«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός• γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος. Καὶ ἐγένετω οὕτως... καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν• καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλὸν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα δευτέρα (Γέ 1,6.8)».
Ὁ Οὐρανός σου, Κύριε, σύντροφός μας παντοῦ καί κάθε στιγμή. Πόσο τόν ἀγαπήσαμε! Μικρό παιδί, θυμᾶμαι, ὅταν ἀπό τό παράθυρό μου ἔβλεπα τόν οὐρανό, ἄλλοτε γαλάζιο καί φωτεινό, ἄλλοτε σκοτεινό καί ἔναστρο, τοῦ μιλοῦσα μέ παρρησία. Παρρησία πού μοῦ ἔδινε ἡ παιδική μου ἀθωότητα. Τοῦ μιλοῦσα δυνατά χωρίς νά μιλῶ. Δύναμη πού μοῦ ἔδινε ἡ ἁπλότητα μέ τήν ὁποία χαράζονταν τά λόγια σου στήν εὔπλαστη καρδιά μου. Δοξολογοῦσα, εὐχαριστοῦσα, ζητοῦσα. Κι ὁ οὐρανός μοῦ χαμογελοῦσε. Τόν ἀντίκριζα καί ἔβλεπα, θαρρεῖς, Ἐσένα. Ποιός μοῦ ἔμαθε τότε νά ζητῶ μεγάλα; Νά χαρίσω, ἔλεγα, ὅλο τό εἶναι μου σέ Ἐσένα!
Τά χρόνια περνοῦσαν καί καθώς ἡ μικρή μας γειτονιά μεταμορφωνόταν σέ πόλη, ὑψώθηκε τοῖχος πού ἔκλεισε γιά πάντα τή θέα τοῦ οὐρανοῦ ἀπό τό παράθυρό μου. Μά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει χωρίς οὐρανό; Τότε ἦταν πού μοῦ χάρισες, Κύριε, ἕναν ὑπέροχο καλοκαιρινό οὐρανό δίπλα σέ ἕνα ἀκρογιάλι. Ἐκεῖ πού τίποτε δέν ἐμπόδιζε τό βλέμμα μου ἀπό τόν οὐρανό. Τόν χαιρόμουν τίς μεγάλες καλοκαιρινές μέρες, τόν χαιρόμουν τά μαγευτικά καλοκαιριάτικα βράδια εἴτε ἔναστρο εἴτε ὄχι. Στεκόμουν πίσω ἀπό τό κάτασπρο ἐκκλησάκι κι ἔτσι ὅπως φάνταζα τόσο μικρή μπροστά στήν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, θαρρεῖς κατέβαινε ὁ θρόνος σου, Κύριε, κι ἔφτανε πλάι μου. Σοῦ μιλοῦσα ἁπλά καί δυνατά μέ τήν ἁπλότητα καί τή δύναμη τῆς νεανικῆς μου ψυχῆς.
Ἔπειτα ταξίδεψα γιά ἀλλοῦ. Μά ὁ καλοκαιρινός οὐρανός ἦταν πάντα παρών. Ἄλλοτε τόν πλησίαζα πάνω ἀπό τίς κατάφυτες κορυφές, ἄλλοτε πάνω ἀπό ἕνα πέτρινο ἐκκλησάκι. Κι ἄλλοτε πάλι μέ καλοῦσε κοντά του νά χαρῶ τή μεγαλοπρέπεια τῶν ἄστρων. Κι ἐγώ τοῦ μιλοῦσα μέ τήν πίστη καί τή δύναμη τῶν χρόνων τῆς ὡριμότητας. Προσπαθοῦσα νά ἀφουγκραστῶ πίσω ἀπό τά ἄστρα τά μυστικά του καί νά ἀκούσω τή δική σου φωνή, Κύριε. Κι ὅσο τά χρόνια περνοῦσαν καί καλοῦσες κοντά σου ἀγαπημένους μου ἀνθρώπους, ὁ οὐρανός γινόταν, θαρρεῖς, ἀκόμη πιό ποθητός κι ἀγαπημένος.
Καί κάθε φορά πού τό καλοκαίρι τελείωνε καί ὁ καλοκαιρινός οὐρανός γινόταν ἀνάμνηση, προσπαθοῦσα νά τόν κουβαλῶ μέσα μου. Ἐρχόταν ὡστόσο κάποιες στιγμές πού ὁ οὐρανός σου δέν φαινόταν πουθενά. Ὄχι, δέν ἔφταιγε τό τσιμέντο τῆς πόλης οὔτε τό στενό διαμέρισμα πού μέ χώριζε ἀπό τόν ἀγαπημένο μου οὐρανό. Ἦταν πού ἡ καρδιά εἶχε σφαλίσει τά παραθυρόφυλλα. Εἶχε ἐγκλωβιστεῖ τό βλέμμα σ’ αὐτή τή γῆ καί νόμιζε ὅτι ἔμεινε δίχως οὐρανό. Κι ἐκεῖ πού πήγαινα νά ἀπελπιστῶ, ἡ φωνή σου μέσα μου, Κύριε, ἔσπρωχνε τό βλέμμα μου ψηλά. Ἔφτανε μία χαραμάδα γιά νά ἀντικρίσω τήν ἀγαπημένη εἰκόνα, τόν ἀσπρογάλαζο οὐρανό νά τόν σχίζουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου. Καί τότε ἄρχιζα πάλι νά Σοῦ μιλῶ δειλά καί ταπεινά, ὥσπου νά ἀκούσω τή φωνή σου. Τότε κατάλαβα.
Ὁ οὐρανός εἶναι πάντα ἐκεῖ, ἕτοιμος νά μέ ἀκούσει, ἕτοιμος νά μοῦ ἀποκαλύψει τά μυστικά του. Ἀρκεῖ νά βρίσκω τή δύναμη νά σηκώνω τό βλέμμα μέσα ἀπό τό τσιμέντο καί τή σκόνη.
Καί ὅταν θά μέ καλέσεις, Κύριε, τό ταξίδι μου δέν θά μέ γεμίζει φόβο καί ἀγωνία, γιατί θά ξέρω πώς μέ περιμένει ὁ τόσο γνώριμος καί ἀγαπημένος μου οὐρανός. Τώρα ξέρω πώς δέν χάνεται ποτέ. Καί πῶς μπορεῖ νά γίνει διαφορετικά; Πῶς μπορεῖ νά ζήσει κανείς χωρίς οὐρανό;
Μαρία Κουπουρτιάδου