Ἡ καρδιά πού χτυποῦσε γιά τήν Ἑλλάδα
Βρισκόμαστε λίγους μῆνες πρίν τούς ἑορτασμούς τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τήν ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Καί εἴμαστε δυστυχῶς ὑποχρεωμένοι νά ὑπερασπίζουμε τήν ἐθνική μας ταυτότητα ἀπό ἐκείνους πού ἔπρεπε νά προεξάρχουν σέ αὐτόν τόν ἀγώνα, δηλαδή τήν ἁρμόδια Ἐπιτροπή ἑορτασμοῦ. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀτόπων, ἐκπρόσωποί της χαρακτήρισαν καί τόν Καποδίστρια ὡς δικτάτορα. Πόνο βαθύ προκαλεῖ ἡ εἰκόνα ἑνός κράτους πού ἀρνεῖται νά διαφυλάξει τήν κληρονομιά του καί ἐπιτίθεται στούς ἥρωες καί εὐεργέτες του.
Πρῶτα πρῶτα, θεωρῶ ὅτι εἶναι ἐξαιρετικά παρακεκινδυνευμένο νά ἀναλύονται προγενέστερες περίοδοι, τόσο διαφορετικές ἀπό τή δική μας, μέ βάση σύγχρονες ἔννοιες καί ἀντιλήψεις περί δημοκρατίας καί δικαίου. Ἐξάλλου, στίς ἀπαρχές τοῦ 19ου αἰώνα, πουθενά στόν κόσμο δέν ὑπῆρχε δημοκρατία καί φιλελεύθερο καθεστώς μέ τή σύγχρονη ἔννοια.
Ἡ ἐκλογή τοῦ Καποδίστρια ὡς πρώτου Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας ἔγινε στίς 3 Ἀπριλίου 1827 ἀπό τήν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας. Στίς 9 Ἰανουαρίου 1828 ἔφθασε μέ ἀγγλικό πλοῖο στήν Αἴγινα, τήν προσωρινή πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδας, ὅπου ἔγινε δεκτός μέ ἐκδηλώσεις ἐνθουσιασμοῦ ἀπό τούς ἄρχοντες καί τόν λαό. Ὅταν ὁ Καποδίστριας ἀνέλαβε τή διοίκηση, ἡ χώρα βρισκόταν σέ κατάσταση ἀποσύνθεσης. Ἡ Ἐπανάσταση, χωρίς κρατικό μηχανισμό, κινδύνευε νά ἀποτύχει. Ὁ Ἰμπραήμ ἔλεγχε μεγάλο μέρος τῆς Πελοποννήσου καί οἱ Ὀθωμανοί κατεῖχαν ἀκόμη τή Στερεά Ἑλλάδα. Ἡ ἀποκαρδιωτική εἰκόνα πού ἀντίκρισε ἀποτυπώνεται στά λόγια του: «Ὡς ψάρι εἰς τό δίκτυ σπαράζει εἰς πολλούς κινδύνους ἀκόμη ἡ ἑλληνική ἐλευθερία. Μοῦ ἐδώσατε τούς χαλινούς τοῦ κράτους. Τίνος κράτους; Μετροῦμε εἰς τά δάκτυλά μας τήν ἐπικράτειάν μας... Ποῦ τό θησαυροφυλάκιον τοῦ ἔθνους; Ἀκούω ἐπουλήσατε καί τήν δεκατιάν τοῦ φετινοῦ ἔτους, πρίν κἄν σπαρθεῖ τό γέννημα· ὁ τόπος εἶναι χέρσος, σπάνιοι οἱ κάτοικοι, σκόρπιοι εἰς τά βουνά καί εἰς τά σπήλαια, τό δημόσιον εἶναι πλακωμένον εἰς τό χρέος, ἡ γῆ ὑποθηκευμένη εἰς τούς Ἄγγλους δανειστάς».
Τήν ἐποχή ἐκείνη, ἐπίσης, ἡ Ἑλλάδα μαστίζεται ἀπό ἐθνικό ἀλληλοσπαραγμό. Τό ἀγγλογαλλοκίνητο πολιτικό δυναμικό ἀδυνατεῖ νά φέρει τήν ὁμόνοια στή χώρα. Ὁ ἑνωτικός, ὅμως, χαρακτήρας τοῦ Καποδίστρια ἐξασφάλισε τίς βάσεις τοῦ σύγχρονου ἑλληνικοῦ κράτους. Ὁ πατριωτισμός του ἦταν ἄλλωστε ἀδιαμφισβήτητος, ὅπως καί ἡ σταθερή πίστη του στήν Ὀρθοδοξία.
