Γέλια, χαρές, φωνές... καί κείνη ἡ τρομπέτα πού πέρσι τέτοιο καιρό τούς ἀγόρασε νά ἀκούγεται στή διαπασῶν...
Ἔβαλε τά χέρια στά αὐτιά του ὁ Μηνᾶς καί ξέσπασε σέ κλάματα. Στεκόταν σάν κλέφτης κάτω ἀπό τό ἔλατο πού ὁ ἴδιος φύτεψε πρίν δέκα χρόνια καί προσπαθοῦσε νά κλέψει λίγη εὐτυχία μέσα ἀπό τό σπίτι του. Εἶδε ξαφνικά τήν πόρτα νά ἀνοίγει καί τόν μικρό του τόν γιό νά προβάλλει στό ἄνοιγμα.
- Ἀνέστη, κλεῖσε γρήγορα τήν πόρτα! ἀκούστηκε ἀπό μέσα ἡ φωνή τῆς Λίζας, τῆς γυναίκας του.
Ὁ μικρός ἔκανε πώς δέν ἄκουσε κι ἡ Λίζα φάνηκε στήν πόρτα καί τόν σήκωσε στήν ἀγκαλιά της. Ἐκεῖνος κρατοῦσε μέ τά χέρια του τήν πόρτα νά μήν κλείσει καί στήν ἐπιμονή τῆς μάνας του ξέσπασε σέ κλάματα.
- Σέλω νά ζῶ ἄν ἔχεται ὁ μπαμπάς, εἶπε μέσα στό κλάμα του καί ἄφησε τήν πόρτα καί τύλιξε τά χεράκια του στόν λαιμό της.
- Εἶναι νύχτα τώρα, ἀγάπη μου γλυκιά, τοῦ εἶπε σφίγγοντάς τον στήν ἀγκαλιά της. Ὅταν ἔρθει ὁ μπαμπάκας, θά μᾶς εἰδοποιήσει.
Ἔκλεισε ξανά ἡ πόρτα κι ὁ Μηνᾶς ἀπόμεινε νά κοιτάζει μέ μάτια δακρυσμένα. Τά παιδιά του τόν περίμεναν. Ἐκείνη ἄραγε θά μποροῦσε νά τόν συγχωρέσει; Εἶχε δικαίωμα νά τῆς τό ζητήσει; Δέν εἶχε μοῦτρα νά τήν ἀντικρίσει.
- Λίζα, θέλω νά μέ καταλάβεις, τῆς εἶχε πεῖ πρίν δέκα μῆνες. Θέλω νά μείνω γιά λίγο καιρό μόνος μου, νιώθω νά πιέζομαι, πνίγομαι...
Ἐκείνη τότε τόν κοίταξε μέ μάτια δακρυσμένα.
- Καί τά παιδιά; τόν ρώτησε προσπαθώντας νά φανεῖ ὅσο τό δυνατόν πιό ψύχραιμη.
- Θά σᾶς στέλνω ὅσα χρήματα χρειάζεστε, εἶπε καί δίχως νά γυρίσει ἄλλο νά τήν κοιτάξει ἔφυγε ἀπό τό σπίτι. Δέν περίμενε κἄν νά γυρίσουν τά δύο μεγάλα του παιδιά ἀπό τό σχολεῖο. Οὔτε καί τόν μικρό Ἀνέστη πῆγε στό κρεβατάκι του νά τόν χαιρετήσει. Ἁπλά ἔφυγε, μέ ἄδεια χέρια, μέ ἄδειο πρόσωπο, μέ ἄδεια καρδιά γιά ἐκεῖ πού πίστεψε πώς τόν περίμενε ἡ εὐτυχία.
Ἔνιωσε τά πόδια του νά μουδιάζουν ἀπό τό κρύο, μά πιό φοβερή, πιό μεγάλη παγωνιά ἦταν ἐκείνη πού εἶχε τυλίξει τήν καρδιά του.
