Κυρ. πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως Μθ 1,1-25

῾Η γενεαλογία καί ἡ γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
 

  genealogia Xristou Τήν Κυριακή πού προηγεῖται τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα περιλαμβάνει τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου (1,1-25). Σ᾿ αὐτό καταγράφεται ἡ γενεαλογία τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξιστορεῖται ἡ γέννησή του. Βέβαια ὡς Θεός ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἔχει ἀίδιο ὕπαρξη καί γι᾿ αὐτό εἶναι ἀγενεαλόγητος. ῾Ως ἄνθρωπος ὅμως γεννήθηκε σέ συγκεκριμένο χρόνο γι᾿ αὐτό ἔχει γενεαλογία, ἱστορία καί καταγωγή. Μέ τήν ἐνανθρώπηση ὁ ἀγενεαλόγητος γενεαλογεῖται, ὁ αἰώνιος καί ἀπερίγραπτος Θεός εἰσέρχεται στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων.
 
 α) ῾Η γενεαλογία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (1,1-17)
 
   ῾Η γενεαλογία, ὁ ἰδιότυπος αὐτός πρόλογος τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ἀποτελεῖ τήν εἰσαγωγή ὁλόκληρης τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἑνώνει τήν Π. Διαθήκη μέ τήν Καινή. Εἶναι ἐντυπωσιακό πῶς γνωρίζει ὁ Ματθαῖος τόσους πολλούς προγόνους τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἐνῶ κανένας σημερινός ἄνθρωπος δέν ξέρει περισσότερους ἀπό 3-4 προγόνους του· ἴσως ὅσοι ἀνήκουν σέ ἱστορικές οἰκογένειες νά γνωρίζουν μέχρι καί 10. Στήν ἀρχαιότητα σέ πολλούς λαούς διατηροῦνταν προσεκτικά τά γενεαλογικά δένδρα. ᾿Ιδιαίτερη προσοχή ἔδιναν στίς γενεαλογίες οἱ ῾Εβραῖοι, διότι προσδοκοῦσαν τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος θά προερχόταν ἀπό συγκεκριμένη φυλή καί γενιά. ῾Η κάθε οἰκογένεια κρατοῦσε κατάλογο τῶν προγόνων της. ῎Ετσι ὑπῆρχε καί κατάλογος πολλῶν προγόνων τῆς οἰκογένειας τοῦ ᾿Ιωσήφ. Στή διαφύλαξη αὐτοῦ τοῦ καταλόγου φαίνεται ἡ ἐπέμβαση καί ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ.
  ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἐξιστορεῖ τή γενιά τοῦ Χριστοῦ μέχρι τόν ᾿Αβραάμ, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς μέχρι τόν ᾿Αδάμ. ῾Ο Χριστός ἀνῆκε στή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα καί ἰδιαίτερα στήν οἰκογένεια τοῦ Δαυΐδ. ῾Η γενιά του ἔχει κάθε εἴδους ἀνθρώπους· Εὐσεβεῖς, ἀσεβεῖς, ἁγνούς, πόρνους, μοιχούς, ἀγρότες, ποιμένες, βασιλιάδες, γνήσιους ᾿Ισραηλίτες, ἀλλόφυλες γυναῖκες.
  ῾Ο Θεός κατέστρωσε καί κατεύθυνε τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας μέ θαυμαστό τρόπο. Γιά νά πραγματοποιήσει αὐτό τό σχέδιο ἐπενέβη στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων καί χρησιμοποίησε διάφορα πρόσωπα χωρίς νά κρίνει μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια τήν καταγωγή ἤ τήν ἠθικότητα τῆς ζωῆς τους. Τό μόνο κριτήριο σύμφωνα μέ τό ὁποῖο τούς ἐπέλεξε ἦταν ἡ διάθεση ὑποταγῆς στό θέλημά του.
   Στόν Ματθαῖο ἡ γενεαλογία βρίσκεται ἀμέσως πρίν ἀπό τή διήγηση τῆς γεννήσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στό Λουκᾶ στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ (3,23-38). Καί οἱ δύο γενεαλογικοί κατάλογοι εἶναι ἱστορικά μνημεῖα. Συγκρίνοντας τίς δύο γενεαλογίες διαπιστώνουμε ἀρκετές διαφορές τόσο στόν ἀριθμό τῶν ὀνομάτων ὅσο καί στά ἴδια τά ὀνόματα. Μελετώντας τό θέμα πρέπει νά λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη μας ὅτι, ὅταν ἔγραφε τή γενεαλογία στό Εὐαγγέλιό του ὁ Λουκᾶς, γνώριζε τή γενεαλογία τοῦ Ματθαίου, ἀφοῦ ἤδη κυκλοφοροῦσε τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. ῾Ωστόσο ὁ Λουκᾶς δέν φοβᾶται μήπως δημιουργήσει σύγχυση μέ τή διαφορετική γενεαλογία, διότι οἱ σύγχρονοί του γνώριζαν ἀπό τήν παράδοση καί τίς δύο.
   Καί στίς δύο γενεαλογίες θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν κι ἄλλα ὀνόματα, τά ὁποῖα ὅμως παραλείπονται. Οἱ παραλείψεις αὐτές ὀφείλονται ἤ στό ὅτι ὑπῆρχαν ἐλλείψεις στούς γενεαλογικούς καταλόγους, στούς ὁποίους στηρίχθηκαν οἱ εὐαγγελιστές, ἤ στό ὅτι ἡ λέξη «υἱός» σημαίνει ἁπλῶς ἀπόγονος καί ὄχι ἄμεσος υἱός. Οἱ διαφορές πού ὑπάρχουν εἶναι οἱ ἑξῆς·
   1) ῾Ο Ματθαῖος ἀρχίζει ἀπό τόν ᾿Αβραάμ καί καταλήγει στόν ᾿Ιωσήφ, τόν ἄνδρα Μαρίας. ῾Ο Λουκᾶς ἀντίστροφα ἀρχίζει ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ καί προσπερνώντας τόν ᾿Αβραάμ καταλήγει στόν ᾿Αδάμ, στόν κοινό προπάτορα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. ῾Η διαφορά αὐτή εὔκολα κατανοεῖται, ὅταν γνωρίζουμε τό σκοπό τῆς συγγραφῆς τῶν δύο Εὐαγγελίων. ῾Ο Ματθαῖος ἀπευθύνεται στούς ἐξ ῾Εβραίων χριστιανούς, στούς ὁποίους θέλει νά καταδείξει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς σύμφωνα μέ τίς ἐπαγγελίες εἶναι τό σπέρμα τοῦ ᾿Αβραάμ (βλ. Γα 3,16· ῾Εβ 2,16) καί ὅτι κατάγεται ἀπό τό βασιλικό γένος τοῦ Δαυΐδ (βλ. Λκ 1,32· Πρξ 2,30· Ρω 1,3· Β´ Τι 2,8). ῾Ο Λουκᾶς, ὁ μαθητής τοῦ ἀπ. Παύλου, πού γράφει στόν κράτιστο Θεόφιλο καί ἀπευθύνεται σέ ὅλα τά ἔθνη, ἐπιδιώκει νά παρουσιάσει τήν παγκοσμιότητα τοῦ εὐαγγελίου, πού τούς ἀγκαλιάζει ὅλους. Γι αὐτό στή γενεαλογία του ἀνάγεται ὥς τόν ᾿Αδάμ.
   2) ᾿Από τόν ᾿Αβραάμ μέχρι τόν Δαυΐδ ταυτίζονται οἱ γενεαλογίες τῶν δύο εὐαγγελιστῶν καί συμπίπτουν μέ ὅσα μᾶς παραδίδει ἡ Παλαιά Διαθήκη. Οἱ σοβαρές διαφορές μεταξύ τῶν δύο γενεαλογιῶν ἐντοπίζονται στό διάστημα ἀπό Δαυΐδ μέχρι ᾿Ιωσήφ. Συνεπῶς ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ μέχρι τόν Δαυΐδ ἔχουμε δύο διαφορετικούς πίνακες. ῾Ο Λουκᾶς παραθέτει συνολικά 42 ὀνόματα, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος 28. Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι καί οἱ δύο γενεαλογίες συναντιοῦνται στόν βασιλιά Δαυΐδ, ἀπό τή γενιά τοῦ ὁποίου ἀναμενόταν ὁ Μεσσίας.
    Γιά ποιό λόγο ἡ Παρθένος δέν ἀναφέρεται στή γενεαλογία ἐνῶ ἀντιθέτως μνημονεύεται ὁ ᾿Ιωσήφ, πού δέν συντελεῖ καθόλου στή γέννηση; ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος καί οἱ ἄλλοι πατέρες ἀπαντοῦν·
Στήν εὐαγγελική ἐξιστόρηση λέγεται σαφέστατα ὅτι ἡ Παρθένος ἦταν ἀπό τόν οἶκο καί τήν πατριά τοῦ Δαυΐδ, ἀφοῦ ὁ Θεός λέγει στόν Γαβριήλ νά μεταβεῖ «πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα ᾿Ιωσήφ, ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαυΐδ» (βλ. Λκ 1,27). ᾿Αλλά καί ὁ ᾿Ιωσήφ προερχόταν ἀπό τήν ἴδια φυλή, διότι ὑπῆρχε νόμος καί ἔθιμο νά μήν ἐπιτρέπεται ὁ γάμος μεταξύ προσώπων διαφορετικῆς φυλῆς, καί ὁ ᾿Ιωσήφ ὡς τηρητής τοῦ νόμου, θά κράτησε αὐτό τό ἔθιμο. ῎Αρα γενεαλογώντας τόν ᾿Ιωσήφ, τόν νομιζόμενο πατέρα (βλ. Λκ 3,23), γενεαλογεῖται ἔμμεσα καί ἡ Μαρία πού ἦταν ἀπό τήν ἴδια γενιά.
 
