Λειτουργικό κήρυγμα (Λκ 10,25-37)

 kalos samareitis  Εἶναι πολύ γνωστή ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου σέ ὅλους ἀπό τά παι­­­δικά μας χρόνια. Λέγει ὁ εὐαγγε­λι­στής Λουκᾶς ὅτι ἕνας νομικός πλη­σί­ασε τόν Κύριο. Νομικός τότε λεγόταν ὁ θε­ολό­γος, διότι νόμος στό κράτος τοῦ Ἰ­σραήλ ἦταν ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Πλη­­σί­ασε τόν Κύριο γιά νά τόν παγιδεύσει, «νά τόν πειράξει», ὅπως τονίζει ὁ εὐαγ­γελιστής. Ὁ Κύριος μέ τό κήρυγμά του συνήρπαζε τόν λαό, γι᾽ αὐτό οἱ φαρι­σαῖ­οι καί οἱ νο­μικοί ἀπό φθόνο καί ζήλεια ἤθελαν νά κάνουν τόν δάσκαλο στόν Χριστό, νά τόν βάλουν στό σκαμνί καί νά τόν ἐξε­τάσουν.
   Ὁ νομικός ρωτάει: «Τί πρέπει νά κά­νω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή;». Τό πιό καυτό πρόβλημα καί ὁ μεγα­λύτερος πόθος καί ἡ ἀνησυχία τοῦ ἀν­θρώπου εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἄν τό τίκ τάκ τῆς καρδιᾶς μας τό κάναμε λέξεις, θά ἀκούγαμε νά λέγει «θέλω ζω­ή». Αὐτό θέλουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί οἱ ληστές καί οἱ ἀσκητές, καί οἱ ἅγιοι καί οἱ ἄγριοι, καί οἱ φιλάνθρωποι καί οἱ παλιάν­θρω­ποι. Καί μάλιστα αἰώνια ζωή. Διότι καί ἑκατό χρόνια νά ζήσει κανείς, ἄν σκέ­φτεται ὅτι ἀκολουθεῖ ὁ θάνα­τος, πάλι φοβᾶται. Φοβᾶται τό σβή­σιμο τῆς ὑ­πάρ­ξεώς του καί θέλει τήν αἰώνια ζωή.
   Ὁ Κύριος, ἀντί νά ἀπαντήσει στόν νομικό, τόν ρωτᾶ: «Τί εἶναι γραμμένο στόν νόμο;». «Ὁ δὲ ἀπο­κρι­θεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰ­σχύ­ος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Καί ὁ Κύριος τοῦ λέει «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ», καί τόν ἀποστομώνει. Αὐτός ὅμως ἤ­θελε νά τόν «πιάσει» καί ἀμέ­σως τοῦ λέ­γει: «Καί ποιός εἶναι ὁ πλη­σίον;». Τότε ὁ Κύριος λέγει τήν παραβολή τοῦ κα­λοῦ Σαμα­ρείτου γιά νά ἐξηγήσει ποιός εἶναι ὁ πλησίον.
   Ἕνας πληγωμένος, ἑτοιμοθάνατος ἄνθρωπος ἦταν στόν δρόμο. Περνάει ὁ ἱερεύς καί ὁ λευΐτης, δέν τοῦ δίδουν ση­μασία. Περνᾶ καί ἕνας Σαμαρείτης• αὐ­τός ὄχι μόνο δείχνει τό ἐνδιαφέρον του ἀλ­λά θυσιάζεται. Κατεβαίνει ὁ ἴδιος ἀπό τό ζῶο καί ἀνεβάζει τόν πληγω­μέ­νο. Δέν εἶχε ἐπιδέσμους. Μέ τά ροῦχα του ἴσως ἔδεσε τίς πληγές. Τό κρασί καί τό λάδι, πού εἶχε τότε κάθε ὁδοιπόρος, τό χρησιμοποίησε σάν οἰνόπνευμα καί σάν ἀλοιφή γιά τίς πληγές. Τόν πῆγε σ’ ἕνα πανδοχεῖο, ἔδωσε δύο δηνάρια, δύο με­ροκάματα, καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά ξα­να­περάσει καί θά δώσει τά ὑπόλοι­πα στόν πανδοχέα.
Ποιός, λοιπόν, εἶναι ὁ πλησίον μετά ἀπό ὅλα αὐτά; Δεῖτε τήν κακία, τόν φθόνο τοῦ νομικοῦ! Δέν λέγει ὅτι εἶναι ὁ Σα­μα­ρείτης, ἀλλά «ὁ ποιήσας τὸ ἔ­λε­ος», ἀ­νώνυμα. Δέν θέλει νά πεῖ τό ὄνο­μα Σαμαρείτης, γιατί μισοῦσαν τούς Σαμα­ρεῖ­τες• «οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σα­μα­ρεί­ταις» (Ἰω 4,9).
