Κυριακή πρωί στή γενέτειρα πόλη μου κάμποσα χρόνια πρίν, τριήμερο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μόλις ἔχει τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία. Βγαίνοντας στήν πόρτα τοῦ ναοῦ συναντῶ ἕναν παλιό μου γείτονα, ἕναν ἡλικιωμένο καλοστεκούμενο κύριο πάνω ἀπό ὀγδόντα χρονῶν.
Μεγαλοεργολάβος οἰκοδομῶν, τετράγωνο μυαλό, στιβαρός, μέ ἐπίγνωση τῆς ἀξίας του, αὐτοδημιούργητος. Τίς δεκαετίες ᾽70, ᾽80 τό ὄνομά του ἦταν ἀπ᾽ τά πιό πετυχημένα καί ἐπιφανῆ, ὄχι μόνον στόν συγκεκριμένο χῶρο τῆς δουλειᾶς του ἀλλά καί εὐρύτερα κοινωνικά. Τό σπίτι του ξεχώριζε στή γειτονιά μας ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἄλλα χαμόσπιτα καί φάνταζε στά παιδικά μας μάτια σάν μέγαρο.
- Καλημέρα σας, κύριε Γιῶργο, τοῦ λέω. Χρόνια πολλά, χαίρομαι πολύ πού σᾶς βλέπω.
- Κι ἐγώ, μοῦ ἀπαντάει. Τί κάνεις; Ἔχω πολύν καιρό νά σέ δῶ.
Καί ξεκινήσαμε νά περπατᾶμε μαζί γιά τά σπίτια μας, πού εἶναι πολύ κοντά μεταξύ τους, αὐτός γιά τό δικό του κι ἐγώ γιά τό πατρικό μου. Ὅλο τό περπάτημα κι ἡ συζήτηση ἦταν δέν ἦταν δέκα λεπτά μαζί μέ τίς στάσεις, τίς παύσεις, τίς σιωπές.
Ἄρχισα τήν κουβέντα μέ μιά συστολή γνωρίζοντας τό ἐκτόπισμα τοῦ ἀνθρώπου πού εἶχα δίπλα μου. Οἱ ἀπαντήσεις του ἔπεσαν κοφτές, ξεκάθαρες, στέρεες κι ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς θυμᾶμαι τή συζήτηση αὐτολεξεί.
- Ἐκκλησιάζεστε συχνά, κύριε Γιῶργο; τόν ρώτησα.
- Πάντοτε, μοῦ λέει. Κάθε Κυριακή.
- Καί πῶς ἔγινε αὐτό; Σᾶς μίλησε κάποιος, σᾶς ἐπηρέασε κάποιος;
- Μόνος μου. Μίλησα μέ τόν ἑαυτό μου, σκέφτηκα μόνος μου. Κόντευα νά διαλύσω τή ζωή μου.
- Ἐξομολογηθήκατε κιόλας, καμιά φορά;
- Ὄχι μία, πολλές φορές.
- Ποιός πνευματικός εἶναι κατά τή γνώμη σας καλός;
- Ὅλοι εἶναι καλοί. Ἀπό σένα ἐξαρτᾶται.
- Πάντως, τοῦ λέω, νά ξέρετε ὅτι γιά ὅλα ἐμᾶς, τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς τότε ἤσασταν ἕνας μύθος, ἡ ζωή σας, τό σπίτι σας...
- Ἄκου, μοῦ λέει. Δέν ἔχουν σημασία τά σπίτια. Ἄν ἤθελα, μποροῦσα νά ἔχω τή μισή πόλη δική μου. Σημασία ἔχει νά κάνεις τό καλό. Κάνε τό καλό, ἀλλά χωρίς νά τό λές. Ἅμα τό λές, καλύτερα νά μήν τό κάνεις.
- Οἱ δικοί σας τί λένε γιά ὅλα αὐτά πού ζεῖτε τώρα;
- Λέω στήν οἰκογένεια νά ᾽ρθοῦν στήν ἐκκλησία. Δέν ἔρχεται κανένας.
Εἴχαμε φτάσει πιά στά σπίτια μας, χαιρετηθήκαμε.
Δέν ἔφυγε ἀπό τότε ἀπ᾽ τό μυαλό μου. Ἦταν ζωντανή ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού δυσκόλεψε τόσο τόν Νικόδημο: Πῶς εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος «γέρων ὢν» νά ξαναγεννηθεῖ; Μπορεῖ νά μπεῖ δεύτερη φορά στήν κοιλιά τῆς μάνας του καί νά γεννηθεῖ πάλι;
Ναί, ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος. Τό Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς μέ τή βίαια πνοή του μπορεῖ νά γκρεμίσει καί νά ξαναχτίσει ἀνθρώπινες ζωές.
Τόν σεισμό πού ἔγινε στήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου δέν τόν ἔμαθε κανείς, δέν τόν ὑποψιάστηκε κανείς. Ἔβλεπαν ὅλοι ἕναν ἄνθρωπο πού ἁπλῶς ἄρχισε νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία, μᾶλλον ἐθιμοτυπικά. Καί στό κάτω-κάτω συνταξιοῦχος ἦταν, πῶς θά περνοῦσε τήν ὥρα του;
Ὁ ἀέρας ὅπου θέλει φυσάει, ἐξήγησε ὁ Κύριος στόν Νικόδημο. Ἀκοῦμε τή βοή του, ἀλλά δέν ξέρουμε ἀπό ποῦ ἔρχεται καί ποῦ πηγαίνει. Ἔτσι γίνεται καί μέ καθέναν πού γεννιέται ξανά ἐκ τοῦ Πνεύματος.
Πρίν δύο χρόνια ἔμαθα ὅτι ἐκοιμήθη μετά ἀπό μακρά ἀσθένεια κατάκοιτος στό σπίτι του.
Γιά τό ὅτι δέν κατάλαβε κανένας τίποτα φάνηκε κι ἀπό κάποια μικρόψυχα σχόλια πού ἀκολούθησαν τήν εἴδηση τοῦ θανάτου του: «Γιατί, νόμιζε ὅτι αὐτός, ἐπειδής ἦταν ἐργολάβος, δέν θά πέθαινε κιόλας;». Σχόλια πού ἔδειχναν τό μόνιμο σύμπλεγμα πού εἶχε ἐκεῖνος ὁ μικρόκοσμος τῆς γειτονιᾶς ἀπέναντι σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο πού μᾶς ξεπερνοῦσε τόσο.
Πέρυσι τό Πάσχα, στό πατρικό μου πάλι, ἄκουσα ψαλμωδίες στό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ του.
- Ποιός ψέλνει; ρώτησα τή μητέρα μου.
- Ἄ, εἶναι ἡ μεγάλη ἐγγονή τοῦ ἐργολάβου.
- Ναί; Πῶς κι ἔτσι; ξαναρωτῶ.
- Δέν ξέρω, ψέλνει συχνά. Δέν ξέρω πῶς ἄρχισε.
Ἐγώ ὅμως ἤξερα. Πραγματικά σάν τόν ἄνεμο.
Ζ.Γ.