Γιατί ἡ ἔλλειψη συγχωρητικότητας εἶναι ἁμαρτία;

hand c   Ἡ ἔλλειψη συγχωρητικότητας εἶναι ἁμαρτία διότι ἀποκλείοντας τούς ἀντίθετους σέ ἐμᾶς ἤ ἀκόμα ποσοτικοποι­ών­τας τή βαρύτητα τῶν ἀπόψεών τους, ἐμποδίζουμε τόν Θεό νά χρησιμοποιήσει ὅλες τίς συνιστῶσες (ἀκόμα καί αὐτές πού πιθανόν νά ἔχουν μικρή βαρύτητα) μέ τόν δέοντα τρόπο (πού μό­νον Ἐ­κεῖ­νος γνωρίζει), οὕτως ὥστε νά δίνει τίς βέλ­τιστες λύσεις στά διάφορα προβλήματα. Ἀλλά ὅμως, κάθε φορά πού βάζουμε ἕνα ἐμπόδιο μικρό ἤ μεγάλο στήν πραγμάτωση τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ, διαπράττουμε καί μία μικρή ἤ μεγάλη ἁμαρτία.


   «…μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε…»
   Ὅταν «κρίνουμε κάποιον», σημαίνει ὅτι «ποσοτικοποιοῦμε τή βαρύτητα τῆς ἄποψής του» γιά ἕνα συγκεκριμένο πρόβλημα. Τό βασικό, λοιπόν, ἐρώτη­μα πού τίθεται εἶναι: Μπορεῖ ἕνας πεπερασμένος ἄνθρωπος νά ἐπιλύει χαοτικά προβλήματα (δηλαδή νά γνωρίζει καί νά δια­χειρίζεται ἄπειρα δεδομένα), καί ἔτσι νά προσδιορίζει τούς συντελεστές βαρύτητας τῶν διαφόρων ἀπόψεων; Ἐάν ἀ­παν­τήσουμε «ναί», τότε ὁ Κριτής μας θά μᾶς ἐλέγξει γιατί σέ ἄλ­λες περιστάσεις δέν δώσαμε τίς βέλ­τιστες λύσεις, ἀφοῦ ὑποθέτουμε ὅτι μποροῦμε νά ἐ­πιλύ­ου­με χαοτικά προβλήματα. Ἐάν ἀ­παντή­σουμε «ὄχι», τότε δεχόμαστε ὅτι μόνον ὁ ἄπειρος Θεός μπορεῖ νά ποσοτικο­ποι­εῖ τή βαρύτητα τῶν ἀπόψεων ὅλων, καί νά δίνει τίς βέλτιστες λύσεις.
   Γενικά, κρίνουμε καί κατακρίνουμε τήν ἁμαρτία, ὄχι ὅμως τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε συνείδη­ση, λογική καί τό Εὐαγγέλιό του καί ἔτσι μποροῦμε νά γνωρίζουμε τί εἶναι ἁμαρτία, τήν ὁποία καί κατακρίνουμε ἀπερίφραστα. Κανείς ὅμως δέν μᾶς ἐξ­ουσιοδότησε νά κρίνουμε τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, πού θά κριθοῦν ἀπό Ἐκεῖ­νον πού ἔχει πρόσβαση στήν ἄπειρο πληροφορία καί μπορεῖ νά τή διαχειριστεῖ.
«…ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡ­μῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν…»
   Γι᾽ αὐτό τό αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς τό βασικό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: Δεχόμαστε ὅτι ὁ πεπερα­σμέ­νος ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει λά­θη (ἐπειδή δέν ἔχει πρόσβαση στά ἄ­πει­ρα δεδομένα) καί ἔτσι μπορεῖ νά βλάπτει τόν πλησίον του; Ἐάν ἀπαντή­σουμε «ναί», τότε ὁ Κριτής μας θά μπορέσει νά παραβλέψει τά λάθη μας πού ὁδήγησαν σέ ἀδικίες ἔναντι ἄλλων. Ἐ­άν ἀπαντήσουμε «ὄχι» καί δέν παρα­βλέ­πουμε τά λάθη τῶν ἄλλων, τότε ἀ­να­γ­καστικά θά κριθοῦμε ὡς ἀλάθητοι, καί κατά συνέπεια τά δικά μας λάθη θά εἶναι ἀδικαιολόγητα.