   Ὅμως αὐτός πού ἦλθε μέ ἀλα­ζο­νεία νά πειράξει καί νά παγιδεύσει καί νά ἐξευτελίσει τόν Κύριο μπροστά στόν λαό πού Τόν θαύμαζε καί κρεμόταν ἀπό τό στόμα του, φεύγει τώρα μέ τήν ἐντολή• «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁ­μοί­ως». Πήγαινε νά μιμηθεῖς τόν Σαμαρείτη, ἄν θέλεις νά σωθεῖς.
   Πλησίον, ἀδελφοί μου, εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος, ντόπιος, ἀλλοδαπός, φίλος, ἐχθρός, πιστός, ἄπιστος, χριστιανός, εἰδωλολάτρης. Ἡ ἀγάπη προσφέρεται σ' ὅλο τόν κόσμο. Καί αὐτό ἔκανε ὁ Χριστός• «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω 3,16). Καί «κό­σμος» εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί οἱ καλοί καί οἱ κακοί, ὅλοι εἶναι ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλο, ὡσ­τόσο, εἶναι νά τούς ἀγαποῦμε ὅλους γιά νά τούς βοηθήσουμε νά θεραπευθοῦν καί ἄλλο εἶναι ἡ ψευτοαγάπη πού διδάσκει ὁ οἰκουμενισμός, ἡ ὁποία ὄχι μόνο δέν θεραπεύει ἀλλά καί ὠθεῖ τίς ψυχές στήν ἀπώλεια.
   Λέμε ὅτι ἡ μεγάλη ἐντολή εἶναι «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Ὀνομάζεται στή Γραφή καί καινούργια ἐντολή γιατί δέν ὑπάρχει πουθενά, ὁ Χριστός τή λέγει. Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης ὅμως ὑπῆρχε καί στήν Παλαιά Διαθήκη, καί ἐπίσης κι ἄλλοι μίλησαν γιά τήν ἀγάπη. Πῶς εἶναι καινούργια ἡ ἐντολή; Εἶναι καινούργια ἡ ἐντολή, ἄν ποῦμε ὅλο τό χωρίο: «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω 13,34). Ὅπως ἐγώ σᾶς ἀγάπησα. Τότε ἡ ἀγάπη εἶναι ἀληθινή, τότε καί μόνον τότε, ὅταν ἀγαπᾶτε ὅπως ἐγώ. Πῶς ἀ­γά­πη­σα ἐγώ; Ἀπό τόν οὐρανό, «Θεός ὤν», ἦλθα στή γῆ.
   Ὁ Κύριος σέ ὅλες τίς παραβολές παίρνει διάφορα ἀνθρώπινα περιστατικά, ἀνθρώπινα δοχεῖα καί τά γεμίζει μέ τή θεία του διδασκαλία γιά νά τά προσφέρει στούς ἀνθρώπους. Σ᾽ αὐτή τήν παραβολή δίνει ὡς παράδειγμα τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Ἡ ζωή του εἶναι ἐκείνη πού ἀποτελεῖ τή βάση αὐτῆς τῆς παραβολῆς.
   Ἡ μεγάλη του ἀγάπη τόν κατέβασε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, ὅπου ὁ τραυμα­τισμένος -ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τά πάθη, ἀπό τά βέλη τοῦ διαβόλου- ὁ ἑτοιμο­θά­νατος ἤμουν ἐγώ κι ἐσύ, ἀδελφέ μου. Καί ἦλθε ὁ γλυκύτατός μας Κύριος, ὁ κατε­ξοχήν πλησίον, ὁ μοναδικός καί ἀναντικατάστατος. Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού φίλ­τατα πρόσωπα δέν μποροῦν νά μᾶς προσφέρουν καμιά βοήθεια. Εἶναι μακριά μας. Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη εἶναι κοντά μας δέν ἔχουν τόν τρόπο, τά μέσα. Ἕνας εἶναι ὁ πλησίον πού, ὅπου καί νά εἴμαστε, εἶναι κοντά μας, μᾶς ἀκολουθεῖ ὅπως τό ὀξυ­γόνο πού εἰσπνέουμε. Καί ὄχι ἁπλῶς εἶναι κοντά μας, ἀλλά καί μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει τή θεραπεία ἀπό τά τραύματα ὄχι μέ φάρμακα ἤ μέ ἄλλα μέσα. Μέ τό ἴδιο του τό αἷμα μᾶς δίνει τήν αἰώνια ζωή, μᾶς ὁδηγεῖ στή βασιλεία του.

Στ. Ν. Σάκκος
Κυριακή 15-11-2009, Φίλυρο