Ὁ μανιάτης ἀγωνιστής Ἠλίας Τσαλαφατίνος

tsalaf cΣτήν κεντρική πλατεία, στό Οἴτυλο τῆς Μάνης, ὑψώνεται ἡ προτομή ἑνός σπουδαίου ὁπλαρχηγοῦ καί πρωτερ­γά­τη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, τοῦ Ἠλία Τσαλαφατίνου. Καθώς ἀτενίζεις τήν ἀγέρωχη μορφή τοῦ ἥρωα καί τόν εὐγνωμονεῖς γιά τήν ἄφθαστη προσ­φο­ρά του, τά μάτια σου καρφώνονται στήν ἐπαινετική φράση στό κάτω μέρος τοῦ ἀγάλματος:
«Φέρτε μου διαμάντια καί ρουμπίνια νά γράψω τό ὄνομα Ἠλίας Τσαλα­φα­τί­νος».
Εἶναι παρμένη ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Σπύρου Μελᾶ «Ὁ Γέ­­ρος τοῦ Μοριᾶ». Ἐκρήγνυται ἡ γραφί­δα  τοῦ συγγραφέα, ὅταν ἀναφέρεται στήν προσ­­ωπικότητα τοῦ μεγάλου μα­χητῆ, πού συμπολέμησε μέ τόν Θεό­δω­ρο Κο­λο­κο­τρώνη.
Τό ἐπίθετο τῆς οἰκογένειας τοῦ Ἠ­λία εἶναι Κατσανός. Ἀλλ’ αὐτόν ἀπό μικρό τόν φωνάζουν μέ τό παρα­τσού­κλι Τσαλαφατίνο, ἐπειδή ἦταν χαρα­κτήρας ὁρμητικός. Στή Μάνη «τσα­λαφός» ση­μαί­νει ἀπερίσκεπτος, ἐπιπό­λαι­ος. Ὅ­ταν ὅμως μεγάλωσε, ὁ ἴδιος τό ἄλλαξε καί ὑπέγραφε ὡς Σαλα­φα­τίνος.
Ὁ γενναῖος πολέμαρχος τῆς Ἐ­θνε­γερσίας Ἠλίας Τσαλαφατίνος, ἀπό τό ὁμηρικό Οἴτυλο, ὁρκίζεται μαζί μέ τόν Ἠλία Μαυρομιχάλη νά ἐπιστρέ­ψουν στή Μάνη μόνον ἄν ἐ­λευ­θε­ρωθεῖ ἡ Ἑλ­λάδα. Ἔ­τσι, γιά νά μείνουν πιστοί στόν ὅρκο τους, ἀποφα­σί­ζουν καί οἱ δύο νά μήν κου­­ρευ­τοῦν ὥς τό ποθού­­μενο.
Ποιά μάχη ξεσπᾶ στήν Πελοπόν­νη­σο καί στή Στερεά Ἑλλάδα καί δέν εἶναι παρών ὁ Τσαλαφατίνος∙ στήν Καρύ­­ταινα, στή Συλίμνα, στό Βαλτέτσι, στήν Τρί­πολη, στά Δερ­βε­νάκια, στό Μανιά­­κι; Στή Ρούμελη προσφέρει βοήθεια στόν Ἀν­δροῦτσο. Τά Χριστούγεννα τοῦ 1822 πολεμᾶ στήν πρώτη πολιορκία τοῦ Με­σο­λογ­γί­ου καί συντρίβει τ’ ἀ­σκέ­ρια τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη καί τοῦ Κιουτα­χῆ. Ἐκεῖ τόν γνωρίζει καί τόν θαυμάζει ὁ γάλλος δη­μοσιογράφος Αὔγουστος Φάμπρ, πού ἀφιέρωσε ἀργότερα ὁλό­κληρο ἄρθρο γιά τήν πολύπλευρη δρά­ση του.
Ἀτέλειωτες οἱ συμμετοχές του στόν ἐθνικό ξεσηκωμό. Παντοῦ πρῶτος, ἀ­τρόμητος, ἐμπνέει φόβο στόν ἀντίπαλο καί λεβεντιά στούς συμπατριῶτες του. Πεισματικά ὑπερασπίζεται τά μανιάτικα πάτρια χώματα ἀπό τίς ἀπανωτές ἐπι­θέσεις τοῦ Ἰμπραήμ. Συμβάλλει στή νί­κη τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων στήν ἀ­πο­φασιστική μάχη στόν Πολυάραβο (Αὔ­γουστος 1826). Τούτη ἡ συντριπτική ἥτ­τα τοῦ Αἰγύπτιου εἰσβολέα καταστρέφει γιά πάντα τό ὄνειρό του νά καταλάβει τή Μάνη.