- Ποιός εἶναι ἐκεῖ; ἀκούστηκε αὐστηρή μία φωνή καί μέσα στό σκοτάδι ξεχώρισε τή φιγούρα τοῦ πατέρα του πού εἶχε μπεῖ μαζί μέ τή μητέρα του στήν αὐλή.
- Σςς, ἀκούστηκε ἡ φωνή τῆς μάνας του, θά χαλάσουμε τήν ἔκπληξη. Καμιά γάτα θά εἶναι.
- Ἄς ὄψεται ὁ γιός μας! Μόνη γυναίκα μέ τρία παιδιά! Κι αὐτός κάνει τή ζωή του! ξανακούστηκε νά λέει ὁ πατέρας του.
- Νά τοῦ δώσει ὁ Θεός μετάνοια, μέρα πού ξημερώνει! Ἄχ, Μηνᾶ μου, ἄχ παιδί μου, τί ἔκανες! ἄκουσε τή μάνα του νά λέει μέ πόνο.
Χτύπησαν τό κουδούνι καί περίμεναν. Ὅταν ἄνοιξε ἡ πόρτα, οἱ τσυρίδες τῶν παιδιῶν ἔπνιξαν κάθε λόγο πού μποροῦσε νά ἀκούσει. Ὕστερα ἔκλεισε ἡ πόρτα κι ἔμεινε καί πάλι στήν παγωνιά του.
«Νά τοῦ δώσει ὁ Θεός μετάνοια, μέρα πού ξημερώνει!». Ἡ φωνή, ἡ πονεμένη φωνή τῆς μάνας του ἀντηχοῦσε μέσα του σάν καμπάνα. Πόσο τούς πίκρανε ὅλους!
Μέρα πού ξημερώνει... Χριστούγεννα, Χριστούγεννα! Κι αὐτός φτύνοντας μέ πόνο τά ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας του, κάθεται ὅπως ὁ Ἀδάμ ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ παραδείσου καί κλαίει τήν πτώση του.
«Χριστέ μου, συγχώρα με», ψιθύρισε καί πιάστηκε ἀπό τό κλαδί τοῦ δέντρου γιά νά μήν πέσει. «Ὄχι, δέν ἔχω δικαίωμα νά τούς χαλάσω τή βραδιά», ἀπάντησε στή λαχτάρα του νά χτυπήσει τήν πόρτα καί νά μπεῖ μέσα. «Θά πάω νά βρῶ τόν παπα-Ἀλέξανδρο. Πρῶτα νά ἐξομολογηθῶ τή μεγάλη ἁμαρτία μου κι ὕστερα νά ζητήσω συγχώρεση ἀπό τούς δικούς μου».
Ἔφτασε μέ πόδια τρεμάμενα ἀπό τήν ἀγωνία στήν ἐκκλησιά. Δέν ἤξερε ἄν θά τόν προλάβαινε ἐκεῖ, μά ἤλπιζε. Τό σκοτάδι πού εἶδε τόν ἀπέλπισε. Ὁ ἦχος ἀπό τή μηχανή αὐτοκινήτου πού ἔβαζε μπρός τράβηξε τό βλέμμα του πρός τόν δρόμο.
- Πάτερ! ἔσκισε τή σιωπή τῆς νύχτας ἡ φωνή του κι ἔτρεξε πρός τό αὐτοκίνητο.
..........
Στάθηκε λυτρωμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς καί κοίταξε τόν οὐρανό. Εἶχε ἀρχίσει νά χιονίζει ὅσο ἦταν μέσα ὁ Μηνᾶς, μά αὐτός ἔψαχνε τό ἀστέρι.
- Μέσα στήν καρδιά σου θά τό βρεῖς, παιδί μου, ἄκουσε πίσω του τόν π. Ἀλέξανδρο νά τοῦ λέει καί γύρισε καί τόν κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Αὐτό σέ ὁδήγησε ἐδῶ, συνέχισε συγκινημένος ὁ ἱερέας. Ἔλα, νά σέ πάω στό σπίτι σου, τοῦ εἶπε χαμογελώντας καί ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ συνοδηγοῦ.
