, Ἀρσένη παιδί μου. Ὁ παπα-Λάζαρος στάθηκε περιμένοντας τόν Ἀρσένη νά πλησιάσει.
- Τήν εὐχή σου, πάτερ μου, ἀπάντησε ἐκεῖνος μόλις ἔφτασε κοντά του, φιλώντας του τό χέρι.
-Ἔχω νά σέ δῶ ἀπό τήν Ἀνάσταση στήν ἐκκλησία, γιέ μου. Καί σένα καί τόν Θανάση, εἶπε περισσότερο στοργικά παρά ἐπιτιμητικά ὁ παπάς.
- Πᾶμε στά χωράφια καί βοηθᾶμε τούς γονεῖς μας, ἀπάντησε χαμηλώνοντας τό βλέμμα ὁ Ἀρσένης.
- Οἱ γονεῖς σας ἦταν, γιέ μου, τήν Κυριακή στήν ἐκκλησία, ὅμως οὔτε ἐσένα εἶδα οὔτε τόν Θανάση. Ἄκουσα νά λένε πώς δηλώνετε κι οἱ δυό ἄθεοι. Μά δέν τό πίστεψα.
Ἔσκυψε ἀκόμα πιό πολύ τό κεφάλι ὁ Ἀρσένης.
- Δέν μιλᾶς, παιδί μου; Δέν μιλᾶς... Τά δύο παπαδάκια μου ἄθεα; Ἀρσένη μου, πές μου πώς δέν εἶναι ἀλήθεια!
Ἡ γεμάτη ἀγωνία φωνή τοῦ παπα-Λάζαρου ἀνάγκασε τόν Ἀρσένη νά σηκώσει τά μάτια καί νά τόν κοιτάξει στό πρόσωπο.
- Ὄχι, ἀναθάρρησε ὁ παπάς. Ἕνας ἄθεος στέκεται ξεδιάντροπα μπροστά στόν παπά, ἐσύ εἶσαι κατακόκκινος. Ὄχι, δέν εἶσαι ἄθεος, παιδί μου! Νομίζεις πώς εἶσαι ἄθεος, μά δέν εἶσαι. Δόξα σοι ὁ Θεός, εἶπε σηκώνοντας τά μάτια του στόν οὐρανό καί κάνοντας τόν σταυρό του. Ὕστερα ἔσκυψε, τόν φίλησε στό κεφάλι κι ἔφυγε δίχως νά πεῖ ἄλλη κουβέντα.
-Ρέ σύ Ἀρσένη, μήπως εἴμαστε λάθος; τόν ρώτησε τίς προάλλες ὁ Θανάσης ἕνα ἀπόγευμα πού πήγαιναν βόλτα ὥς τό λιβάδι τῆς ἐλιᾶς.
-Σέ τί; τόν ρώτησε ἄν καί καταλάβαινε γιά ποιό θέμα μιλοῦσε ὁ Θανάσης.
- Ἡ μάνα μου κοιμᾶται καί ξυπνάει μέ τό «δόξα σοι ὁ Θεός» κι αὐτό τήν κάνει ὅλη τή μέρα νά ὑπομένει τά πάντα μέ χαμόγελο.
- Ἡ μάνα σου κι ἡ μάνα μου δέν γνώρισαν τίποτα ἄλλο ἀπό αὐτό. Αὐτός εἶναι ὅλος ὁ κόσμος τους, ὅλη ἡ ζωή τους καί δέν μπορεῖ κανείς νά τούς τό ἀλλάξει· δέν σημαίνει ὅμως πώς εἶναι κι ἀληθινό, ἀντέδρασε τότε ὁ Ἀρσένης μά βαθιά μέσα του ἔκανε κι αὐτός τίς ἴδιες σκέψεις.
- Πιστεύεις ὅτι ἡ πίστη στόν Θεό εἶναι θέμα μόρφωσης; τόν ρώτησε ὁ Θανάσης. Θυμᾶμαι μέ πόσο θαυμασμό μοῦ μιλοῦσες γιά κεῖνο τόν καθηγητή σας στήν Ἰατρική πού ἦταν πολύ πιστός στό Θεό. Σέ τί τόν ἐμπόδιζαν οἱ τεράστιες γνώσεις του νά πιστεύει;
Ἀνασήκωσε τούς ὤμους δηλώνοντας ἀδυναμία νά ἀπαντήσει ὁ Ἀρσένης καί ἀπό τότε δέν μίλησαν ξανά γιά τό θέμα αὐτό.