Τά ὀφέλη μας ἀπό τή συγχωρητικότητα
   (i) Βέλτιστες λύσεις στά προβλήματα τῆς καθημερινότητας
   Υἱοθετώντας τή χριστιανική συγχωρητικότητα στήν καθημερινότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, μποροῦμε νά προσ­εγγίζουμε τίς βέλτιστες λύσεις τῶν διαφόρων προβλημάτων πού προκύπτουν. Οἱ διαφορετικές ἀπόψεις τῶν ἀντιφρονούντων μέ ἐμᾶς ἤ γενικότερα τῶν ἐ­χθρῶν μας παρέχουν τή δυνατότητα νά κάνουμε, ὅπου χρειάζεται, διορθωτικές κινήσεις. Ὅποιος ἰσχυρίζεται ὅτι δέν χρει­­άζεται διορθωτικές κινήσεις, ὑπονο­εῖ σαφῶς ὅτι γνωρίζει ἄριστα τή θεία βούληση, πού βασίζεται σέ ὁλιστική-ἀ­πειροστική ἀντίληψη, καί ἄ­ρα γνωρίζει ἐπακριβῶς τό τί ἀπαιτεῖται γιά νά ἐπιλυθεῖ ἕνα συγκεκριμένο πρόβλη­μα. Κα­τά συν­έ­πεια ὑποκαθιστᾶ τόν Θεό, καί ἄρα μπαίνει ἐμπόδιο στό ἔργο Του. Ἡ δυνατότητα γιά περαιτέρω βελτιώσεις, πού μᾶς παρέχει ἡ συν+χωρητικότητα τῶν ἐχθρῶν μας, ἐκφράζεται μέ τήν ὑ­πέρβαση πού μᾶς συμβουλεύει τό Εὐαγγέλιο μέ τή ρήση «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην». Σέ αὐτό τό ση­μεῖ­ο, ὅμως, πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι πουθενά τό Εὐαγγέλιο δέν μᾶς λέει ὅτι πρέπει νά ἀλλάξουμε καί νά γίνουμε ὅπως οἱ ἐ­χθροί μας, ἀλλά ἁπλά μᾶς διδάσκει ὅτι θά πρέπει νά τούς συν+χωροῦμε σάν συνιστῶσες (διαφορετικές ἀπό τή δική μας) τῆς βουλήσεως τοῦ ἄπειρου Θεοῦ, καί χωρίς νά ποσοτικοποιοῦμε τή βαρύτητα τῆς γνώμης κανε­νός καί, φυσικά, οὔτε τή δική μας γνώ­μη.