Τό πολιτικό σύστημα τῆς Ἑλλάδας μετά τήν Ἐπανάσταση ἦταν καθαρά ὀλιγαρχικό, ἐνῶ τήν πρωτοκαθεδρία κατεῖχαν οἱ πολιτικοί ἀρχηγοί τῶν ξενοκίνητων κομμάτων. Βλέποντας ἀπέναντί του τίς κομματικές φατρίες, ὁ Καποδίστριας συνειδητοποίησε πώς τά Συντάγματα ἦταν πρόωρα γιά τό νεοσύστατο ἑλληνικό κράτος, τό ὁποῖο, ἄν καί εἶχε ἀπελευθερωθεῖ, δέν ἦταν ἀκόμα πολιτικά ἀνεξάρτητο.
Γιά νά θέσουμε τά πράγματα στό ἱστορικό τους πλαίσιο, οἱ ἐπαναστάτες τῶν Η.Π.Α., τῶν ὁποίων ὁ ἀπελευθερωτικός ἀγώνας προηγήθηκε λίγες δεκαετίες τοῦ δικοῦ μας, χρειάστηκαν ἕντεκα ὁλόκληρα χρόνια προκειμένου νά συντάξουν Σύνταγμα (1776-1787), ἀφοῦ μέχρι τότε προεῖχε ἡ ἀντιμετώπιση τῆς βρετανικῆς ἀπειλῆς καί ἡ ὁλοκληρωτική καί ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία τοῦ κράτους τους.
Τή στιγμή, λοιπόν, πού ἀνέλαβε τήν ἡγεσία τῆς χώρας ὁ Κυβερνήτης, ἡ ἑλληνική Ἐπανάσταση ἀκροβατοῦσε, ἐνῶ ἡ χώρα εἶχε προσφάτως ἐξέλθει ἀπό ἐμφύλιες συρράξεις, τίς ὁποῖες ὑποκίνησαν οἱ ξένες δυνάμεις καί ἐνορχήστρωσαν οἱ ἐγχώριοι ὀπαδοί τους, ὅπως οἱ Μαυροκορδάτος, Κωλέττης κ.ἄ.
Σκοπός τοῦ Κυβερνήτη ἦταν νά ἱδρύσει καί νά οἰκοδομήσει ἕνα σύγχρονο εὐρωπαϊκό κράτος. Ὑπό αὐτούς τούς ὅρους δέχθηκε νά ἀναλάβει τό βάρος τοῦ ἔργου του. Κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες ἡ Βουλή μέ ψήφισμά της τόν Ἰανουάριο τοῦ 1828 ἀνέστειλε τό Σύνταγμα τῆς Τροιζήνας, ἐνῶ ἡ ἴδια αὐτοδιαλύθηκε καί ἀντί αὐτῆς συγκροτήθηκε ἕνα Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, πού ὀνομάσθηκε συμβολικά «Πανελλήνιον», μέ 27 μέλη. Ἀποφεύγοντας τίς πολιτικές μηχανορραφίες τῶν προκρίτων καί τό καθεστώς διαφθορᾶς, ἐκβιασμοῦ καί προσωπικῶν συμφερόντων πού εἶχαν ἐγκαθιδρύσει, ὁ Καποδίστριας προχώρησε σάν τόν παλιό Σόλωνα στήν ἀνασύσταση τοῦ ἔθνους.
Τά ἐπιτεύγματά του ἦταν ἐντυπωσιακά στούς σαράντα πέντε μῆνες διακυβέρνησης: Ἐγκαθίδρυσε θεσμούς δημόσιας ἐκπαίδευσης χτίζοντας ἑκατό νέα σχολεῖα, πάταξε τήν πειρατεία, ἀναδιοργάνωσε τίς ἔνοπλες δυνάμεις σέ τακτικό στρατό, ἱδρύοντας τή σχολή Εὐελπίδων· ἐξέδωσε ἐθνικό νόμισμα, ἀφοῦ κατήργησε τό ἀπεχθές τουρκικό γρόσι καί τά ξένα νομίσματα πού κυκλοφοροῦσαν· ἵδρυσε Στατιστική Ὑπηρεσία, ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς τήν ἐπιδημία τοῦ τύφου -χωρίς νά κλείσει τούς ναούς-, στήριξε τήν ἀγροτική παραγωγή καί ἀκολούθως τήν οἰκονομία καί τή σίτιση τῶν πολιτῶν· τέλος, ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικά τή διαφθορά καί τόν μηδισμό τῶν κοτζαμπάσηδων, πού ἤθελαν νά ἀντικαταστήσουν στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα τούς ὀθωμανούς ἀξιωματούχους. Αὐτοί ἐξάλλου τόν κατηγοροῦσαν καί γιά αὐταρχισμό.
