Στίς 28 Δεκεμβρίου 2020 ὁ πολυσέβαστος καί ἀγαπητός πατήρ Αὐγουστῖνος Μύρου, νικημένος ἀπό τόν κορωνοϊό, ὁλοκλήρωσε τή φωτεινή του τροχιά στή γῆ καί εἰσόδευσε στά οὐράνια σκηνώματα.
Κατά κοινή ὁμολογία ὁ π. Αὐγουστῖνος ὑπῆρξε μιά ἰδιαίτερα εὐλογημένη προσωπικότητα καί χαρισματική μορφή μέσα στήν ἐκκλησία. Ἀγωνίστηκε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν πολυσχιδῆ δράση του διακόνησε τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί κήρυξε τόν εὐαγγελικό λόγο χρησιμοποιώντας ὅλα τά χαρίσματά του καί ἀξιοποιώντας ὅλα τά μέσα τῆς ἐποχῆς μας. Ὑπῆρξε πραγματικός πνευματικός πατέρας γιά ἑκατοντάδες ψυχές. Ὁ Θεός τοῦ εἶχε δώσει τή χάρη νά ἀναγεννᾶ ψυχές γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία μέσα ἀπό τό κήρυγμα καί νά τίς στηρίζει μέ τό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως.
Ἀκροθιγῶς σέ ἕνα σύντομο βιογράφημα θά περιδιαβοῦμε τήν καρποφόρο ἐν Χριστῷ ζωή του.
Ὁ κατά κόσμον Παναγιώτης γεννήθηκε στό Παλαιογράτσανο τοῦ Δήμου Σερβίων - Βελβεντοῦ τοῦ Νομοῦ Κοζάνης τό 1952 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Γεώργιο -μετέπειτα ἱερέα- καί τήν ἀξιαγάπητη Σταυρούλα. Στά ἐφηβικά χρόνια ἀσφαλίσθηκε καί γαλουχήθηκε στό μαθητικό οἰκοτροφεῖο «Σαράντα Μάρτυρες» τῆς Κοζάνης, πού εἶχε ἱδρύσει ὁ ἀκαταπόνητος μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Σπουδαῖες προσωπικότητες ἐκεῖ, ὅπως ὁ θεολόγος Μιχάλης Εὐθυμίου καί ὁ καθηγητής Στέργιος Σάκκος, ἐνέπνευσαν τόν ἔφηβο Παναγιώτη.
Σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου ἀπό τήν ὁποία ἔλαβε τό πτυχίο μέ «ἄριστα», ἐνῶ διέμενε στό φοιτητικό οἰκοτροφεῖο τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη «Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων» καί συμμετεῖχε σέ ὅλους τους ἀγῶνες τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Κλασική Φιλολογία τοῦ ἴδιου Πανεπιστημίου. Ἀργότερα ἀπό τό Πανεπιστήμιο τοῦ Durham τῆς Ἀγγλίας, ἔλαβε τό Master of Arts στή Βιβλική καί Πατερική Θεολογία, ἐνῶ ἡ Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης ἐνέκρινε μέ «ἄριστα» τή διδακτορική του διατριβή «Οἱ ἀπόστολοι καί ἡ διακονία τους κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο». Ἐπιπλέον, παρακολούθησε σειρά θεολογικῶν μαθημάτων σέ εἰδικό Σεμινάριο στό Pittsburg τῆς Ἀμερικῆς. Ἔλαβε μέρος σέ Διορθόδοξα Θεολογικά καί Ἐπιστημονικά Συνέδρια, ὅπου οἱ εἰσηγήσεις του ἀνέδιδαν τήν ἀπαρέγκλιτη ἀφοσίωσή του στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί στή γραμμή τῶν πατέρων.
Μετά τή στρατιωτική του θητεία, ἐπιδόθηκε στό ἱεραποστολικό ἔργο. Τό μαθητικό οἰκοτροφεῖο τῆς Μητροπόλεως Φλωρίνης στό Ἀμύνταιο, οἱ «Σαράντα Μάρτυρες» στήν Κοζάνη, οἱ Κατασκηνώσεις τῆς Μητροπόλεως Φλωρίνης, τοῦ Ζιάκα Γρεβενῶν, ὅπου προσέφερε τίς ὑπηρεσίες του διακονώντας τίς παιδικές ψυχές, μποροῦν νά μαρτυρήσουν γιά τόν ἱεραποστολικό του ζῆλο, τό ἄψογο παράδειγμα, τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, τήν ἁγία βιοτή του.
