Θά ἠχήσουν καί φέτος οἱ καμπάνες τῶν Χριστουγέννων. Τό ὑπέροχο μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ θά ἀκουστεῖ καί πάλι στήν ταλαίπωρη γῆ μας: Ὄχι, δέν εἴμαστε μόνοι. Δέν παλεύουμε μάταια μέ τά ἀδιέξοδά μας. Ἡ κραυγή τῆς ὀδύνης μας δέν ἀντηχεῖ στό κενό. Ὁ ἅγιος Θεός ἀφουγκράστηκε τήν ἀγωνία μας καί μᾶς ἔστειλε παράκλητο καί λυτρωτή ἀπό τά δεινά μας τόν ἴδιο τόν μονογενῆ του Υἱό.
Βέβαια θά ἀντιτείνει κανείς ὅτι χιλιάδες ἀρνητές σ’ ὅλο τόν κόσμο εἰρωνεύονται καί χλευάζουν αὐτή τήν πίστη, κάτι πού ἀσφαλῶς ἰσχύει. Ὡστόσο, ὅλοι ὅσοι σκέφτονται ἔτσι, ὅλοι ὅσοι ἀπιστοῦν στήν ἀλήθεια τῶν Χριστουγέννων, πρέπει νά ἐξηγήσουν πειστικά τό ἑξῆς: Ἀπό τή νύχτα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ πέρασαν ἤδη 2020 χρόνια. Τί θά ἀνέμενε κανείς φυσιολογικά; Ἀναμφίβολα ἤ νά ξεχαστεῖ παντελῶς αὐτό τό φαιδρό ἄτομο πού διακήρυξε ὅτι εἶναι Θεός ἤ νά τόν θυμοῦνται οἱ μελετητές τῆς ἱστορίας σάν μιά φάρσα. Κι ὅμως. Ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Ναζαρέτ ἦταν καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τό πιό ἐνδιαφέρον, τό πιό ἐπίκαιρο καί τό πιό προκλητικό ἐρωτηματικό τῆς ὑφηλίου. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἑλκύσθηκαν καί ἑλκύονται ἀπό τό πρόσωπό του, ὅπως καί ἑκατομμύρια εἴτε τόν μισοῦν καί βυσσοδομοῦν ἐναντίον του εἴτε τόν περιφρονοῦν καί τόν διαβάλλουν. Πῶς λοιπόν κατάφερε ἕνας νεαρός τέκτων θυμόσοφος πού πέθανε πάνω σ’ ἕνα σταυρό νά διεγείρει τέτοιες δισχιλιετεῖς θύελλες, ἄν δέν ἦταν κάτι πολύ περισσότερο; Καί πῶς γίνεται νά σαγηνεύει ἤ νά «ἀπειλεῖ» ἀκόμη καί σήμερα ὁλόκληρα ἡμισφαίρια; Ἡ πιό καθαρή ἀλλά καί ἡ πιό ἀληθινή ἀπάντηση εἶναι ὅτι δέν γίνεται. Ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει ὅτι δέν ὑπῆρξε ποτέ κάποιο παρόμοιο φαινόμενο. Γιά νά γίνω πιό συγκεκριμένος:
*Ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι ἱδρυτής θρησκείας, ὅπως ἐσφαλμένα λέγεται. Δέν μποροῦμε ἐπ’ οὐδενί νά τόν συγκρίνουμε μέ τόν Βούδα ἤ τόν Κομφούκιο, ἤ νά παραλληλίζουμε τή διδασκαλία του μ’ αὐτή τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ. Αὐτές οἱ πανάρχαιες θρησκεῖες ἐπιβιώνουν μέχρι σήμερα ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι θρησκεῖες. Τί θά πεῖ θρησκεία; Θά πεῖ πολύ ἁπλά ἰδέες, οἱ ὁποῖες ἱεροποιοῦν τή φθορά καί τά ἀδιέξοδά μας (π.χ. νιρβάνα), δέν ἔχουν κανένα κόστος, καί ἀπέχουν ἐπιμελῶς ἀπό τήν κρισάρα τῆς ἱστορίας. Στόν ἀντίποδα ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων, ὁ Χριστιανισμός ὄχι μόνο κηρύττει τήν κατάργηση τῆς φθορᾶς, ἀλλά τό ἐπαναστατικό, ἀντισυμβατικό καί ἐπικίνδυνο αὐτό κήρυγμά του συνδέεται ἀπολύτως μέ τήν ἱστορία. Δέν θά μᾶς ἀναστήσει μιά «πνευματική» δύναμη ἀπό κάποιους ἀπρόσιτους ὑπερβατικούς κόσμους, ἀλλά ἡ δύναμη τοῦ ξεκάθαρα ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο καί σήμερα ἀκόμη ὅλοι οἱ σοβαροί ἐρευνητές δηλώνουν ἀδυναμία νά ἐξηγήσουν ὀρθολογικά.
