Σᾶς περιμένω!
Σήμερα ἀκούσαμε ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο μία παραβολή τοῦ Κυρίου μας. Οἱ παραβολές εἶναι σκηνές τῆς ἀνθρώπινης καθημερινότητας. Μέ τά παραδείγματα αὐτά ὁ Κύριος μᾶς ἀποκαλύπτει μεγάλες ἀλήθειες. Μέσα σέ ἀνθρώπινα δοχεῖα βάζει τή θεία του διδασκαλία, γιά νά τήν προσφέρει στίς ψυχές μας.
Ἡ σημερινή παραβολή εἶναι πάρα πολύ ἁπλή, ἀλλά μέ πολύ δυνατό μήνυμα καί πολύ μεγάλη ἀποκάλυψη. Κάποιος ἄνθρωπος ἔκανε ἕνα συμπόσιο σέ μιά μεγάλη αἴθουσα καί κάλεσε ὅλους τούς δικούς του νά ἔλθουν νά τούς φιλοξενήσει, νά τούς περιποιηθεῖ καί νά γιορτάσουν μαζί του τόν γάμο τοῦ παιδιοῦ του. Καί οἱ φίλοι του δέν δέχθηκαν τό προσκλητήριο μέ διάφορες προφάσεις. Ἕνας εἶπε «ἀγόρασα χωράφι καί θέλω νά πάω νά τό δῶ». Ὁ ἄλλος «ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καί θέλω νά τά δοκιμάσω, “ἔχε με παρῃτημένον”». Ὁ ἄλλος εἶπε «παντρεύτηκα, δέν μπορῶ νά ἔλθω».
Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς παραβολῆς; Πρόκειται γιά τό προσκλητήριο πού ὁ Χριστός ἀπευθύνει στούς ἀνθρώπους καί τούς καλεῖ σ᾽ ἕνα συμπόσιο. Καί συμπόσιο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μιά ζωή μέ ἀγάπη, εἰρήνη, ἀδελφοσύνη, συγχωρητικότητα καί ὅλα τά καλά πού τά λαχταράει καί τά θέλει ὁ ἄνθρωπος. Καί ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς καλεῖ σέ μιά ἀνώτερη ζωή, ἐμεῖς ἀντιστεκόμαστε, γινόμαστε ἀντάρτες, ἀναρχικοί, ἀνυπότακτοι.
Μπορεῖτε νά φαντασθεῖτε τό παράδειγμα πού θά σᾶς πῶ; Νά φθάσει ἕνα τηλεγράφημα στό σπίτι σου καί τό τηλεγράφημα αὐτό νά λέγει: Τόπος προελεύσεως: ὁ οὐρανός. Προορισμός: ἡ γῆ. Καί στή θέση τοῦ παραλήπτη ἔχει τό ὄνομα τοῦ καθενός μας. Καί τό κείμενο λέγει: «Ἔλα, σέ περιμένω νά σέ φιλοξενήσω, νά σοῦ δώσω ὅλα τά ἀγαθά!». Καί ποιός καλεῖ; Εἶναι ὁ Θεός πού μᾶς καλεῖ στή βασιλεία του, μᾶς καλεῖ νά γίνουμε δικοί του. Καί ἡ ἀπάντηση; «Ἔχε με παρῃτημένον», ἄφησέ με ἥσυχο!
Γιατί ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θέλει τή χαρά, τήν εἰρήνη, ὅλα τά καλά πού προσφέρει τό συμπόσιο, γιατί ἀντιστέκεται στόν Θεό; Τό ἐξηγεῖ ἡ παραβολή μέ ἕνα συμπλήρωμα πού ἔχει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Ὅταν πῆγαν στό δεῖπνο ὅλοι ὅσους κάλεσε ἀπό «τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως», ἕνας ἀπ’ αὐτούς δέν εἶχε ἔνδυμα γάμου καί τόν ἔβγαλαν ἔξω. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι δέν μπορεῖ νά πάει ἕνας στό συμπόσιο μέ τά ροῦχα τῆς δουλειᾶς. Πές πώς εἶναι μυλωνᾶς, μπορεῖ νά πάει ἀλευρωμένος; Ἤ δουλεύει στά κάρβουνα, νά πάει μουτζουρωμένος; Πρέπει νά ἀλλάξει ροῦχα. Νά λοιπόν ἡ αἰτία πού ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς καλεῖ στή βασιλεία του δέν θέλουμε νά πᾶμε, διότι δέν θέλουμε νά μετανοήσουμε, νά πετάξουμε τά παλιόρουχά μας, τίς ἁμαρτίες μας.
Οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά μετανοήσουν δέν μποροῦν νά πιστέψουν. Γιά νά πιάσει κανείς τό χέρι τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἀφήσει τήν ἁμαρτία πού κρατάει. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν πού δέν θέλει νά μετανοήσει, δέν μπορεῖ νά πιστέψει, γι’ αὐτό ἀντιστέκεται στόν Θεό. Κι ἐνῶ πάει ἀπό τό κακό στό χειρότερο, ἐνῶ ἡ μία ἀθλιότητα διαδέχεται τήν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει νά μετανοήσει.
Καί ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, δυό Κυριακές πρίν ἔλθουν τά Χριστούγεννα, διαβάζει πάντα αὐτή τήν εὐαγγελική περικοπή καί μᾶς καλεῖ στό συμπόσιο τοῦ Χριστοῦ, στό δεῖπνο πού εἶναι τό θεῖο τραπέζι, ἡ ἁγία Τράπεζα. Ἔχει δύο φαγητά: τό ἕνα εἶναι τό Εὐαγγέλιο, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ· τό ἄλλο εἶναι ἡ θεία Κοινωνία, τό σῶμα καί τό αἷμα του. Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς καθαρίζει ἀπό τίς ἁμαρτίες, μᾶς μπολιάζει, μᾶς κάνει ἄλλους ἀνθρώπους.
Τότε γιατί δέν κοινωνοῦμε, γιατί δέν λαμβάνουμε μέρος στό συμπόσιο; Ἐπειδή δέν θέλουμε νά νηστέψουμε, δέν θέλουμε νά ἐξομολογηθοῦμε, νά πάρουμε διαζύγιο ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀπό τήν Ἐκκλησία κι ἀπό τόν Χριστό μας παίρνουμε διαζύγιο, ἀλλά ὄχι ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί ἔτσι δέν εἴμαστε βέβαια ἀντίχριστοι, νά πολεμοῦμε τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, ἀλλά εἴμαστε χριστιανοί ἀχρίστιανοι. Πᾶμε στήν Ἐκκλησία στίς μεγάλες γιορτές, σέ κανένα Μνημόσυνο, ἀλλά δέν συμμετέχουμε στό τραπέζι τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν πολιτική ἤ τήν τέχνη οὔτε μέ τήν ἐπιστήμη καί τήν κουλτούρα οὔτε μέ τίς διασκεδάσεις καί τά ἀγαθά, διότι ὁ ἄνθρωπος θέλει λύτρωση. Καί τή λύτρωση ἀπό τό κακό καί ἀπό τήν ἁμαρτία τήν προσφέρει μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Συχνά τό λέγω: Τό φάρμακο τῆς σωτηρίας ἕνα: τά δάκρυα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί τοῦ Χριστοῦ τό αἷμα! Ναί, ἀδέλφια μου, νά μετανοήσουμε καί τότε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ θά μᾶς καθαρίσει ἀπό κάθε ἁμαρτία.
Πλησιάζουν τά Χριστούγεννα. Τί Χριστούγεννα θά κάνουμε; Μπορεῖ τό ψυγεῖο καί τό τραπέζι μας νά εἶναι γεμάτο ἀγαθά, μπορεῖ νά στολίσουμε τό δένδρο, τό σαλόνι μας, νά κάνουμε δεξιώσεις, ἀλλά ὅλα αὐτά δέν σημαίνουν Χριστούγεννα. Δέν εἶναι τά Χριστούγεννα εἰδωλολατρική οὔτε γαστρονομική γιορτή. Εἶναι κατ’ ἐξοχήν πνευματική γιορτή πού μᾶς καλεῖ νά ζήσουμε τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας. Καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται, ἄν λάβουμε μέρος στό τραπέζι πού μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός. Τότε ἡ καρδιά μας ἀπό στάβλος βρόμικος θά γίνει ὄμορφη ἐκκλησιά.
Ὅσοι διψᾶτε γιά ἀγάπη, ὅσοι πεινᾶτε γιά δικαιοσύνη, ὅσοι ἐπιθυμεῖτε εἰρήνη, ὅσοι λαχταρᾶτε ἀδελφοσύνη, ἐλᾶτε, λέει ὁ Χριστός, ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ἐλᾶτε στό τραπέζι πού ἔστρωσα γιά σᾶς. Σᾶς περιμένω!
Στ. Ν. Σάκκος
Κυριακή 16-12-1990
Ἱερός Ναός Δώδεκα Ἀποστόλων, Θεσσαλονίκη