Ἐπί δεκαετία ὡς λαϊκός ἱεροκήρυκας περιόδευσε ὅλες τίς ἐνορίες τῆς Μητροπόλεως Κοζάνης μέ τήν εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτη Διονυσίου Ψαριανοῦ. Ἡ ἀγάπη του γιά τή νεότητα τόν ὑπέβαλε στόν κόπο νά ἐξασφαλίσει εἰδικό χῶρο γιά τήν καλλιέργεια καί τήν ψυχαγωγία τῶν νέων. Διαμόρφωσε ἡμιτελές κτήριο στήν Κοζάνη σέ Κέντρο Νεότητος, τό ὁποῖο διηύθυνε ἐπί δεκαετία, καλλιεργώντας ἐκκλησιαστικά καί πνευματικά ἑκατοντάδες παιδιά καί νέους. Βεβαίως, τήν κηρυκτική καί κατηχητική του διακονία γεύθηκε καί ἡ εὐρύτερη περιοχή τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας καί πολλές πόλεις τῆς πατρίδας μας. Ἡ Ἀδελφότητά μας ἀπήλαυσε τόν ἐποικοδομητικό λόγο του στό βῆμα τῆς κεντρικῆς αἴθουσας, σέ συνάξεις φοιτητῶν καί ἀνδρῶν, στίς κατασκηνώσεις μας καί μάλιστα τῶν οἰκογενειῶν.
Προκειμένου νά προετοιμασθεῖ γιά τή χειροτονία του, παρέμεινε ἐπί ἑξάμηνο στήν Ἱερά Μονή Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ κουρά του καί ἡ εἰς διάκονον χειροτονία του ἔγιναν ἀπό τόν πρώην Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κυρό Διονύσιο, ἐνῶ ἡ εἰς πρεβύτερον ἀπό τόν μητροπολίτη Ἐλασσῶνος κυρό Βασίλειο· πνευματικό του εἶχε τόν ἀείμνηστο διακεκριμένο γέροντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους π. Γεώργιο Καψάνη καί στή συνέχεια τόν π. Πανάρετο Γρηγοριάτη, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη λίγες ὧρες μετά τόν π. Αὐγουστῖνο.
Μετά τή χειροτονία του ὁρίσθηκε ὑπεύθυνος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καί Κοζάνης γιά τή Νεότητα καί τήν Κατήχηση, καθώς καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων. Ἐπί μία δεκαπενταετία φρόντισε γιά τή στελέχωση δεκάδων ἐνοριῶν μέ κατηχητές καί κατηχήτριες καί τή δημιουργία Κατηχητικῶν Συνάξεων γιά ἐνήλικες. Ἀνακαίνισε παλιές Κατασκηνώσεις κοντά στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ δήμου Βελβεντοῦ, οἱ ὁποῖες λειτούργησαν μέ τήν προσωπική του ἐπιστασία γιά μία ἑπταετία ὡς Κατασκηνώσεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί φιλοξένησαν ἑκατοντάδες παιδιά.
Στό πλαίσιο τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας διατηροῦσε ἐπί μία καί πλέον δεκαπενταετία ἐκπομπή σέ τοπικό τηλεοπτικό κανάλι τῆς Κοζάνης, πραγματευόμενος θέματα θεολογικά, ἐκκλησιαστικά, κοινωνικά καί ἱστορικά.
Ἀναλώθηκε στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας λειτουργώντας, ἐξομολογώντας, στηρίζοντας, νουθετώντας, δίνοντας τό «παρών» σέ κάθε ἀγωνιστική προσπάθεια (τελευταῖα στούς ἀγῶνες γιά τή Μακεδονία) προσφέροντας πνευματική τροφή σέ ὅλους ἐκείνους πού ἀναζητοῦσαν τήν ἀλήθεια κυρίως στήν Κοζάνη, ἀλλά καί γενικότερα στήν Ἑλλάδα καί στήν Κύπρο, ὅπου τόν καλοῦσαν γιά διαλέξεις. Ἡ ὁμιλητική καί κηρυκτική ἱκανότητα, ὁ πλοῦτος τῶν θεολογικῶν καί κοινωνικῶν γνώσεών του, καθήλωνε τούς ἀκροατές καί τούς συνήρπαζε. Σεμνός καί ἱεροπρεπής, λιτός καί σοβαρός, ἀσκητικός καί πράος ἔτρεχε μέ ζῆλο καί αὐταπάρνηση, μέ δάκρυα καί θυσία μέχρι τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του.
