Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὅπως ἀφηγοῦνται οἱ λίγοι ὑποτακτικοί του, «δέν ἦταν πρακτικός καί πολυπράγμονας, ἀλλά ὅ,τι μικρό ἔκανε, πολλές φορές ἄτεχνα, τό ἔκανε μέ μεράκι καί κόπο καί πολύ ἱδρώτα». Ἦταν σταθερό φρόνημά του νά μήν ἀσχολεῖται μέ πράγματα πού δέν ἤξερε καλά. Καί τά πράγματα πού πραγματικά τόν ἐνδιέφεραν ἦταν πολύ λίγα. Ἐπανερχόταν κάθε φορά στό ἴδιο θέμα: «Ἐδῶ ἤρθαμε γι᾽ αὐτόν τόν Ἑσπερινό, τόν κανόνα, τόν Ὄρθρο, τό Ἀπόδειπνο. Ἄν τά ἀφήνουμε ἤ τά κάνουμε μισά μέ χίλιες προφάσεις, τότε γιατί καθόμαστε ἐδῶ;». Ἡ συμβουλή του στούς μοναχούς του ἦταν «μήν ἀνοίγεστε, μήν ἀνοίγεστε», μέ τήν ὁποία ἐννοοῦσε τήν ἀποφυγή νέων πραγμάτων, ἰδεῶν, μεριμνῶν. Στό πολυώροφο κτήριο πού βρέθηκαν κάποτε δέν δεχόταν μέ κανέναν τρόπο νά μάθει πῶς χρησιμοποιεῖται ὁ ἀνελκυστήρας. - Πατῆστε το, γέροντα, νά κατέβουμε. - Ὄχι, πάτησέ το ἐσύ, ἔλεγε στόν ὑποτακτικό του, μέ δυσφορία ἄν τόν ἐπέμεναν.
Ἡ νέα χρονιά ἀγκομαχάει ἤδη ἀπ᾽ τό ξεκίνημά της μέ τά «θά» πού θά κάνουμε. Ἡ ὑπερδραστηριότητα εἶναι μιά τυραννία τῆς ἐποχῆς μας. Καί συνδυασμένη μέ τήν ὑπερπληροφόρηση ἔχουν πλέον ξεπεράσει τόν ἄνθρωπο καί τίς δυνατότητές του. Ὁ ἄνθρωπος στέκεται ἔκθετος ὑποκάτω τους.
«Χάσαμε τόν δρόμο μας», φωνάζουν ἐπιστήμονες, εἰδικοί μελετητές, καλλιτέχνες. Ἄλλοι γυρίζουν ταινίες πού ἑστιάζουν στό ἀργό, φυσιολογικό κύλισμα τοῦ χρόνου, γιά νά σταματήσουν ἔστω καί λίγο -ὅσο βλέπουμε τήν ταινία- τό τρεχαλητό τῆς ζωῆς μας. Σκηνές, ἄς ποῦμε, μέ ἀνθρώπους πού μόνο περπατοῦν σέ ἀκρολιμνιές καί ἀκροθαλασσιές καί μαζεύουν κοχύλια. Ἄλλοι ἐκδίδουν εἰδησεογραφικά ἔντυπα χωρίς εἰδήσεις, μέ στόχο νά τά διαβάσεις ἀφοῦ ξέρεις ἤδη τά γεγονότα, γιά νά ἀκυρώσουν ἔτσι τήν ξέφρενη βιασύνη γιά γρήγορη πληροφόρηση. Ἄλλοι ὀργανώνουν κινήματα «slow food», «slow travel», «slow reading», γιά νά σώσουν μιά ἀνυπεράσπιστη ἐποχή. Κι ὅλοι εἶναι σάν νά λένε «ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Ὅτι τό ἕνα εἶναι προτιμότερο ἀπ᾽ τά πολλά. Εἶναι καλύτερα νά διαβάσεις ἀργά ἕνα βιβλίο κι ὄχι πολλά βιαστικά. Καί εἶναι ἀκόμα καλύτερα ἄν, ἀντί γιά τά πολλά, καταφέρεις νά ξαναδιαβάσεις τό ἕνα βιβλίο πού σοῦ ἄρεσε. Ἐκστρατεῖες νέων σέ ὅλο τόν κόσμο προωθοῦν τό λίγο, τό ἕνα, τό ἀπαραίτητο γιά μιά ἰσορροπημένη, φυσιολογική, ἀνθρώπινη ζωή.
Κάτι ἤξερε, λοιπόν, ὁ γέροντας. «Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός». Τελειῶστε μέ ὅλα, γιά νά μπορέσετε νά μέ βρεῖτε. Ἔτσι εἶχε τελειώσει μέ ὅλα καί ᾽κεῖνος ὁ φλογερός χριστιανός ποιητής:
«Νά σβήσουν ὅλα κι ὅλα νά σιγήσουν• μονάχος μου θέλω νά βρεθῶ μαζί Σου, στήν ἔρημη ἀκρογιαλιά πού σπάει τό κύμα».
Πετώντας τά πολλά ὁ γέροντας εἶχε πλέον ὅλο τόν χρόνο δικό του, στήν ἐξουσία του. Πῶς τόν γέμιζε; Μέ προσευχή. Μνημόνευε μέρα-νύχτα λίστες ὁλόκληρες μέ ὀνόματα ζώντων καί κεκοιμημένων. Αὐτή ἦταν ἡ δουλειά του.
Ρώτησαν πρόσφατα σέ μιά συνέντευξη ἕναν γάλλο φιλόσοφο τί θά ἀπαντοῦσε στήν ἐρώτηση «τί ἐπάγγελμα κάνετε;». «Μαγεμένος, ἐρωτευμένος μέ τήν ἀνθρωπότητα», ἀπάντησε.
Τό ἐπάγγελμα τοῦ γέροντα ἦταν μᾶλλον «προσευχόμενος γιά τήν ἀνθρωπότητα»• πλήρους ἀπασχόλησης.
Ζ.Γ.