Ἕνα ἦτα... μέ φέρνει στή φάτνη Σου!

γεννισι cΤήν ὥρα πού ὁ οὐρανός ἑνώνεται μέ τή γῆ στό σύνορο τῆς φάτνης Σου, ἐπιθυμῶ κι ἐγώ νά προσεγγίσω μυστικά «τὸν πρὸ τῶν αἰώνων Θεόν». Νά γείρω εὐλαβικά πάνω στό λίκνο τῆς ζωῆς καί νά δοξολογήσω Ἐσένα, τόν «Ὑπερούσιον Λόγον». Μά μέ κρατοῦνε ἁλυσόδετο δεσμά ἀόρατα, τά ἴδια μου τά πά­θη καί τά λάθη μου. Λάθη ἀπροσεξίας, λάθη ἀδικαιολόγητα, λάθη πού μέ πικραίνουν καί πολλές φο­ρές πληγώνουν καί τόν ἀ­δελφό μου. Λάθη πού κεντοῦν τῆς ψυχῆς τόν χιτώνα μέ ἀδέξιες βελονιές καί μέ ἀπομα­κρύ­νουνε ἀπό κοντά Σου.

Μέ ἀπογοήτευση καί πόνο γράφω καί πάλι μέ μεγάλα γράμματα τή λέξη «λάθη» στοῦ ἡμε­ρολο­γί­ου μου τίς τελευταῖες σελίδες καί κλαίω γιά τήν ἥττα μου. Μά κοντοστέκομαι. Σβήνω εὐθύς τό ἄλ­φα καί στή θέση του βάζω ἕνα ἦτα καί ἡ λέξη... «λήθη» φα­νε­ρώνεται τώρα μπροστά μου. Μία λέ­ξη μοῦ μιλᾶ γιά τό ἄπει­ρο ἔλεός Σου, πού ξέρει μόνο νά ξεχνᾶ καί νά συγχωρεῖ καί πού μπορεῖ κι αὐτά τά λάθη μου νά τά κάνει σκαλιά πού θά μέ φέρουνε κοντά Σου.
Λάθη καί λήθη σκέφτομαι πώς κά­που συναντιοῦνται, στῆς γέννησής Σου τήν ὠκεάνια ἀγάπη πού ντύθηκε τή σάρ­κα μου, γιά νά μέ κάνει συγκληρονόμο. Καί μέ προσμένει, «ὡς βρέφος νέον εἰς ἀνάπλασιν». Τά τόσα λάθη, μέ τῆς μετάνοιας τά δάκρυα, τά κάνεις Κύριε Ἐσύ, πού «λαθὼν ἐτέχθης», λίπασμα γιά νά καρπίζει τό χωράφι τῆς ψυχῆς μου.
Λάθη καί λήθη... τά σβήνει ὅλα μία ἀγάπη, πού κι ἐγώ ἐπιθυμῶ νά ἔχω. Κύ­ριε, μάθε μου πῶς νά ξεχνῶ τά λάθη τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θυμᾶμαι μόνο τά δικά μου. Νά μήν ἔχω γλῶσσα γιά νά ἐλέγξω οὔτε μάτια γιά νά παρατηρῶ οὔτε αὐτιά γιά νά ἀκούω τά λάθη τῶν ἄλλων, παρά μόνο τά δικά μου νά φέ­ρω στή φάτνη σου, δῶρα φτωχά, ὅπως καί οἱ βοσκοί ἀπέθεσαν μπρο­στά Σου τήν ἁπλή καρ­­διά τους.
   Καθάρισε τά μά­τια μου καί δῶ­σε μου τή δική σου ὅ­ρα­ση, γιά νά διακρίνω τό ἄ­στρο σου καί μέ τό φῶς του νά σβή­νω τίς ὅποιες σκιές στή μορφή τοῦ ἀ­δελ­φοῦ καί Ἐ­σένα ἐν ἑτέρᾳ μορ­φῇ νά ἀντικρίζω στό πρόσωπό του. Για­τί μαζί του ἐπιθυμῶ νά σέ συναντήσω, ὅπως οἱ μάγοι, πού ὅλοι μαζί ξεκίνησαν πορεία μακρινή, γιά νά ἔρθουνε κοντά σου. Χωρίς τόν ἀ­δελφό μου, πῶς νά φτάσω στή φάτνη σου, Κύριε; Πῶς νά βαδίσω «ὁδοὺς σκληράς» χωρίς συνοδοιπόρους; Πῶς μόνος νά μαζέψω θησαυρούς γιά νά ἀποθέσω μπρός Σου;
Κι ὅμως τό ξέρω, πώς δέν ζητᾶς τά πλούτη, πού δέν ἔχω... Μόνο τά λάθη μου μοῦ γνέφεις νά ἀκουμπήσω μπρός Σου... Ἐκεῖ, στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, πού σάν μέ ἀκουμπᾶ αἰσθάνομαι τήν ἁγιαστική χάρη νά μέ καθαρίζει. Κι ἀφοῦ δέν μπόρεσα ἀκόμα νά φτάσω μπρός στή φάτνη σου, «νυγεὶς τῷ τυραννοῦντος βέλει», ψάλλω μέ τούς ἀγ­γέλους σου: «Χριστέ προσαυδῶ, τὸν κα­κῶν ἀναιρέτην, θᾶττον μολεῖν Σέ τῆς ἐμῆς ῥαθυμίας». Νεογέννητε Χριστέ, σέ παρακαλῶ νά ἔρθεις ἐσύ σέ μέ­να καί νά γίνεις ἀναιρέτης τῶν λαθῶν πού μέ συνέχουν, νά ἔρθεις πιό γρήγο­ρα ἀπό τή δική μου ἀμέλεια καί ραθυμία καί νά πανηγυρίσω κρατώντας στήν ἀγ­καλιά μου τά σπάργανά σου. Νά ζή­σω ὄν­τως Χρι­στοῦ-γέννα ἐντός μου ἀξέχαστα, ἀληθινά... Ἀμήν.

Μ. Δανιήλ