Ἡ Κυβέρνηση σέ ἔνδειξη εὐγνω­μο­σύνης, τό 1823, προσφέρει στόν Ἠλία 3.000 γρόσια (περίπου 1.500 φράγκα), γιά νά τά στείλει στή σύζυγό του καί στόν γιό του. Ἀρνεῖται νά τά πάρει. Ἡ ἀ­πάντηση πού δίνει ἀφήνει τόν καθένα ἐμβρόντητο, ἀλλά ἰδιαίτερα τόν ἄν­θρω­πο τῆς δικῆς μας ἐποχῆς: «Εἶμαι φτω­χός, ἀλλά τό Ἔθνος εἶναι φτω­χό­τερο. Ἡ ἀνά­παυσις, τήν ὁποίαν ἡ σύ­ζυγός μου καί ὁ υἱός μου ἀπολαμ­βάνουν ἐν Σπάρτῃ, ἀρκεῖ εἰς αὐ­τούς. Ὅ­σον δι’ ἐμέ, ἀρ­κοῦμαι μέ τήν ἐλπίδα νά ἴδω ὅσον οὔπω τήν γῆν τῶν προγόνων μου τε­λείως ἀπαλλαγμένην τοῦ τυράν­νου. Δότε τό χρῆμα τοῦτο εἰς τήν Πα­τρίδα, ἔχει περισσοτέραν ἀνάγκην ἀπό ἐμέ».
Λίγο ἀργότερα ἡ Κυβέρνηση τόν προβιβάζει στόν βαθμό τοῦ ἀντιστρά­τηγου. Ὁ ταπεινός καί με­τριόφρονας πολέμαρχος δέν τόν δέχεται λέγον­τας: «Τό στάδιον τοῦ Ἀγώνα εἶναι εἰσέτι ἀ­νοικτόν καί ὅστις δέν ἀγωνισθῇ μέχρι τέλους, παρανόμως καί ἀκαίρως ἀξι­οῦ­ται».
Μέ ἀναφορά του στό Ἐκτελεστικό, ζητᾶ νά τοῦ ἐξα­σφα­λί­σουν τή συντή­ρη­ση ἑκατό στρατιωτῶν, γιατί «θέλει ἐκ­στρατεύσει καί θυσιάσει καί αὐτήν τήν ζωήν του διά τήν ἀγάπην τῆς πα­τρί­δος».
Εὔστοχα εἰπώθηκε πώς «ἦταν ἕνα πελώριο ἠθικό μέγεθος, ἄνθρωπος μέ πολλά “ἐμβαδόν” ἀνιδιοτελείας».
Κι ὅταν βλέπει τόν Πέτρο Μαυρο­μι­χάλη νά στέλνει τόν γιό του στό Παρίσι νά σπουδάσει μέ ἔξοδα τῆς Φιλελ­λη­νι­κῆς Ἑταιρείας, παρακαλεῖ τόν ἀρχηγό τῆς Σπάρτης νά μεσολαβήσει στούς γάλλους φιλέλληνες καί στήν Ἐπιτρο­πή νά δε­χτοῦν καί τόν δικό του δω­δε­κάχρονο γιό:
«Ἐάν εἶμαι ἀμαθής καί ἀγράμ­μα­τος, τουλάχιστον ὁ υἱός μου νά μήν μείνη βάρ­βαρος καί ἐστερημένος τῶν φώτων τῆς ἐκπαιδεύσεως. Εἶναι ἡ μόνη ἔνδειξις εὐ­γνωμοσύνης, ἥν θά ζητήσω ποτέ ἀπό τήν Πατρίδα καί ἀπό τούς φί­λους τῆς Ἑλ­­λάδος».
Τέτοιες εὐγενικές ἐπιθυμίες βρί­σκουν ἀμέσως ἀνταπόκριση.
«Ἀφοῦ ἔμαθε παρά τοῦ πατρός του τόν πατριωτισμόν καί τήν ἀνδρείαν, ὁ νέος Τσαλαφατίνος θά ἔλθη νά διδα­χθῆ παρ’ ἡμῖν τάς ἐπιστήμας, αἱ ὁποῖαι καθιστοῦν τάς ἀρετάς ταύτας πλέον ὠφελίμους ἀκόμη. Τά βοηθήματα, τά ὁποῖα ἀφιερώνει ἡ Ἐπιτροπή διά τήν ἐκπαίδευσιν νέων Ἑλλήνων, εἶναι κυ­ρί­ως προορισμένα δι’ ἐ­κείνους τῶν ὁποί­ων οἱ γονεῖς οὐδένα ἄλλον πλοῦτον ἔχουν, ἐκτός τῆς δόξης», τοῦ ἀπαντᾶ ἡ Ἐπιτροπή.
Πραγματικά, ἡ δόξα τυλίγει καί δα­φνοστεφανώνει τόν ἁγνό πατριώτη, τόν ἀφιλοκερδῆ Ἕλληνα, πού δέν σκο­τώνεται σέ μάχη, ἀλλά πεθαίνει εἰρη­νικά στήν Ἀθήνα, τόν Νοέμβριο τοῦ 1856. Γι’ αὐτόν τόν μεγάλο πρω­ταγω­νιστή τῆς Ἐπα­νάστασης ὁ Ὑπουργός Πολέμου Χριστοφόρος Περραιβός εἶπε τότε:
«Πρῶτος ἔδειξεν ἕν ἔργον, τό ἔρ­γον τοῦ ἐναρέτου πατριώτου, γενό­με­νος ἀνώτερος δόξης διά τήν δόξαν τῆς Πατρίδος, ἐνῶ ἄξιοι καί ἀνάξιοι καθη­μερινῶς ζητοῦν νά εὕρουν δόξαν εἰς τούς προβιβασμούς».

Ἑλληνίς