* Ὁ Χριστός, ὅπως δήλωσε ὁ ἴδιος μπροστά στόν Πιλᾶτο, εἶναι βασιλιάς καί ἔχει βασιλεία (βλ. Ἰω 18,36-37). Ὡστόσο ἵδρυσε αὐτή τή βασιλεία του, δηλαδή τήν Ἐκκλησία, μ’ ἕναν ἐντελῶς παράδοξο τρόπο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι βασιλεῖς στερέωσαν τό κράτος τους ἀποκλειστικά στή δύναμη καί στή βία τοῦ ξίφους. Κανείς δέν ἔχτισε τήν αὐτοκρατορία του μέ κηρύγματα τοῦ τύπου «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Μθ 5,44), ἤ μέ τήν ἐντελῶς ἐξωφρενική γιά τόν κόσμο μας διακήρυξη «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι...» (Μρ 8, 34). Ὁ μόνος πού συμπεριφέρθηκε ἔτσι, ὁ μόνος πού τήρησε αὐτή τήν τόσο «παράλογη» στάση καί κατέβαλε ὅλο τό κατάπικρο τίμημά της ἦταν ὁ Ναζωραῖος. Κι ὅμως. Ποιά ἀπό τίς πανίσχυρες ἐκεῖνες αὐτοκρατορίες ἐπιβίωσε; Ποιά μπόρεσε νά σταθεῖ μέ ἀξιώσεις στό βάθρο τοῦ χρόνου; Οἱ Ἀσσύριοι; Οἱ Βαβυλώνιοι; Οἱ Πέρσες; Οἱ Ἕλληνες; Οἱ Ρωμαῖοι; Καμία! Μόνον ἡ ἐντελῶς ἀνυπεράσπιστη καί ἀνοχύρωτη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ! Καί τό συγκλονιστικώτερο; Ἡ Ἐκκλησία στά τριακόσια πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς της, ἀλλά καί ἀργότερα, καί μέχρι τήν ἐποχή μας, πέρασε πλεῖστες ὅσες φορές μέσα ἀπό τή φωτιά τῶν διωγμῶν καί τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλά ἐνῶ οἱ περισσότεροι «ἀναλυτές» περίμεναν ὅτι θά γινόταν στάχτη ἤ θά σκόρπιζε μέσα στή θύελλα, αὐτή ἀναδυόταν πάντοτε λαμπρότερη, ἰσχυρότερη. Ποῦ βρῆκε τή δύναμη; Ποιός τή διαφύλαξε ἀκέραιη; Ποιός τήν αὔξανε μέσα στό καμίνι τοῦ θανάτου; Ἄν ὁ ἀρχηγός της ἦταν ἕνας κοινός ἀπατεώνας ἤ φρενοβλαβής, τί θά ἀπέμενε ἀπό τήν ὑπόστασή της, τί θά διασωζόταν; Ἕνας ἐθνικός συγγραφέας στήν ἐποχή τῶν διωγμῶν ἔγραψε μέ καταφανῆ μειονεξία καί φθόνο ὅτι οἱ χριστιανοί τῶν ἡμερῶν του ἦταν μερικές κακόμοιρες γριοῦλες, χῆρες καί ὀρφανά. Ὡστόσο, ἄν μποροῦσε νά κοιτάξει γύρω του μερικά χρόνια ἀργότερα, θά παρατηροῦσε μέ ἔκπληξη ὅτι αὐτά τά «μωρὰ τοῦ κόσμου» (Α΄ Κο 1,27), ἀλλά σοφοί ἐν Θεῷ, ἔγιναν οἱ ἀκατανίκητοι ἐκεῖνοι μοχλοί πού μετέβαλαν ἕναν φανατικά ἀντίχριστο κόσμο σέ οἶκο ἱερό τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Χριστός λοιπόν εἶπε τήν ἀλήθεια ἤ μᾶλλον εἶναι ἡ ἀλήθεια (βλ. Ἰω 14,6). Ἡ μοναδική ἀλήθεια. Ἀπομένει βεβαίως ἕνα ἐρώτημα: Ἄν ὄντως ἔτσι ἔχει τό πρᾶγμα, τότε γιατί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων τό ἀρνεῖται; Ποῦ ὀφείλεται ἡ ἀδυναμία του νά πιστέψει στόν Ἰησοῦ; Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι τόσο ἁπλῆ οὔτε τόσο εὐνόητη, ὅμως τό γεγονός εἶναι ἕνα: Ἡ πίστη στόν Χριστό δέν σημαίνει μόνο δόξα καί νίκη. Σημαίνει καί μετάνοια καί ἄρνηση τῶν παθῶν μας καί δάκρυα καί παχνί καί σταυρό καί θάνατο. Πῶς λοιπόν ὁ ἀλαζών ἄνθρωπος τοῦ 21ου αἰώνα νά δεχτεῖ νά ὑποστεῖ κάτι τέτοιο; Καί πῶς ἀλήθεια θά μποροῦσε νά ἀποστεῖ ἀπό τήν (ἀνήθικη) συλλογιστική πού τόν «ἔφτιαξε», ὅτι «ἄν ἡ πραγματικότητα δέν συμφωνεῖ μέ τό συμφέρον μου, τόσο τό χειρότερο γιά τήν πραγματικότητα»;
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος