Τήν ὥρα πού ὁ οὐρανός ἑνώνεται μέ τή γῆ στό σύνορο τῆς φάτνης Σου, ἐπιθυμῶ κι ἐγώ νά προσεγγίσω μυστικά «τὸν πρὸ τῶν αἰώνων Θεόν». Νά γείρω εὐλαβικά πάνω στό λίκνο τῆς ζωῆς καί νά δοξολογήσω Ἐσένα, τόν «Ὑπερούσιον Λόγον». Μά μέ κρατοῦνε ἁλυσόδετο δεσμά ἀόρατα, τά ἴδια μου τά πάθη καί τά λάθη μου. Λάθη ἀπροσεξίας, λάθη ἀδικαιολόγητα, λάθη πού μέ πικραίνουν καί πολλές φορές πληγώνουν καί τόν ἀδελφό μου. Λάθη πού κεντοῦν τῆς ψυχῆς τόν χιτώνα μέ ἀδέξιες βελονιές καί μέ ἀπομακρύνουνε ἀπό κοντά Σου.
Μέ ἀπογοήτευση καί πόνο γράφω καί πάλι μέ μεγάλα γράμματα τή λέξη «λάθη» στοῦ ἡμερολογίου μου τίς τελευταῖες σελίδες καί κλαίω γιά τήν ἥττα μου. Μά κοντοστέκομαι. Σβήνω εὐθύς τό ἄλφα καί στή θέση του βάζω ἕνα ἦτα καί ἡ λέξη... «λήθη» φανερώνεται τώρα μπροστά μου. Μία λέξη μοῦ μιλᾶ γιά τό ἄπειρο ἔλεός Σου, πού ξέρει μόνο νά ξεχνᾶ καί νά συγχωρεῖ καί πού μπορεῖ κι αὐτά τά λάθη μου νά τά κάνει σκαλιά πού θά μέ φέρουνε κοντά Σου.
Λάθη καί λήθη σκέφτομαι πώς κάπου συναντιοῦνται, στῆς γέννησής Σου τήν ὠκεάνια ἀγάπη πού ντύθηκε τή σάρκα μου, γιά νά μέ κάνει συγκληρονόμο. Καί μέ προσμένει, «ὡς βρέφος νέον εἰς ἀνάπλασιν». Τά τόσα λάθη, μέ τῆς μετάνοιας τά δάκρυα, τά κάνεις Κύριε Ἐσύ, πού «λαθὼν ἐτέχθης», λίπασμα γιά νά καρπίζει τό χωράφι τῆς ψυχῆς μου.
Λάθη καί λήθη... τά σβήνει ὅλα μία ἀγάπη, πού κι ἐγώ ἐπιθυμῶ νά ἔχω. Κύριε, μάθε μου πῶς νά ξεχνῶ τά λάθη τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θυμᾶμαι μόνο τά δικά μου. Νά μήν ἔχω γλῶσσα γιά νά ἐλέγξω οὔτε μάτια γιά νά παρατηρῶ οὔτε αὐτιά γιά νά ἀκούω τά λάθη τῶν ἄλλων, παρά μόνο τά δικά μου νά φέρω στή φάτνη σου, δῶρα φτωχά, ὅπως καί οἱ βοσκοί ἀπέθεσαν μπροστά Σου τήν ἁπλή καρδιά τους.
Καθάρισε τά μάτια μου καί δῶσε μου τή δική σου ὅραση, γιά νά διακρίνω τό ἄστρο σου καί μέ τό φῶς του νά σβήνω τίς ὅποιες σκιές στή μορφή τοῦ ἀδελφοῦ καί Ἐσένα ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ νά ἀντικρίζω στό πρόσωπό του. Γιατί μαζί του ἐπιθυμῶ νά σέ συναντήσω, ὅπως οἱ μάγοι, πού ὅλοι μαζί ξεκίνησαν πορεία μακρινή, γιά νά ἔρθουνε κοντά σου. Χωρίς τόν ἀδελφό μου, πῶς νά φτάσω στή φάτνη σου, Κύριε; Πῶς νά βαδίσω «ὁδοὺς σκληράς» χωρίς συνοδοιπόρους; Πῶς μόνος νά μαζέψω θησαυρούς γιά νά ἀποθέσω μπρός Σου;
Κι ὅμως τό ξέρω, πώς δέν ζητᾶς τά πλούτη, πού δέν ἔχω... Μόνο τά λάθη μου μοῦ γνέφεις νά ἀκουμπήσω μπρός Σου... Ἐκεῖ, στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, πού σάν μέ ἀκουμπᾶ αἰσθάνομαι τήν ἁγιαστική χάρη νά μέ καθαρίζει. Κι ἀφοῦ δέν μπόρεσα ἀκόμα νά φτάσω μπρός στή φάτνη σου, «νυγεὶς τῷ τυραννοῦντος βέλει», ψάλλω μέ τούς ἀγγέλους σου: «Χριστέ προσαυδῶ, τὸν κακῶν ἀναιρέτην, θᾶττον μολεῖν Σέ τῆς ἐμῆς ῥαθυμίας». Νεογέννητε Χριστέ, σέ παρακαλῶ νά ἔρθεις ἐσύ σέ μένα καί νά γίνεις ἀναιρέτης τῶν λαθῶν πού μέ συνέχουν, νά ἔρθεις πιό γρήγορα ἀπό τή δική μου ἀμέλεια καί ραθυμία καί νά πανηγυρίσω κρατώντας στήν ἀγκαλιά μου τά σπάργανά σου. Νά ζήσω ὄντως Χριστοῦ-γέννα ἐντός μου ἀξέχαστα, ἀληθινά... Ἀμήν.
Μ. Δανιήλ