1,1. Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ υἱοῦ ᾿Αβραάμ.
   Βίβλος γενέσεως (βλ. Γέ 5,1) σημαίνει ἱστορία. Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Πρῶτο θέμα τῆς ἱστορίας αὐτῆς εἶναι ἡ γενεαλογία, ἡ καταγωγή τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Χριστός σημαίνει χρισμένος. ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ κατεξοχήν Χριστός, διότι ὡς ἄνθρωπος δέν χρίσθηκε μέ ἔλαιο, καθώς χρίονταν οἱ ἱερεῖς καί οἱ βασιλεῖς, ἀλλά ἦταν πεπληρωμένος μέ τό ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως προφήτευσε ὁ ᾿Ησαΐας· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με» (᾿Ησ. 61,1· Λκ 4,18). ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ υἱός τῆς Παρθένου εἶναι ταυτόχρονα υἱός Δαυΐδ καί υἱός ᾿Αβραάμ. Αὐτοί εἶναι οἱ δύο σπουδαιότεροι ἀπό τούς προγόνους τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί δύο ἐπίσημα πρόσωπα τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. ῾Ο ᾿Αβραάμ (2000 π.Χ.) εἶναι ὁ πατέρας καί γενάρχης τοῦ ᾿Ισραηλιτικοῦ λαοῦ (βλ. Μθ 3,9· Λκ 1,73· ᾿Ιω 8,33· ᾿Ια 2,5), ἀπό αὐτόν κατάγονται ὅλοι οἱ ῾Εβραῖοι. Σ᾿ αὐτόν ἔδωσε πρῶτα ὁ Θεός τίς ὑποσχέσεις, ὅτι διά τοῦ σπέρματος αὐτοῦ, εὐλογηθήσονται «πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς» (Γέ 12,3· 22,18) ἐπειδή «ἡ πίστις (τοῦ ᾿Αβραάμ) ἐλογίσθη εἰς δικαιοσύνην» (Γέ 15,6· Ρω 4,3). ᾿Αλλά καί στόν βασιλιά Δαυΐδ (1000 π.Χ.) ὁ Θεός ὑποσχέθηκε· «ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπί τοῦ θρόνου σου» (Ψα 131,11 πρβλ. Ψα 88,4. 29. 39). ῾Ο εὐαγγελιστής τοποθέτησε μάλιστα τόν Δαυΐδ πρίν ἀπό τόν ᾿Αβραάμ, ἐπειδή ὁ Δαυΐδ ἦταν πλησιέστερος στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ἐνδοξότερος τοῦ ᾿Αβραάμ καί ἐπειδή ἀπό τό σπέρμα τοῦ Δαυΐδ προεῖπαν οἱ προφῆτες ὅτι πρόκειται νά σαρκωθεῖ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἦταν ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ. Αὐτό τονίζεται ἰδιαίτερα ἀπό τούς εὐαγγελιστές, διότι ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο τῆς ταυτότητος τοῦ Μεσσία (βλ. Μθ 9,27. 15,22. 21,9. 15· ᾿Ιω 7,42).
   ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει· «῎Ακουσέ τα αὐτά χωρίς καμία ταπεινή ὑποψία, ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς νά θαυμάσεις, ὅτι ἐνῶ εἶναι Υἱός τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ καί μάλιστα Υἱός γνήσιος, κατεδέχθηκε νά ὀνομασθεῖ καί υἱός Δαυΐδ, γιά νά κάνει ἐσένα υἱό τοῦ Θεοῦ· κατεδέχθηκε νά κάνει αὐτός πατέρα του δοῦλο, γιά νά καταστήσει τόν Κύριο πατέρα σέ σένα τόν δοῦλο. Γιά τόν ἀνθρώπινο λογισμό εἶναι πολύ δυσκολότερο νά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος, παρά ὁ ἄνθρωπος υἱός τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν ἀκούσεις, λοιπόν, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι υἱός τοῦ Δαυΐδ καί τοῦ ᾿Αβραάμ, νά μήν ἀμφιβάλλεις, ὅτι καί σύ, ὁ υἱός τοῦ ᾿Αδάμ, θά γίνεις υἱός τοῦ Θεοῦ. Γεννήθηκε κατά σάρκα, γιά νά γεννηθεῖς ἐσύ πνευματικά· γεννήθηκε ἀπό γυναίκα, γιά νά παύσεις ἐσύ νά εἶσαι υἱός γυναίκας. Γι᾿ αὐτό ἡ γέννηση εἶναι καί ὅμοια μέ τή δική μας ἀλλά καί ὑπερέβη τή δική μας».
 
1,2. ᾿Αβραάμ ἐγέννησε τόν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαάκ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακώβ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιούδαν καί τούς ἀδελφούς αὐτοῦ.
  ᾿Εγέννησε· ῾Ο ἄνδρας, ἡ κεφαλή τῆς γυναίκας, εἶναι καί ἡ ἀρχή καί ἡ ρίζα τοῦ τέκνου, ἐπειδή αὐτός σπείρει, γεννᾶ. ῾Ωστόσο ἡ γυναίκα πού δόθηκε ὡς βοηθός στόν ἄνδρα, ἐκτρέφει καί θάλπει καί συναυξάνει τό σπέρμα καί τέλος τίκτει.
  ῾Ο εὐαγγελιστής ἀναφέρει ὀνομαστικά ὡς υἱό τοῦ ᾿Ιακώβ μόνο τόν ᾿Ιούδα, ἐνῶ γιά τούς ὑπόλοιπους λέει ἁπλῶς τούς ἀδελφούς αὐτοῦ, ἐπειδή ἀπό τή δική του φυλή γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὅπως τό προφήτευσε ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ ὅταν πέθαινε, ξεχωρίζοντας ἀπό ὅλα τά παιδιά του τόν ᾿Ιούδα (βλ. Γέ 49,10· ῾Εβ 7,14· ᾿Απ 5,5).
 