Εἶδε τή μάνα του μέσα ἀπό τό ἀνοιχτό ξεπόρτι τους νά θυμιατίζει καί ἔφτασε ὥς ἐκεῖνον ἡ εὐωδιά. Στάθηκε ἔξω καί περίμενε ὥς νά τελειώσει. Αὐτό ἡ μάνα του τό ἔκανε ἀπό τότε πού θυμᾶται τόν ἑαυτό του καί πολλές φορές μέχρι νά γίνει φοιτητής αὐτός τῆς ἑτοίμαζε τό θυμιατήρι. «Ἐγώ θά εἶμαι τό παπαδάκι σου», τῆς ἔλεγε, κι ἐκείνη χαμο- γελοῦσε εὐτυχισμένη.
Ἔκανε νά περάσει τό κατώφλι, ὅταν ἄκουσε τόν μικρό του ἀδελφό πού ἦταν στήν τελευταία τάξη τοῦ λυκείου νά λέει στή μάνα τους:
- Ἄν ὑπάρχει Θεός γιατί, ρέ μάνα, ὁ Ἀρσένης μας δέν πιστεύει;
Ἔγινε μιά σιωπή κι ὕστερα ἄκου- σε τή μάνα νά ψάλλει τό ἀγαπημένο της τροπάριο. «Προστασία τῶν χριστιανῶν ἀκαταίσχυντε...». Τό ἀγαπημένο του τροπάριο.
- Θεέ μου, ψιθύρισε ὁ Ἀρσένης, «Δέσποινα πρόφθασον...» καί μπῆκε ἀποφασιστικά στό σπίτι.
- Δέν σέ πρόλαβα σήμερα, μαμά, ἀλλά αὔριο θά σοῦ ἀνάψω ἐγώ τό θυμιατήρι.
Εἶδε τά μάτια τῆς μάνας του νά φωτίζονται καί νά λάμπουν σάν διαμάντια τά δάκρυα πού δέν εἶχαν ἀκόμα στεγνώσει καί ὕστερα γύρισε καί κοίταξε τόν μικρό του ἀδελφό.
- Ἐσύ δέν τῆς ἄναψες ποτέ τό θυμιατήρι; τόν ρώτησε κι ἐκεῖνος ἀπόμεινε νά τόν κοιτᾶ κατάπληκτος.
Τό λιβάδι ἁπλωμένο μπροστά τους πανέμορφο μιλοῦσε σήμερα μές στήν ψυχή του πιό δυνατά.
- Θανάση, ξεκίνησε νά μιλήσει ὁ Ἀρσένης, μά ἐκεῖνος τόν ἔκοψε γελώντας.
- Ναί, ξέρω, θά μποροῦσε νά ἐμπνεύσει ἕναν ζωγράφο.
- Ὄχι, δέν θά ἔλεγα αὐτό, Θανάση. Λέω ποιός ζωγράφος τό φιλοτέχνησε; Ποιός ἔσπειρε καί τίς παπαροῦνες μέσα στό χορτάρι; Ποιός δημιούργησε ὅλη αὐτή τήν ὀμορφιά, φίλε μου;
Γύρισε ὁ Θανάσης καί τόν κοίταξε ξαφνιασμένος καί τά γαλανά μάτια του σπίθισαν γεμάτα χαρά κι ἐλπίδα.
- Ὁ Θεός, Ἀρσένη, ὁ Θεός, φίλε μου, ἀπάντησε μέ σιγουριά ὁ Θανάσης κι ἔνιωσε νά λευτερώνεται ἡ ψυχή του.
- Ναί, Θανάση, ὁ Θεός! Τά θυμιατά τῶν μανάδων μας ξόρκισαν τό κακό. Πᾶμε! εἶπε καί τινάχτηκε ἀπότομα ὄρθιος.
- Ποῦ; ρώτησε ἀπορημένος ὁ Θανάσης.
- Νά τούς ἀνάψουμε τά θυμιατήρια. Τί παπαδάκια εἴμαστε; Ἀπάντησε καί ὅλος ὁ Μάης ἔνιωσε ὅτι μπῆκε στήν καρδιά του.
Ἑλένη Βασιλείου