- Μήπως, πάτερ μου, νά πάω αὔριο; εἶπε διστακτικός ὁ Μηνᾶς.
- Ἀπόψε ἐπέστρεψες, παιδί μου, μπορεῖς νά πᾶς καί στό σπίτι σου. Σέ περιμένουν, εἶπε μέ νόημα ὁ παπάς.
- Τούς πήρατε τηλέφωνο; ρώτησε ἔκπληκτος ὁ Μηνᾶς.
Γέλασε ὁ ἱερέας.
- Ὄχι, ὄχι, παιδί μου, μά ἡ Λίζα κάθε μέρα σέ περίμενε. Εἶπε στά παιδιά ὅτι πῆγες ἕνα μακρινό ταξίδι κι ὅτι μία μέρα θά γυρίσεις. Κάθε μέρα τά παιδιά σου ξυπνοῦν μέ τήν ἐλπίδα ὅτι σήμερα θά γυρίσει ὁ μπαμπάς. Νά εἶσαι σίγουρος ὅτι μέ τήν ἴδια ἐλπίδα κοιμᾶται καί ξυπνάει κι ἡ Λίζα.
Σταμάτησε τό αὐτοκίνητο ἔξω ἀπό τό σπίτι του κι ὁ Μηνᾶς κοίταξε μέ εὐγνωμοσύνη τόν ἱερέα.
- Καλά Χριστούγεννα! τοῦ εὐχήθηκε.
- Ἐσύ, παιδί μου, Τόν προσκύνησες ἤδη στή φάτνη του. Τά ἔζησες τά Χριστούγεννα, τοῦ ἀπάντησε ὁ π. Ἀλέξανδρος καί ἐξαφανίστηκε μέσα στή νύχτα.
Ἡ φωνή τῆς τρομπέτας ἔφτασε χαρούμενη μέχρι τά αὐτιά του. «Ἅγια Νύχτα σέ προσμένουν μέ χαρά οἱ χριστιανοί».
Χτύπησε τό κουδούνι κι ἡ πόρτα ἄνοιξε. Οἱ τσυρίδες τῶν παιδιῶν του τοῦ φάνηκαν σάν καμπάνες κι ἡ Λίζα μπροστά στήν πόρτα σάν ἄγγελος.
- Συγχώρεσέ με, εἶπε μέ δάκρυα καί ἔπεσε στά πόδια τῆς γυναίκας του καί τά φίλησε, κι ἔνιωσε πώς προσκυνοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα τόν νεογέννητο Χριστό!
- Εἶζες, μανούλα, πού ἦθε νύτα ὁ μπαμπάς; εἶπε ἀθῶα ὁ Ἀνέστης καί σήκωσε τά χεράκια του νά τόν πάρει στήν ἀγκαλιά του.
- Μπαμπά, τό ξέλεις; Αὔλιο εἶναι Χλιστούγεννα!
- Εἶναι Χριστούγεννα, εἶναι Χριστούγεννα! φώναξε ὁ Μηνᾶς καί ἀφήνοντας τόν γιό του κάτω ἅρπαξε τά χέρια τῆς μάνας του καί τά φίλησε.
- Μέρα πού εἶναι, μάνα, συγχώρα με κι ἐσύ! Αὔριο ὁ π. Ἀλέξανδρος μᾶς περιμένει ὅλους στήν ἐκκλησία, εἶπε μέ νόημα κι ἡ μάνα, πού κατάλαβε, τόν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της σάν τότε πού ἤτανε μωρό.
-Δόξα τῷ Θεῶ! εἶπε ἁπλά.
Τά γέλια, οἱ φωνές καί ἡ τρομπέτα στή διαπασῶν ἑνώθηκαν μέ τόν ὕμνο τόν ἀγγέλων. Ὅλα μηνοῦσαν Χριστούγεννα!
Ἑλένη Βασιλείου