1,3. ᾿Ιούδας δέ ἐγέννησε τόν Φαρές καί τόν Ζαρά ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρές δέ ἐγέννησε τόν ᾿Εσρώμ, ᾿Εσρώμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αράμ.
  ῾Ο ᾿Ιούδας, ὁ γιός τοῦ ᾿Ιακώβ, ἔκανε τή Θάμαρ νύφη στόν πρῶτο γιό του καί ἔπειτα στόν δεύτερο, σύμφωνα μέ τή συνήθεια τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς ἐπιγαμβρεύσεως (λεβιρατικός γάμος). ᾿Επειδή καί οἱ δυό πέθαναν ξαφνικά χωρίς ν᾿ ἀφήσουν παιδιά, ὁ ᾿Ιούδας θέλησε νά ἀπομακρύνει τήν Θάμαρ ἀπό τήν οἰκογένειά του. ᾿Εκείνη ὅμως μέ τέχνασμα ξεγέλασε τόν πεθερό της ᾿Ιούδα, τόν ἔκανε ἄνδρα της, χωρίς ἐκεῖνος νά τήν ἀναγνωρίσει καί γέννησε δίδυμα. ῾Η Θάμαρ ἐνήργησε ἔτσι ὄχι ἀπό διαφθορά, ἀλλά ἀπό πίστη ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ ᾿Ιακώβ εἶναι εὐλογημένη, ἐπειδή αὐτή μόνο λατρεύει τόν ἀληθινό Θεό. Γι᾿ αὐτό θέλησε μέ κάθε τρόπο νά μπεῖ καί νά παραμείνει σ᾿ αὐτή. Στήν πραγματικότητα ἅγνευσε περισσότερο ἀπό ἄλλες γυναῖκες, διότι μέ τόν ᾿Ιούδα δέν ξαναεῖχε σαρκικές σχέσεις. ῾Ο Θεός γιά νά βραβεύσει τήν πίστη της, τήν ἔκανε πρόγονο τοῦ Χριστοῦ.
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι «ἐνῶ ἀπαριθμεῖ ἄνδρες ἡ γενεαλογία, ἀναφέρει καί ὁρισμένες γυναῖκες. Δέν ἀνέφερε βέβαια ὅλες τίς γυναῖκες, ἀλλά παρέλειψε τίς τιμημένες, ὅπως ἦταν ἡ Σάρρα, ἡ Ρεβέκκα καί ἄλλες, ἐνῶ παρουσίασε τίς διαβόητες γιά τήν κακία τους, ὅποια π.χ. ἦταν πόρνη καί μοιχαλίδα, ὅποια προερχόταν ἀπό παράνομους γάμους, ὅποια ἦταν ἀλλόφυλη καί βάρβαρη. Μνημόνευσε τή γυναίκα τοῦ Οὐρία, τή Θάμαρ, τή Ραάβ καί τή Ρούθ, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία ἦταν ἀλλόφυλη, ἄλλη πόρνη καί ἄλλη πλάγιασε μέ τόν πεθερό της καί ὄχι ἔπειτα ἀπό νόμιμο τουλάχιστον γάμο, ἀλλά ἀφοῦ πέτυχε μέ δόλο τή συνεύρεση καί καλύφθηκε μέ τό προσωπεῖο τῆς πόρνης. Κανείς ἐπίσης δέν ἀγνοεῖ τή γυναίκα τοῦ Οὐρία μέ τήν ὁποία μοίχευσε ὁ Δαυΐδ, ἐπειδή τό τόλμημα ἦταν πρωτοφανές. ῾Ο εὐαγγελιστής ὅμως ἄφησε ὅλες τίς ἄλλες καί περιέλαβε μόνο αὐτές στή γενεαλογία του. ῎Αν ἔπρεπε νά ἀναφερθοῦν γυναῖκες, ἔπρεπε νά μποῦν ὅλες καί ἄν ὄχι ὅλες ἔπρεπε νά ἀναφερθοῦν οἱ φημισμένες γιά τήν ἀρετή καί ὄχι γιά τά ἁμαρτήματα... ῾Ο πατριάρχης τους, ἀπό τόν ὁποῖο πῆραν καί τό ἐθνικό τους ὄνομα, εἶναι γνωστό ὅτι ὑπέπεσε σέ μεγάλη ἁμαρτία, διότι παρουσιάζεται ἡ Θάμαρ καί τόν κατηγορεῖ γιά τήν πορνεία του. Καί ὁ Δαυΐδ ἐπίσης ἀπέκτησε τόν Σολομώντα ἀπό παράνομη γυναίκα. Καί ἀφοῦ οἱ σπουδαῖοι δέν κατόρθωσαν νά τηρήσουν τόν Μωσαϊκό νόμο, πολύ περισσότερο δέν τό πέτυχαν οἱ ἀσήμαντοι. Καί ἀφοῦ ὅλοι τόν παρέβαιναν, ὅλοι ἦταν ἁμαρτωλοί, γι᾿ αὐτό ἦταν ἀναγκαία ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ».
  ῾Ο εὐαγγελιστής προβάλλει ὄχι μόνο τόν Φαρές τόν πατέρα τοῦ ᾿Εσρώμ, ἀλλά καί τόν ἀδελφό του Ζαρά, διότι ἦταν δίδυμοι. Εἶναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό αὐτό πού συνέβη τήν ὥρα τῆς γέννησής τους. Πρῶτος ἔβγαλε τό χέρι του ὁ Ζαρά, τότε ἡ μαία πού ἦταν ἐκεῖ τό ἔδεσε ἀμέσως μέ κόκκινη κλωστή. ᾿Εκεῖνος ὅμως τράβηξε πίσω τό χέρι καί ἔτσι βγῆκε πρῶτος ὁ Φαρές κι ἔπειτα ὁ Ζαρά μέ τό κόκκινο νήμα. ῾Ο ᾿Εσρώμ γεννήθηκε στή Χαναάν πρίν ἀκόμη ὁ ᾿Ιακώβ μετοικήσει στήν Αἴγυπτο (Γέ 46,12).
 
1,4-5. ᾿Αράμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αμιναδάβ, ᾿Αμιναδάβ δέ ἐγέννησε τόν Ναασών, Ναασών δέ ἐγέννησε τόν Σαλμών, Σαλμών δέ ἐγέννησε τόν Βοόζ ἐκ τῆς ῾Ραχάβ, Βοόζ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ωβήδ ἐκ τῆς ῾Ρούθ, ᾿Ωβήδ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιεσσαί.
   ῾Ο Ναασών ἀναφέρεται ὡς ἀρχηγός τῆς φυλῆς ᾿Ιούδα στήν ἔξοδο τῶν ᾿Ισραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο (βλ. ᾿Αρ 1,7· Α´ Πα 2,10). Σύμφωνα μέ τόν κατάλογο τοῦ Ματθαίου ὁ Ναασών ἀπέχει μόλις τρεῖς γενιές ἀπό τόν ᾿Εσρώμ. ᾿Αλλά τρεῖς γενιές εἶναι πολύ λίγες γιά τά 400 καί πλέον χρόνια πού ἔκαναν οἱ ᾿Ισραηλίτες στήν Αἴγυπτο. Μᾶλλον πρέπει ὁ εὐαγγελιστής νά παραλείπει μερικά πρόσωπα.
   ῾Ο Σαλμών ἔζησε στά χρόνια τοῦ Μωυσῆ. ῾Η ῾Ραχάβ ἤ Ραάβ ἦταν πόρνη σ᾿ ἕνα εἰδωλολατρικό ἔθνος στά χρόνια πού οἱ ῾Εβραῖοι μπῆκαν στήν Παλαιστίνη. ῞Οταν γνώρισε τούς πρώτους ᾿Ισραηλίτες, πίστεψε ὅτι αὐτοί λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό, μετανόησε καί ἐγκατέλειψε τό ἀτιμωτικό ἐπάγγελμά της. Συνεργάστηκε μέ τούς ἰσραηλινούς κατασκόπους καί ζήτησε νά γίνει μέλος τοῦ ᾿Ισραήλ (᾿Ιη 2, 7-24), γιά νά λατρεύει τόν Θεό αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. ῾Ο Θεός βράβευσε τήν πίστη, τή μετάνοια καί τήν ἀφοσίωσή της καί τήν ἔκανε πρόγονο τοῦ Χριστοῦ.
   ῾Η Ρούθ ἦταν ἀλλοεθνής, ἀλλόθρησκη. ᾿Εγκατέλειψε τό ἔθνος της καί τό θρήσκευμά της, ἄν καί ἦταν χήρα καί ἄτεκνη, γιά νά ἀκολουθήσει τήν πρώτη πεθερά της Νωεμίν, ὄχι μόνο ἐπειδή τήν ἀγαποῦσε ἀλλά ἐπειδή πίστεψε ὅτι αὐτή λατρεύει τόν ἀληθινό Θεό. ῾Ο Θεός γιά νά τή βραβεύσει τήν ἀποκατέστησε μέ τόν Βοόζ καί τήν ἔκανε γιαγιά τοῦ βασιλιά Δαυΐδ καί πρόγονο τοῦ Χριστοῦ.
   ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ Ματθαῖος ἀναφέρει τή Ρούθ καί τή Ραάβ, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ πρώτη ἦταν ἀπό ἄλλο ἔθνος καί ἡ δεύτερη ὄχι μόνο ἀπό ἄλλο ἔθνος ἀλλά καί πόρνη, γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἦρθε γιά νά ἐξαλείψει ὅλες τίς κακίες μας, γιά νά διαδραματίσει ρόλο γιατροῦ καί ὄχι δικαστῆ. ῞Οπως οἱ πρόγονοι τοῦ ᾿Ιησοῦ πῆραν πόρνες γιά γυναῖκες τους, ἔτσι καί ὁ Θεός μέ τήν ἐνανθρώπησή του πῆρε καί προστάτευσε τήν ἀνθρωπότητα, πού εἶχε γίνει πόρνη καί ἀνήθικη. Τήν ἀπάλλαξε ἀπό τίς προγονικές ἁμαρτίες καί τήν κατέστησε πιστή νύμφη του, ἔφτιαξε τήν ᾿Εκκλησία του.
 