   (ii) Στόν δρόμο πρός τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ καί τή θέωση
   Ὅλοι ἐκφράζουμε τήν ἐπιθυμία ὅτι θέλουμε «νά πᾶμε στόν παράδεισο». Ἀλ­­­­λά ὅμως, γιά νά πραγματοποιηθεῖ αὐ­­τό, ὑπάρχει ἕνα ἀντικειμενικά δύσκο­λο βασικό ἐμπόδιο: Πῶς μπορεῖ ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος νά προσεγγίζει καί τελικά νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἄπειρο Θεό; Στήν προσέγγισή Του μᾶς βοηθᾶ μία κάποια ἐξοικείωση μέ τήν ὁλιστική-ἀπειροστική ἀντίληψη τοῦ Δημιουργοῦ. Ἡ ἐπίγεια ζωή, λοιπόν, μᾶς παρέχει πολλές εὐκαιρίες γιά μία τέτοια ἐξοι­κεί­ω­ση, ἡ ὁποία μπορεῖ νά συμβάλει στήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ (δηλα­δή μέσῳ τῶν πράξεών μας, καί ὄχι θεωρητικά), ὥστε τελικά ἴσως (ἐφόσον θά πληροῦν­ται καί ἄλλες προϋποθέσεις, ὅπως π.χ. ἡ μετάνοια, ἡ χριστιανική ἀ­γάπη κ.ἄ.) νά κατορθώσουμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θε­ό. Τά προβλήματα πού προκύπτουν ἀπό τή νομοτελειακή μοναδικότητα τοῦ κά­θε ἀνθρώπου, καί ἀ­φοροῦν στήν οἰκο­γέ­νεια (γιά προσω­πικά θέματα) ἤ στόν ἐργασιακό χῶρο (γιά βιοποριστικά θέματα) ἤ στό κράτος (γιά πολιτικά θέματα), ὅταν ἀντιμετωπίζονται μέ πνεῦμα συν+χωρητικότητας, ἀ­πο­τελοῦν πολύ κα­λές ἀσκήσεις γιά νά προσεγγίζει ὁ ἄν­θρωπος τήν ὁλιστική-ἀπειροστική ἀντίληψη πού διέπει τά πάντα, καί κατά συνέπεια μποροῦν νά τόν ὁδηγήσουν πρός τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, καί ἴσως τελικά πρός τή θέωση.
   Ἡ χριστιανική συγχωρητικότητα ἔχει ἀπαραίτητη προϋπόθεση τήν ταπεινοφροσύνη ὄχι μόνον ἀπέναντι στόν Θεό, ἀλλά ἀπέναντι καί στούς ἄλλους ἀν­θρώπους, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἀντιφρονούντων καί τῶν ἐχθρῶν μας. Ταυτόχρονα, ἀποτελεῖ μία ἀναγκαία προ­ϋπόθεση γιά τή χριστιανική ἀγάπη, δηλαδή τήν ὕψιστη πνευματική ἀρετή.

Συμπεράσματα
   Ἡ συγχωρητικότη­τα τοῦ Εὐαγγελί­ου σχε­­τί­ζεται ἄμεσα μέ τόν τρό­πο λειτουργίας τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἐ­πει­δή ἡ θεία Οἰκονομία φρόντισε νά μᾶς τοποθετήσει σέ ἕνα φυσικό περιβάλλον τό ὁποῖο διέπεται ἀπό φυσικούς νόμους τέτοιους, ὥστε νά εἶναι κατάλληλοι γιά νά ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά ἐξοικειωθοῦμε μέ τήν ὁλιστική-ἀπειροστική ἀν­τίληψή Του. Ἐ­άν ὁ φυσικός κόσμος βασιζόταν σέ κλειστά (καί ἄρα ντετερμινιστικά) συστή­ματα, οἱ σχέσεις μας μέ τούς συνανθρώπους μας θά ἦ­ταν προ-καθορισμένες, καί κατά συνέπεια ἡ συγ­χωρητικότητα τοῦ Εὐαγγελίου δέν θά εἶχε νόημα. Σέ αὐτή τήν περίπτωση δέν θά εἴχαμε εὐ­καιρίες νά ἐξοικειω­θοῦ­με μέ τήν ὁλιστική-ἀπειροστική ἀν­τίληψη τοῦ Δημι­ουργοῦ μας, καί ἄρα ἡ ἕνωσή μας μαζί Του θά ἦταν ἀδύνατη.