Πρίν ἀναλάβει τήν ἐξουσία, αὐτός πού ἀπό τή ἁρμόδια Ἐπιτροπή ἑορτασμοῦ τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τό 1821 χαρακτηρίζεται ὡς δικτάτορας, εἶχε ὑποθηκεύσει τήν περιουσία του στήν Κέρκυρα, γιά νά ἐξασφαλίσει στόν ἑλληνικό λαό πλούσιες προμήθειες, ὅσο τό φορτίο δυό μεγάλων ἐμπορικῶν πλοίων. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Καποδίστριας ὡς Κυβερνήτης ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τόν κρατικό μισθό, αὐτόν πού οἱ βουλευτές σήμερα τόν ἀποδέχονται μετά χαρᾶς καί τόν ἀποκαλοῦν «ἀποζημίωση». Γιατί; Μήπως τούς ζημιώνει τό ἔθνος;
Ἀποτελεῖ ὄντως ὑπόδειγμα πολιτικοῦ προσώπου, ζώντας λιτά καί χριστιανικά, μέ ἀφοσίωση στήν πατρίδα, στούς συνανθρώπους του, στήν Ἐκκλησία. Μοναδική ἀνταμοιβή του ἡ ἐμπιστοσύνη καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἔθνους. Ἀπό τίς ἱστορικές μαρτυρίες πουθενά δέν φαίνεται ὅτι κυβέρνησε τήν Ἑλλάδα δικτατορικά. Οὔτε ἅρπαξε τήν ἐξουσία μέ τή βία οὔτε ὁ λαός τόν ἀπέρριψε· ἀπεναντίας, ἀπέθεσε σέ αὐτόν τίς ἐλπίδες του γιά τήν ἀπαλλαγή του ἀπό τήν καχεξία καί τήν ὀθωμανική δουλεία. Ὑπῆρξε πράγματι «εὐφροσύνη τοῦ λαοῦ, μελαγχολία μερικῶν προκρίτων ἀριστοκρατῶν», ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱστορικός Νικόλαος Κασομούλης. Καί ἄν ὡς Κυβερνήτης ἀνέστειλε προσωρινά τό Σύνταγμα τῆς Τροιζήνας, τό ἔπραξε, διότι ἡ χώρα ἀντιμετώπιζε ἔκτακτες καταστάσεις. Ἀκόμη καί αὐτός ὁ σθεναρός του ἀντίπαλος Μέττερνιχ, πού ἔτρεφε θανάσιμο μίσος γιά τόν Κυβερνήτη, μέ τήν κατηγορία του, «ὁ Καποδίστριας μόνον τή δημοκρατία σκέφτεται», ὁμολογοῦσε τό δημοκρατικό του φρόνημα. Ἀποτελεῖ, συνεπῶς, ἱστορικό ὀλίσθημα ὁ χαρακτηρισμός ὡς «δικτατορίας» ἑνός συστήματος διακυβέρνησης πού ἔθεσε τίς βάσεις δομῆς καί ὀργάνωσης τοῦ σύγχρονου ἑλληνικοῦ κράτους. Αὐτό δήλωνε τό 1976 ὁ τότε πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας Κωνσταντῖνος Τσάτσος: «Ὁ Βενιζέλος ἔκαμε πράγματι τή Μεγάλη Ἑλλάδα. Ἀλλά τήν Ἑλλάδα τήν ἔκανε ὁ Καποδίστριας».
Βεβαίως, ἡ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια, πού συνέβη τήν Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831, καθώς προσερχόταν στόν ναό γιά νά ἐκκλησιασθεῖ, δέν ἐπέτρεψε νά δοῦμε ὑλοποιημένες τίς συνταγματικές προτάσεις του γιά τήν Ἑλλάδα. Ὡστόσο, τήν ἐφαρμογή τῶν πολιτικῶν ἰδεῶν του τή βλέπουμε στό ὁμόσπονδο ἐλβετικό κράτος, τό ὁποῖο ὁ Καποδίστριας βοήθησε νά συσταθεῖ μέ γνώμονά του τήν εἰρήνη, τή δημοκρατία καί τήν ἀδελφοσύνη. Γι’ αὐτό καί τόν τιμοῦν σχεδόν σέ κάθε καντόνι τῆς Ἐλβετίας.
Οἱ Ἐλβετοί τόν τιμοῦν δεόντως. Ἐμεῖς τί κάνουμε; Προφανῶς τόν ξαναδολοφονοῦμε!
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος - Θεολόγος