1,6. ᾿Ιεσσαί ἐγέννησε τόν Δαυΐδ τόν βασιλέα. Δαυΐδ δέ ὁ βασιλεύς ἐγέννησε τόν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου.
   Γιά τόν Δαυΐδ σημειώνεται καί ὁ τίτλος του, βασιλέας, ὄχι μόνο ἐπειδή εἶναι ὁ πρῶτος βασιλιάς πού μνημονεύεται στή γενεαλογία αὐτή, ἀλλά ἐπειδή αὐτό τό βασιλικό του ἀξίωμα θά κληρονομοῦσε ὁ Μεσσίας (βλ. Λκ 1,32). ῾Ο Οὐρίας ἦταν ἕνας σπουδαῖος στρατηγός τοῦ Δαυΐδ. ῾Ο βασιλιάς γιά νά πάρει τή γυναίκα του, τή Βηρσαβεέ μέ τήν ὁποία προηγουμένως εἶχε διαπράξει μοιχεία ἔστειλε τόν Οὐρία σέ πολύ ἐπικίνδυνες μάχες, ὅπου καί σκοτώθηκε. Μέ αὐτή τή γυναίκα τοῦ Οὐρίου, τῆς ὁποίας τό ὄνομα δέν ἀναφέρεται, διότι ἁμάρτησε σέ ἀντίθεση μέ τίς ἄλλες τρεῖς πού μετανόησαν, ὁ Δαυΐδ ἐγέννησε τόν Σολομῶντα.
 
1,7-9. Σολομών δέ ἐγέννησε τόν ῾Ροβοάμ, ῾Ροβοάμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αβιά, ᾿Αβιά δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ασά, ᾿Ασά δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωσαφάτ, ᾿Ιωσαφάτ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωράμ, ᾿Ιωράμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Οζίαν, ᾿Οζίας δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωάθαμ, ᾿Ιωάθαμ δέ ἐγέννησε τόν ῎Αχαζ, ῎Αχαζ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Εζεκίαν, ᾿Εζεκίας δέ ἐγέννησε τόν Μανασσῆ.
   ῾Ο ᾿Οζίας ἤ ᾿Αζαρίας εἶναι ὁ βασιλιάς πού τόλμησε νά θυμιατίσει στό ναό καί γι᾿ αὐτό προσβλήθηκε ἀπό λέπρα (βλ. Β´ Πα 26,19). ᾿Από τά βιβλία τῶν Βασιλειῶν πληροφορούμαστε ὅτι γιός τοῦ ᾿Ιωράμ εἶναι ὁ ᾿Οχοζίας, γιός τοῦ ᾿Οχοζία ὁ ᾿Ιωάς, γιός τοῦ ᾿Ιωάς ὁ ᾿Αμασίας ὁ ὁποῖος γέννησε τόν ᾿Οζία ἤ ᾿Αζαρία (Δ´ Βα 8,25·11,1-2· 14,1·15,1). ᾿Από αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Ματθαῖος ἀποσιώπησε τρία ὀνόματα, τοῦ ᾿Οχοζία, τοῦ ᾿Ιωάς καί τοῦ ᾿Αμασία. Δέν τά ἀνέφερε, εἴτε ἐπειδή αὐτοί ἦσαν ἀσεβεῖς (βλ. Δ´ Βα 8,27· Β´ Πα 24,18 καί 25,14), εἴτε ἐπειδή τά ὀνόματά τους ἦταν σβησμένα ἀπό τούς ἑβραϊκούς καταλόγους.
 
1,10-11. ᾿Εζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αμών, ᾿Αμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσίαν, ᾿Ιωσίας δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιεχονίαν καί τούς ἀδελφούς αὐτοῦ ἐπί τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος.
   Στήν ἱστορία τοῦ ᾿Ισραήλ ὁ Μανασσῆς ἦταν ἀπό τούς πλέον ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλούς βασιλεῖς. ῾Υποχρέωσε τούς πιό πολλούς ᾿Ισραηλίτες νά ἀρνηθοῦν τόν Θεό, νά γίνουν εἰδωλολάτρες καί νά πέσουν σέ σαρκικά ἁμαρτήματα.
   ᾿Επί τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος· Μετοικεσία σημαίνει τήν ἀλλαγή τῆς κατοικίας. Τόν 6ο π.Χ. αἰώνα οἱ Βαβυλώνιοι κυρίευσαν τήν Παλαιστίνη, κατέστρεψαν τήν ᾿Ιερουσαλήμ καί ὁδήγησαν τούς μισούς ῾Εβραίους αἰχμαλώτους στή Βαβυλώνα γιά 70 χρόνια. ᾿Από τότε ποτέ πιά ὁ ᾿Ισραήλ δέν εἶδε δόξες. ῾Η πρώτη μετοικεσία τῶν ῾Εβραίων στή Βαβυλώνα ἔγινε ἐπί ᾿Ιωακείμ καί ἡ δεύτερη μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἐπί ᾿Ιεχονίου (βλ. Δ´ Βα 24,1-16). Τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ μετέφερε ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στή Βαβυλώνα πολλές χιλιάδες ῾Εβραίους μαζί μέ τόν βασιλιά τους (βλ. Δ´ Βα 24,14-16. Β´ Πα 36,6-10). Σβήνει πλέον ὁ θεσμός τοῦ βασιλιᾶ. Μέ τήν αἰχμαλωσία κλείνει τό τμῆμα αὐτό τοῦ καταλόγου.
 
1,12-15. Μετά δέ τήν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος ᾿Ιεχονίας ἐγέννησε τόν Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δέ ἐγέννησε τόν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αβιούδ, ᾿Αβιούδ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ελιακείμ, ᾿Ελιακείμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αζώρ, ᾿Αζώρ δέ ἐγέννησε τόν Σαδώκ, Σαδώκ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Αχείμ, ᾿Αχείμ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ελιούδ, ᾿Ελιούδ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ελεάζαρ, ᾿Ελεάζαρ δέ ἐγέννησε τόν Ματθάν, Ματθάν δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιακώβ.
   ῾Ο ᾿Ιεχονίας ἀνέβηκε στό βασιλικό θρόνο ὀχτώ χρονῶν καί βασίλευσε μόνο γιά ἕνα τρίμηνο, ἔπειτα μεταφέρθηκε ἀπό τόν Ναβουχοδονόσορα στή Βαβυλώνα, ὅπου καί πέθανε. Στή Βαβυλώνα ἐγέννησε τόν Σαλαθιήλ, καί ὁ Σαλαθιήλ τόν Ζοροβάβελ (βλ. Α´ Πα 3,17), ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε στήν ᾿Ιερουσαλήμ καί οἰκοδόμησε τό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ (βλ. Β´ ῎Εσ 3,2. 8· 5,2).
 
1,16. ᾿Ιακώβ δέ ἐγέννησε τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη ᾿Ιησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός.
   ῾Ο εὐαγγελιστής φθάνει στόν ᾿Ιωσήφ καί τόν χαρακτηρίζει ὡς τόν ἄνδρα Μαρίας, δηλαδή σύζυγο, ἀφοῦ ἔτσι φαινόταν στά μάτια τοῦ κόσμου. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «᾿Αφοῦ ἀνέφερε λοιπόν ὅλους τούς προγόνους καί τελείωσε στόν ᾿Ιωσήφ, δέν ἀρκέσθηκε στό ὄνομά του, ἀλλά πρόσθεσε· ᾿Ιωσήφ τόν ἄνδρα Μαρίας, διότι ἤθελε νά δείξει ὅτι τόν περιέλαβε στή γενεαλογία ἐξαιτίας τῆς Μαρίας. ῎Επειτα γιά νά μή νομίσεις, ὅταν ἀκούσεις τό ἄνδρα Μαρίας, ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀκολούθησε τό φυσικό δρόμο, συμπλήρωσε τόν τρόπο τῆς γεννήσεως». Μέ τή φράση ἐξ ἧς ἐγεννήθη, ὁ εὐαγγελιστής ἀπέκλεισε τή συμμετοχή τοῦ ᾿Ιωσήφ στή σύλληψη καί στή γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ τήν ὁποία ἀποδίδει στήν Παρθένο Μαρία.
   ῾Ο ᾿Ιησοῦς διακρίνεται ἀπό ὅλους τούς ἄλλους πού ἔφεραν αὐτό τό ὄνομα. Εἶναι ὁ λεγόμενος Χριστός. ῾Η φράση αὐτή ἀποτελεῖ τό ἐπώνυμό του.
 