   Ἐπειδή εἴμαστε πεπερασμένα ὄντα, ἡ ὁλιστική-ἀπειροστική ἀντίληψη τοῦ Δημιουργοῦ, πού κυριαρχεῖ σέ ὅλο τό σύμ­παν, δέν εἶναι εὔκολα ἀντιληπτή ἀ­πό ἐμᾶς, μέ ἀποτέλεσμα ἡ συν+χω­ρη­­τικότητα ὅλων (πού συμπερι­λαμ­βά­­νει τούς ἀντιφρονοῦντες, τούς ἐ­χθρούς μας καί ὅσους μᾶς ἔβλαψαν), τήν ὁ­ποί­α μᾶς συμβουλεύει, νά θεωρεῖται πολλές φο­ρές πολύ δύσκολη ἕως ἀκατόρθω­τη ὑ­πέρβαση. Ἀλλά, ὅμως, αὐτή ἡ ὑ­πέρ­­βα- ση δέν θά πρέπει νά εἶναι τόσο δύσ­κολη στήν πραγμάτωσή της, ἐφόσον ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἡ συν+χωρητικότητα τοῦ Εὐ­αγγελίου ἔχει νομοτε­λει­ακές βάσεις, καί εἶναι ὠφέλιμο νά εἴμαστε προ­σ­αρ­μοσμένοι στή νομοτελειακή ἰσχύ της, ὅ­πως αὐτό συμβαίνει π.χ. μέ τόν γνωστό σέ ὅλους μας νόμο τῆς βαρύτητας.

Ἡ χριστιανική συγχωρητικότητα ὡς τρόπος ζωῆς
   Ὅλη ἡ καθημερι­νή μας ζωή εἶναι προ­σαρ­μοσμένη στήν πολύ γνωστή νομοτέλεια τῆς βαρύτητας πού διέπει καί καθορίζει τό κάθε βῆμα μας ἐπάνω στή γῆ. Ἐκτός ἀπό αὐτή τή νομοτέλεια, ὑ­πάρχει ἐπίσης καί ἡ νομοτέλεια τῶν ἀ­νοικτῶν φυσικῶν συστη­μάτων, πού ὅ­­­μως δέν εἶναι ἀκόμα πολύ γνωστή στό εὐρύ κοινό. Αὐτή συνεπάγεται τά χαοτικά μή-ντετερμινιστικά φαινόμενα καί τή μοναδικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ τίς διαφορετικές ἀντιλήψεις καί τά διαφορετικά ὑλικά-βιοποριστικά συμφέ­ρον­τα. Ὅπως, λοιπόν, ἔ­χουμε προσαρ­μόσει τή ζωή μας στή νομοτέλεια τῆς βαρύτητας, ἔτσι εἶναι ἐξίσου ὠ­φέλιμο νά προσαρμοστοῦμε καί στή νομοτέλεια τῶν ἀνοικτῶν φυσικῶν συστημάτων, καί ἄρα στά χαοτικά μή-ντετερμινιστικά φαι­­νό­μενα καί γεγονότα: Υἱ­ο­θετώντας τή χριστιανι­κή συγχωρητικότητα ὡς τρό­πο ζω­ῆς, μποροῦμε νά ἔχου­με τίς βέλτιστες λύσεις στά οἰκογενεια­κά, ἐ­παγ­γελματικά καί πολιτικά προβλήματα, καί ταυτόχρονα νά ἐξ­οικει­ωνόμαστε (σέ κάποιο βαθμό, ἀνάλογα μέ τήν προσπάθεια τοῦ κάθε ἀν­θρώπου) μέ τήν ὁλι­στική-ἀπειροστική ἀν­τίληψη τοῦ Θεοῦ. Ὅ­­σο μεγαλύτερη σέ πλάτος καί βάθος εἶ­ναι ἡ συν+χω­­ρητι­κότη­τά μας στίς διάφορες δραστηριότητές μας σέ ὅλα τά κοινωνικά ὑπο­σύνολα τῆς καθημερι­νῆς μας ζωῆς (οἰ­κο­γένεια, ἐργα­σια­κός χῶ­ρος, κράτος), τόσο περισσότερο προσεγ­γίζουμε αὐτή τήν ἀντίλη­ψη, καί κατά συνέπεια τόσο καλύτερα διευκολύνουμε τήν πραγ­μάτω­ση τῆς δυνατότητας πού μᾶς ἔδωσε ὁ Ἴ­διος (ὅταν μᾶς δημι­ούρ­γησε κατ’ εἰκό­να καί ὁμοίω­σή Του) νά ἑνωθοῦμε μαζί Του.

Παντ. Καραφίλογλου