Τό συγγραφικό του ἔργο, πολύτιμη παρακαταθήκη γιά τήν Ἐκκλησία μας, ὑπῆρξε, ἐπίσης, σημαντικό. Συμβολή στήν ἱστορία ἀποτελεῖ τό βιβλίο του «Ἡ ἀντίσταση τῆς ἀγάπης», στίς σελίδες τοῦ ὁποίου ἀποτυπώνεται ἡ προσφορά καί διακονία κατά τή γερμανική Κατοχή τοῦ τότε ἱεροκήρυκα π. Αὐγουστίνου Καντιώτη στήν Κοζάνη. Θέματα ἁγιογραφικά, πνευματικά, κοινωνικά μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στή νεότητα, ἀλλά καί ἀντιαιρετικά ἀπασχόλησαν τή γραφίδα του. Κάποια ἀπό τά βιβλία του μεταφράστηκαν σέ ξένες γλῶσσες, ἐνῶ πολλά ἄρθρα του δημοσιεύθηκαν σέ περιοδικά καί ἐφημερίδες. Γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ ὀρθόδοξου φρονήματος μετέφρασε βιβλία ἀπό τά ἀγγλικά, γραμμένα ἀπό πρώην προτεστάντες οἱ ὁποῖοι ἔγιναν Ὀρθόδοξοι, ὅπως τό γνωστό τοῦ Frank Schaeffer «Χορεύοντας μόνος, ἀναζητώντας τήν ὀρθόδοξη πίστη στόν αἰῶνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν». Νά σημειώσουμε ὅτι ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός χαρακτήριζε τόν π. Αὐγουστῖνο «πεπνυμένο (=σοφό) συγγραφέα καί φιλότιμο μεταφραστή».
Μέ ἰδιαίτερο μεράκι, ἄοκνες προσπάθειες, μεγάλες θυσίες καί πολλά ὄνειρα ἀνήγειρε ἐκ θεμελίων τήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Παλαιογράτσανου, σέ πατρικό του κτῆμα. Ἐκεῖ παρεῖχε πλούσιες λειτουργικές καί ἄλλες πνευματικές εὐκαιρίες στά πνευματικά του παιδιά ἀλλά καί σέ κάθε εὐλαβῆ προσκυνητή, μέχρι τήν ἡμέρα πού ἀναχώρησε γιά τό Νοσοκομεῖο. Ἀπό κεῖ παρέλαβαν οἱ ἄγγελοι τήν ψυχή του, πού στό πέρασμα τῶν 68 του χρόνων φρόντιζε καθημερινά μέ ἐπιμέλεια καί ἀγωνιστικότητα γιά τόν ἐξαγιασμό της.
Σεβαστέ καί ἀγαπητέ μας πάτερ Αὐγουστῖνε, ἀπό κεῖ πού βρίσκεσαι μαζί μέ τούς τόσους ἄλλους ἀγαπητούς μας, στή «χώραν τῶν στεφάνων», στή «μείζονα πατρίδα», σέ παρακαλοῦμε νά πρεσβεύεις στόν Ὕψιστο Θεό γιά ὅλους ἐμᾶς πού μαζί συμπορευθήκαμε στόν κοινό ἀγώνα τῆς πίστεως. Μή σταματήσεις νά δέεσαι στό οὐράνιο θυσιαστήριο καί νά μᾶς ἀσφαλίζεις μέ τίς πρεσβεῖες σου «στόν στόχο πρός τήν ἁγιότητα», ὅπως συνήθιζες νά μᾶς τονίζεις. Νά ἔχουμε τήν εὐχή σου!
Ἡ Συντακτική Ἐπιτροπή τοῦ περιοδικοῦ