1,17. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαί ἀπό ᾿Αβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, καί ἀπό Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαί δεκατέσσαρες, καί ἀπό τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαί δεκατέσσαρες.
   ῾Ο Ματθαῖος πού ἀπευθύνει τό Εὐαγγέλιό του στούς ἐξ ᾿Ιουδαίων χριστιανούς ἐνδιαφέρεται νά παρουσιάσει τή γενεαλογία Χριστολογικά, σέ ἄμεση σχέση μέ τό πρόσωπο τοῦ Μεσσία. Κατατάσσει τά ὀνόματα σέ τρεῖς δεκατετράδες. Τόν ἐνδιαφέρει πρῶτα ὁ ἱερός ἀριθμός ἑπτά πού μέ τόν διπλασιασμό (14) ἐπιβεβαιώνεται. ῎Επειτα οἱ τρεῖς ὁμάδες περιλαμβάνουν ἀντίστοιχα· πατριάρχες, βασιλεῖς καί διδασκάλους. ᾿Αντιστοιχοῦν δέ οἱ τρεῖς αὐτές ὁμάδες στό τριπλό ἀξίωμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἀρχιερατικό, βασιλικό, προφητικό. Οἱ πρόγονοι τῆς μεσαίας δεκατετράδος, ἀπό Δαυΐδ μέχρι ᾿Ιεχονία, τότε πού ἔγινε ἡ μετοικεσία Βαβυλῶνος, ἦταν ὅλοι βασιλιάδες. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «Δέν βελτιώθηκαν μέ τίς ἀλλαγές τῆς πολιτικῆς τους κατάστασης, ἀλλά διατήρησαν τά ἴδια ἐλαττώματα καί μέ τό ἀριστοκρατικό πολίτευμα καί μέ τή βασιλεία καί μέ τήν ὀλιγαρχία. Δέν ἔγιναν περισσότερο ἐνάρετοι οὔτε ἀπό τήν ἡγεσία μεγάλων ἀρχηγῶν οὔτε ἱερέων οὔτε βασιλέων...Πολύ σωστά ὑπενθυμίζει καί τήν αἰχμαλωσία, ὑποδηλώνοντας ἔτσι ὅτι δέν συνετίσθηκαν ἀκόμη καί τότε πού ξέπεσαν σ᾿ ἐκείνη τήν κατάσταση. ῾Επομένως ὅλα δείχνουν ὅτι ἦταν ἀνάγκη νά ἔρθει στόν κόσμο ὁ Χριστός».
   ῎Αν μετρήσουμε τίς γενιές ἀπό τή μετοικεσία Βαβυλῶνος ὥς τόν ᾿Ιωσήφ εἶναι δώδεκα καί ὄχι δεκατέσσαρες. ῾Ο ἅγιος πατέρας ἀπαντᾶ καί σ᾿ αὐτή τήν ἀπορία· «Στό σημεῖο αὐτό ὁ εὐαγγελιστής ὑπολογίζει ὡς μία γενιά τό χρόνο τῆς αἰχμαλωσίας καί ὡς ἄλλη τόν ἴδιο τόν Χριστό. ῎Ετσι τόν συνδέει στενότατα μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους».
   ῾Η συνεχής ἀναφορά ὅλων αὐτῶν τῶν προσώπων πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μᾶς διδάσκει ὅτι πάνω στή γῆ ὅλες οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων ἔρχονται καί παρέρχονται. Μόνο ὁ Χριστός καί ὅ,τι σχετίζεται μέ τό ὄνομά του μένουν αἰώνια. ῾Η πίστη στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου δίνει αἰώνια ἀξία στή μικρή καί ἀσήμαντη ζωή μας.
 
β) ῾Η γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (1,18-25)
 
  Μέ πολλή συντομία καί ἁπλότητα περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής τό μεγαλύτερο γεγονός τῶν αἰώνων, τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τή σάρκωση τοῦ Λόγου (βλ.᾿Ιω 1,13). «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευνα. Πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν», ψάλλουμε στούς αἴνους τῶν Χριστουγέννων. Ζοῦμε τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποκάλυψη, ὡς ἱστορία καί ὡς ἐμπειρία, πού τήν παρακολουθοῦμε μέ ἔκσταση, μέ δέος καί θαυμασμό.
 
1,18. Τοῦ δέ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. Μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου.
   Οὕτως ἦν δηλαδή «αὐτή εἶναι» ἡ γέννησις, τήν ὁποία πρόκειται νά ἐξιστορήσει. ῾Η μνηστεία σύμφωνα μέ τόν ἰουδαϊκό νόμο ἦταν προκαταρκτική πράξη τοῦ γάμου καί δημιουργοῦσε σχέση δεσμευτικῆς ὑποχρεώσεως μεταξύ τῶν μνηστευομένων. Μετά τή μνηστεία ὁ ἄνδρας ἦταν σύμφωνα μέ τό νόμο ὁ σύζυγος τῆς γυναίκας (βλ. Γε 29,21· Δε 22,23) καί ὁ δεσμός μποροῦσε νά λυθεῖ μόνο μέ διαζύγιο καί ἀποζημίωση χρηματική πού ἔπρεπε νά δώσει ὁ ἄνδρας στή γυναίκα.
Γιά νά γίνει παραδεκτός ὁ λόγος ὁ εὐαγγελιστής δέν εἶπε τῆς Παρθένου ἀλλά τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας. ῾Ο Θεοτόκης λέει ὅτι γιά τρεῖς λόγους εὐδόκησε ὁ Θεός νά μνηστευθεῖ ἡ ἀειπάρθενος Μαρία τόν ᾿Ιωσήφ. α) Γιά νά ἀποφύγει τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου, διότι ὁ θάνατος ἦταν ἡ τιμωρία τῆς παρθένου πού βρισκόταν ἔγκυος, ἐνῶ δέν εἶχε ἄνδρα (βλ. Δε 22,23-24). ῾Η μνηστεία τῆς Μαρίας ἔκανε τόν καθένα νά νομίζει ὅτι συνέλαβε ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ. β) Γιά νά φανεῖ ὅτι ὁ Χριστός καταγόταν ἀπό τό γένος τοῦ ᾿Αβραάμ καί τή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα. Αὐτό δέν θά γινόταν, ἐάν ἡ παρθένος δέν εἶχε μνηστευθεῖ μέ ἄνδρα ἀπό τή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα. γ) Γιά νά ὑπηρετεῖ ὁ ᾿Ιωσήφ χωρίς καμιά κακή ὑποψία τίς ἀνάγκες τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ, ὅταν τόν καταδίωκε ὁ ῾Ηρώδης. ῾Ο ᾿Ιωσήφ κρίθηκε κατάλληλος γιά τήν ὑπηρεσία αὐτή, διότι ὑπερεῖχε στήν ἀρετή ἀπό ὅλους τούς ἄλλους.
  ῾Η φράση εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα δηλώνει τήν αἰφνίδια καί ἀνέλπιστη μεταβολή ἀπό τή φυσική κατάσταση στήν κατάσταση τῆς ἐγκυμοσύνης. ᾿Εξάλειψε, βέβαια, ὁ εὐαγγελιστής κάθε ὑποψία κλεψιγαμίας, λέγοντας ὅτι συνέλαβε ἐκ Πνεύματος ἁγίου (βλ. Λκ 1,35), μέ τή δύναμη καί τήν ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἑρμηνεύει· «῾Ο Ματθαῖος εἶπε ποιός ἔκαμε τό θαῦμα καί προχώρησε σέ ἄλλο θέμα, γιά νά μή κουράζεις ἐσύ τόν κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου καί νά τόν ἐνοχλεῖς μέ τίς ἐρωτήσεις σου... ᾿Αγνοοῦμε πῶς ὁ ἄπειρος χώρεσε μέσα στή μήτρα, πῶς ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ἔμεινε ἔμβρυο μέσα στήν κοιλιά τῆς γυναίκας, πῶς γέννησε ἡ Παρθένος καί παρέμεινε παρθένος. Πές μου, πῶς ἔπλασε τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖνο τό ναό; Τό ὅτι γεννήθηκε ἀπό τό σῶμα τῆς Παρθένου, τό ἔκαμε βέβαια γνωστό μέ τά ἑξῆς λόγια· “Τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν”. Καί ὁ Παῦλος εἶπε· “Γενόμενος ἐκ γυναικός”. Εἶναι φανερό ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπό τό δικό μας φύραμα, ἀπό τή μήτρα τῆς Παρθένου. Δέν εἶναι ὅμως καθόλου φανερό τό πῶς».
 
1,19. ᾿Ιωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν.
   ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἦταν ἄνθρωπος δίκαιος δηλαδή ἐνάρετος καί ἄμεμπτος, ὅπως ὁ Νῶε, ὁ ᾿Ιώβ, οἱ γονεῖς τοῦ Προδρόμου (βλ. Γέ 6,9. ᾿Ιβ 1,1· Λκ 1,6). ῾Η εὐγένεια, ἡ λεπτότητα καί ἡ ὑπομονή τοῦ ᾿Ιωσήφ φαίνονται στή στάση του ἀπέναντι στήν Παρθένο, ὅταν ἀντιλήφθηκε τήν ἐγκυμοσύνη της καί ὅταν προστατεύει τόν Κύριο. ῾Ο Θεός τόν διάλεξε νά γίνει μνηστήρας τῆς Παρθένου, ἐπειδή ἦταν δίκαιος.
   ῾Ο ᾿Ιωσήφ ὑποπτεύεται μοιχεία, καί ὅμως μέ πραότητα καί ἀνεξικακία ὑπομένει τό ὄνειδος καί σκέφτεται· ᾿Εάν παραδώσει τήν Παρθένο στά κριτήρια, θά γίνει παράδειγμα ἀτιμίας καί τιμωρίας, ἡ ποινή της θά ἦταν ὁ θάνατος (βλ. Δε 22,21). Δέν μπορεῖ ὅμως καί νά τήν κρατήσει· ἡ ὑπακοή του στό νόμο τοῦ Θεοῦ τόν ἀναγκάζει νά τήν χωρίσει ὡς μοιχαλίδα. ᾿Εάν τήν ἔδιωχνε φανερά, αὐτό θά ἦταν ἀρκετό γιά τήν κατάκρισή της. Γι᾿ αὐτό θέλησε λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν, νά τήν ἀποπέμψει κρυφά συμβιβάζοντας ἔτσι τήν αὐστηρότητα τοῦ νόμου μέ τή συμπάθεια στή μνηστή του.
  ῾Ο Μωσαϊκός νόμος ἔλεγε ὅτι, ἄν βρεθεῖ μιά ἀνύπανδρη κοπέλα ἔγκυος ἤ μιά ἀρραβωνιασμένη πού δέν ἔχει τό παιδί ἀπό τόν ἀρραβωνιαστικό της, νά τήν παραδίδουν στό κοινοτικό συμβούλιο καί νά τή λιθοβολοῦν ἔξω ἀπό τό χωριό, μπροστά σ᾿ ὅλο τόν κόσμο, γιά νά γίνει παράδειγμα. ῾Ο ᾿Ιωσήφ εἶδε τή μνηστή του ἔγκυο, καί μή ξέροντας ὅτι εἶναι ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, στενοχωρήθηκε, ἀλλά ἦταν σπλαχνικός καί δέν θέλησε αὐτήν παραδειγματίσαι, νά τῆς ἐπιβάλει τίς κυρώσεις τοῦ νόμου, νά τήν παραδώσει γιά λιθοβολισμό. ᾿Αρκέστηκε μόνο στό νά τή διώξει κρυφά, ὥστε κι αὐτός νά ἀπαλλαγεῖ καί αὐτή νά ζήσει. «῾Ο ᾿Ιωσήφ παραιτήθηκε ὄχι μόνο ἀπό τή βαρύτερη, τή νομική ποινή, ἀλλά καί ἀπό τήν ἐλαφρότερη, τό δημόσιο ἐξευτελισμό. Βλέπεις πόσο συγκαταβατικός ἦταν αὐτός ὁ ἄνθρωπος; ῎Οχι μόνο δέν τήν τιμώρησε, ἀλλά καί δέν τό ἀνακοίνωσε σέ κανένα, οὔτε σ᾿ αὐτή πού ἦταν ὕποπτη, ἀλλά τό σκεπτόταν μόνος του καί φρόντιζε νά ἀποκρύψει τήν κατηγορία ἀκόμη καί ἀπό τήν Παρθένο», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
 
1,20. Ταῦτα δέ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· ᾿Ιωσήφ υἱός Δαυΐδ, μή φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκα σου· τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου.
   ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος δίνει ἀπαντήσεις στά εὔλογα ἐρωτήματα· Γιατί ὁ ἄγγελος δέν πληροφόρησε τόν ᾿Ιωσήφ προτοῦ νά ὑποψιασθεῖ καί νά στενοχωρηθεῖ; Γιά νά μή δυσπιστήσει καί πάθει ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ζαχαρίας. ῏Ηταν εὔκολο νά πιστέψει ἀφ᾿ ὅτου ἔγινε τό πράγμα φανερό, δέν ἦταν ὅμως τό ἴδιο εὔκολο νά παραδεχθεῖ τήν πληροφορία, πρίν ἀρχίσει νά φαίνεται ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Γι᾿ αὐτό ὁ ἄγγελος δέν τό εἶπε ἀπό τήν πρώτη στιγμή, γι᾿ αὐτό καί ἡ Παρθένος τό ἀποσιώπησε. Νόμιζε ὅτι δέν θά γινόταν πιστευτή ἀπό τόν μνηστήρα της ἄν τοῦ ἀνακοίνωνε ἕνα τόσο παράξενο πράγμα, ἀλλά θά τόν ἐξαγρίωνε πιό πολύ, διότι θά νόμιζε ὅτι προσπαθεῖ νά συγκαλύψει τήν ἁμαρτία της. ᾿Αφοῦ καί αὐτή ἡ ἴδια πού προοριζόταν γιά τή θεία ἀποστολή, ταράχθηκε καί εἶπε· «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» (Λκ 1,34), πολύ περισσότερο θά δυσπιστοῦσε ἐκεῖνος, ἀφοῦ μάλιστα θά τό μάθαινε ἀπό γυναίκα ὕποπτη.
   ῞Οταν ὁ ᾿Ιωσήφ κατέληξε σ᾿ αὐτές τίς σκέψεις τοῦ ἐμφανίστηκε στόν ὕπνο του ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ. ῾Ο Ματθαῖος ἀναφέρει καί ἄλλα ὄνειρα πού εἶδε ὁ ᾿Ιωσήφ (βλ. 2,13· 2,19· 2,22), καθώς ἐπίσης καί τό ὄνειρο τῶν Μάγων (2,12) καί τῆς συζύγου τοῦ Πιλάτου (27,19). Μέ τή μετοχή λέγων δείχνει ὅτι ἀναφέρει μέ ἀκρίβεια τά λόγια τοῦ ἀγγέλου ὁ ὁποῖος τόν προσφωνεῖ ᾿Ιωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ. Τοῦ ὑπενθυμίζει τήν καταγωγή του ἀπό τή γενιά τοῦ Δαυΐδ, γιά νά θυμηθεῖ τίς προφητεῖες πού ἔλεγαν ὅτι ἀπό τόν Δαυΐδ θά προέλθει ὁ Χριστός. ῾Ο ἄγγελος γιά νά γίνει πιστευτός ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ, τοῦ φανερώνει τή σκέψη, τούς φόβους, τήν ταραχή καί τήν ἀνησυχία του, τοῦ προλέγει στή συνέχεια ὅτι τό παιδί θά εἶναι ἀγόρι καί τοῦ ἀναφέρει τήν προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα γιά τή γέννηση τοῦ ᾿Εμμανουήλ ἀπό τήν Παρθένο. Τοῦ δείχνει μέ ὅλα αὐτά, ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ.
   Δέν ἐπιπλήτει τόν ᾿Ιωσήφ ἀλλά τοῦ μιλάει μέ ἤπιο τρόπο· ῾Η φράση μή φοβηθῇς, φανερώνει ὅτι ὁ ᾿Ιωσήφ φοβόταν μήπως δυσαρεστήσει τόν Θεό, συγκατοικώντας μέ μοιχαλίδα. ῎Αν δέν ὑπῆρχε αὐτός ὁ φόβος, δέν θά σκεφτόταν νά τήν ἀποπέμψει. Τοῦ συνιστᾶ ἐπίσης νά τήν κρατήσει στό σπίτι του· παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκά σου, διότι τοῦ τήν παραδίδει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὄχι γιά γάμο ἀλλά γιά νά συγκατοικεῖ. ῞Οπως καί ὁ Χριστός τήν παρέδωσε ἀργότερα στόν ᾿Ιωάννη, ἔτσι τήν παραδίδει τώρα στόν ᾿Ιωσήφ. Γυναίκα ὀνομάζει ἐδῶ τή μνηστή. «᾿Επίτηδες δέ ὀνομάζει αὐτήν γυναῖκα αὐτοῦ, ἵνα πληροφορήσῃ αὐτόν ὅτι καθαρά ἐστι καί ἀμίαντος», τονίζει ὁ Θεοφύλακτος. ῎Επειτα ὁ ἄγγελος μίλησε ἔμμεσα γιά τό ζήτημα καί δέν ἔκανε λόγο γιά τήν καχυποψία του. ῎Ετσι μέ τρόπο εὐγενικό καί διακριτικό ἀπάλλαξε τήν Παρθένο ἀπό τήν κατηγορία ὅτι ἡ ἐγκυμοσύνη της εἶναι μεμπτή. ῎Εδειξε ἐπίσης ὅτι, γιά τό λόγο πού φοβόταν καί ἤθελε νά τήν ἀποπέμψει, γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἔπρεπε νά τήν πάρει καί νά τήν κρατήσει στό σπίτι του. ῎Ετσι διέλυσε τελείως τήν ἀγωνία τοῦ ᾿Ιωσήφ, ἀφοῦ τόν βεβαίωσε ὅτι ὄχι μόνο δέν εἶναι ἔνοχη γιά παράνομη συνεύρεση, ἀλλά ἔμεινε ἔγκυος μέ ὑπερφυσικό τρόπο. ῾Ο ᾿Ιωσήφ θά πρέπει ὄχι μόνο νά διώξει τό φόβο, ἀλλά καί νά αἰσθάνεται μεγάλη χαρά, διότι τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι τά λόγια αὐτά εἶναι παράδοξα, βρίσκονταν πέρα ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική καί πάνω ἀπό τούς φυσικούς νόμους. Πῶς θά τά πιστεύσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος τά ἀκούει γιά πρώτη φορά; ᾿Από ὅσα τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ ἄγγελος. Γι᾿ αὐτό τοῦ εἶπε ὅσα φοβήθηκε καί ὅσα σκέφθηκε, ὥστε νά βεβαιωθεῖ γιά τό ὅλο ζήτημα.
 
1,21. τέξεται δέ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.
   Δέν εἶπε στόν ᾿Ιωσήφ, θά σοῦ γεννήσει, ἀλλά γενικά τέξεται θά γεννήσει υἱόν, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Διότι δέν θά γεννοῦσε τό παιδί γιά τόν ᾿Ιωσήφ σάν γυναίκα του, ἀλλά γιά ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. ῾Ο ἄγγελος ἔφερε καί τό ὄνομα καί ἔδειξε καί μ᾿ αὐτό, ὅτι ἡ ἐγκυμοσύνη ὀφείλεται σέ θαῦμα. ᾿Ακόμη θέλει νά πεῖ στόν ᾿Ιωσήφ ὅτι θά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του ὡς οἰκογενειάρχης, ἄν καί δέν συνέβαλε καθόλου στή γέννηση. Τοῦ δίνει τό δικαίωμα πού ἀνήκει στόν πατέρα νά δώσει τό ὄνομα στό νεογέννητο. Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν, ἄν καί δέν εἶναι παιδί σου, ἐσύ θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα. Θά ἐνεργεῖς σάν πατέρας του.
   Τό ὄνομα ᾿Ιησοῦς εἶναι ἑβραϊκό (Γεσουάχ) καί σημαίνει «ὁ Γιαχβέ σώζει». Τό ἔχουν καί πολλοί ἄλλοι ᾿Ισραηλίτες, ἀναφέρονται τέσσερα πρόσωπα μέ αὐτό τό ὄνομα στήν Π. Διαθήκη (βλ. ᾿Ιη Ν. 1,1· Β´ ῎Εσ. 3,2· 10,18· Νε 12,8). ῾Ωστόσο, στήν περίπτωση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἄγγελος αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. Αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι ὁ Γιαχβέ, ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ἴσος καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα Θεό καί γεννιέται γιά νά σώσει τόν κόσμο. ῾Ο ἀπ. Παῦλος λέει ὅτι «ὁ Θεός ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα» (Φι 2,9). «Καί τό ὄνομα ἀκόμα δέν ἦταν κάτι τό ἀσήμαντο, ἀλλά θησαυροφυλάκιο ἀπείρων ἀγαθῶν. ῾Ο ἄγγελος τό ἑρμηνεύει καί δημιουργεῖ ἀγαθές ἐλπίδες», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
   Τό ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ ἔγινε ἡ χαρά τῶν πονεμένων, τό στήριγμα τῶν ἀδυνάτων, τό καταφύγιο τῶν ἀδικημένων, ἡ εἰρήνη τῶν ταραγμένων, τό φῶς τῶν τυφλῶν, ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Στό ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπέθεσαν οἱ θνητοί τίς ἐλπίδες τους, ὅπως προφήτευσε ὁ ᾿Ησαΐας· «Τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι» (᾿Ησ 11,10· 42,4). Εἶναι τό ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ τό ὅπλο τῶν πιστῶν ἐναντίον τῶν δαιμόνων. «᾿Ονόματι ᾿Ιησοῦ μάστιζε πολεμίους», συνιστᾶ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος. ῾Ο ἀείμνηστος π. Κωνσταντῖνος Καλλίνικος γράφει· «Εἶναι δηλαδή ὄνομα δηλοῦν τήν ἀπό τῆς ἁμαρτίας σωτηρίαν· ὄνομα πλῆρες δυνάμεως καί μεγαλοπρεπείας· ὄνομα, τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα εἰς τό ἄκουσμα τοῦ ὁποίου πᾶν γόνυ κάμπτει ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων· ὄνομα, δι οὗ παράλυτοι ἐγείρονται ἐν ᾿Ιεροσολύμοις ὑπό τοῦ Πέτρου καί δαίμονες ἐλαύνονται ἐν Φιλίπποις ὑπό τοῦ Παύλου». Μέ τό ὄνομα αὐτό συστήθηκε στόν Σαῦλο ὅταν αὐτός τόν ρώτησε στό δρόμο πρός τή Δαμασκό «τίς εἶ, Κύριε; ὁ δέ Κύριος εἶπεν· ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς, ὅν σύ διώκεις» (Πρξ 9,5). Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ᾿Εκκλησίας καί τῶν μαθητῶν (βλ. Μρ 16,17-18) , εἶναι τό μόνο πού σώζει (Πρξ 4,12). Τό ὄνομά του δοξάζουμε ἤ βλασφημοῦμε μέ τή ζωή μας. Μέ αὐτό ἀρχίζουμε καί σφραγίζουμε τή προσευχή μας.
   «Μέ τά λόγια, αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν, ὑποδηλώνεται τό θαῦμα. ῾Υπόσχεται ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες. Αὐτό κανένας δέν τό κατόρθωσε ποτέ προηγουμένως. ᾿Αλλά γιατί, εἶπε τόν λαόν αὐτοῦ καί δέν εἶπε ὅλους τούς λαούς; Γιά νά μή κάνει διστακτικό τόν ἀκροατή του ἐκείνη τή στιγμή. ᾿Αλλά γιά τόν συνετό ἀκροατή ἦταν φανερό ὅτι ἀναφερόταν σέ ὅλους τούς λαούς. Λαός του δέν εἶναι μόνον οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι πιστεύουν καί δέχονται τή διδασκαλία του», βεβαιώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῎Αν ὁ ᾿Ιησοῦς ρύθμιζε μόνο τήν ἐπίγεια ζωή μας, θά ἦταν ἕνας ἁπλός κοινωνικός μεταρρυθμιστής, παιδαγωγός καί φιλόσοφος. ῾Ο ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ μοναδικός σωτήρας. Κατέβηκε στή γῆ καί γεννιέται στίς καρδιές μας γιά νά μᾶς σώσει. ῾Η γέννησή του δέν θά πρέπει νά μένει μόνο ἕνα σημαντικό ἱστορικό γεγονός ἤ μιά συγκινητική γιορτή τῆς ᾿Εκκλησίας, πρέπει νά συντελεῖται μέσα στόν ἄνθρωπο, νά ἀλλάζει τήν καρδιά του, νά φέρνει τή σωτηρία, τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά πάθη, τήν ἄφεση καί τή συγχώρεση (βλ. Λκ 1,77). Νά γίνεται δηλαδή ἡ ἀληθινή ἱστορία καί ἡ καθημερινή γιορτή τοῦ κάθε πιστοῦ.
 
1,22. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος.
    ᾿Αφοῦ ὁ ἄγγελος ἐνίσχυσε τήν πίστη τοῦ ᾿Ιωσήφ μέ ὅσα τοῦ εἶπε, ἀναφέρει καί τόν προφήτη στήν κατάλληλη στιγμή νά τά ἐπικυρώσει, λέει ὁ Χρυσόστομος καί συνεχίζει· Δέν πρέπει νά νομίσεις ὅτι αὐτό ἀποφασίσθηκε τώρα, ἔχει σχεδιασθεῖ ἀπό πολύ παλιά. ῾Ο ἄγγελος παραπέμπει τόν ᾿Ιωσήφ στόν ᾿Ησαΐα, ὥστε καί ἄν δυσπιστήσει στά δικά του λόγια, νά θυμηθεῖ τά λόγια τοῦ προφήτη πού τά ἄκουγε σ᾿ ὅλη του τή ζωή, ἀφοῦ ἦταν εὐσεβής καί μελετοῦσε τούς προφῆτες. Δέν ἀρκεῖται στόν προφήτη ἀλλά ἀναφέρει ὡς πηγή τῆς προφητείας τόν Θεό, διότι τά λόγια δέν εἶναι τοῦ ᾿Ησαΐα ἀλλά τοῦ Κυρίου. Μόνο τό στόμα ἦταν τοῦ ᾿Ησαΐα, ἡ πηγή τῆς προφητείας ἦταν ὁ οὐρανός.
 
1,23. ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός.
   Προηγουμένως εἶπε· «Μαριάμ τήν γυναῖκά σου» (στ. 20), τώρα λέει ἡ παρθένος. ῾Ο ᾿Ιωσήφ δέν ἄκουγε κάτι τό παράξενο, διότι τό συγκεκριμένο χωρίο τό εἶχε μελετήσει στόν ᾿Ησαΐα. ῾Η παρθένος, πού ἀνέφερε ἡ προφητεία δέν εἶναι πιά ἄγνωστη, ἀλλά εἶναι ἡ Μαρία ἡ μνηστή του ἀπό τήν ὁποία ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση.
   ᾿Εμμανουήλ· ῾Εβραϊκό ὄνομα, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. Σημαίνει «ὁ Θεός εἶναι μαζί μας». Δηλώνει τήν παρουσία καί τήν παραμονή τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Δέν ὀνομάσθηκε ἔτσι ὁ ᾿Ιησοῦς, ἀλλ᾿ ἔτσι εἶπε γι᾿ αὐτόν ὁ κόσμος, ὅταν τόν εἶδε. Οἱ ἄνθρωποι μέ πολύ αἰσθητό τρόπο, θά δοῦν τόν Θεό δίπλα τους, διότι ὁ Δημιουργός τοῦ παντός ἔκρυψε ὅλο τό θεῖο μεγαλεῖο καί τή δόξα του, φόρεσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἦρθε νά μείνει μαζί τους (βλ. ᾿Ιω 1,14). ᾿Ανερμήνευτη ἡ ἁπλότητα, ἡ ταπείνωση, ἡ θεία συγκατάβασή του!
 
1,24-25. Διεγερθείς δέ ὁ ᾿Ιωσήφ ἀπό τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καί παρέλαβε τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν.
    ῾Ο ᾿Ιωσήφ πίστευσε στίς πληροφορίες πού τοῦ δόθηκαν καί ἔκανε ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου. Μέ εὐλάβεια παρέλαβε τήν ἁγία Παρθένο καί τήν ὑπηρετοῦσε ὡς μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. ῾Ο Ζιγαβηνός γιά τήν πρόθυμη ὑπακοή τοῦ ᾿Ιωσήφ, λέγει· «῾Ο φανείς ἄγγελος ἀνεκάλυψεν αὐτῷ τό τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐνθύμημα. Συνῆκε γάρ ὅτι ὄντως παρά Θεοῦ ἧκεν ὁ φανείς. Μόνος γάρ ὁ Θεός οἶδε τά τῶν καρδιῶν ἐνθυμήματα». ῾Ο εὐαγγελιστής λέει ὅτι ὁ Χριστός δέν γεννήθηκε ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ ἀλλά ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, μόνο μέ μητέρα, κι ὅτι ἡ μητέρα του, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς, ἦταν παρθένος ἁγνή. Αὐτό ὅμως τό ἕως οὗ δέν σημαίνει ὅτι μετά τή γέννηση δέν ἦταν παρθένος. «Χρησιμοποίησε ἐδῶ τή λέξη ἕως ὄχι γιά νά νομίσεις ὅτι εἶχε συζυγικές σχέσεις μαζί της ἀργότερα, ἀλλά γιά νά σέ βεβαιώσει ὅτι ἡ Παρθένος ἐξάπαντος δέν ἦλθε σέ ἐπαφή μαζί του πρίν ἀπό τή γέννηση», λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Η Γραφή λέει, ὅτι ὁ κόρακας τοῦ Νῶε δέν ἐπέστρεψε στήν κιβωτό ἕως ὅτου ξηράθηκαν τά νερά ἤ ὅτι ἡ γυναίκα τοῦ Δαυΐδ Μελχόλ δέν γέννησε παιδί ἕως ὅτου πέθανε. Οὔτε ὁ κόρακας γύρισε ποτέ, οὔτε ἡ Μελχόλ γέννησε μετά τό θάνατό της. ῾Η παρθενία τῆς Μαρίας δέν ἔπαψε νά ὑπάρχει καί μετά τή γέννηση τοῦ ᾿Ιησοῦ.
   Τό ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς λέγεται πρωτότοκος υἱός τῆς Μαρίας δέν σημαίνει ὅτι ἡ Μαρία ἔκανε καί ἄλλα παιδιά. Πρωτότοκον εἶναι κάθε τι πού γεννιέται πρώτη φορά ἀπό τή μάνα χωρίς νά ἐνδιαφέρει ἄν ἡ μάνα ἐκείνη γέννησε ἔπειτα καί ἄλλα ἤ ὄχι. ῞Ολα τά πρωτότοκα τῶν ῾Εβραίων, παιδιά ἤ ζῶα, ἦταν ἀφιερωμένα στόν Θεό. ῾Ο ᾿Ιωσήφ δέν ἔκανε ποτέ τή Μαρία φυσική γυναίκα του. ᾿Ενῶ πρίν νά γεννήσει τόν Χριστό, πού εἶναι βέβαιο ὅτι ἦταν παρθένος, ὀνομάζεται συμβατικά «ἄνδρας της», μετά τή γέννηση ποτέ δέν ὀνομάζεται ἄνδρας της οὔτε ἡ Μαρία γυναίκα τοῦ ᾿Ιωσήφ. Γι᾿ αὐτό λέει· «᾿Ιωσήφ, σήκω καί πάρε τό παιδίον καί τή μητέρα αὐτοῦ». Δέν λέει «τό παιδί σου καί τή γυναίκα σου», ἀλλά τό παιδί καί τή μητέρα του. ᾿Από ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ παρθένος Μαρία ἔμεινε παντοτινά παρθένος. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός γιά αὐτούς πού φλυαροῦν καί ἰσχυρίζονται ὅτι μετά τόν τόκο ἡ Παρθένος γέννησε καί ἄλλα παιδιά μέ τόν ᾿Ιωσήφ, λέγει ὅτι «οὐ σωφρονοῦντος λογισμοῦ τά τοιαῦτα» (Βλ. Σ. Σάκκου, ῾Η ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 185-199).
   Καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἐκτέλεσε τήν παραγγελία τοῦ ἀγγέλου καί ὀνόμασε τό παιδί ᾿Ιησοῦ ἀναγνωρίζοντάς το δημόσια ὡς μέλος τῆς οἰκογενείας του. Τήν ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος ᾿Ιησοῦς τήν ἔδωσε ὁ ἄγγελος στόν ᾿Ιωσήφ. Εἶναι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου πού δίνει τή σωτηρία μέ τήν ἐνανθρώπησή του, τή διδασκαλία καί τή θυσία του. «᾿Επεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ σωτήρ ἡμῶν». ῾Ο ἀπρόσιτος Θεός ἔγινε προσιτός ἄνθρωπος καί ἐγκαινιάζει μιά ἄμεση ἐπαφή μαζί μας, γιά νά συνδεθοῦμε καί πάλι μαζί του.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)