Ἀπόγευμα ἦταν. Προχωροῦσα σκυφτή καί σκεπτική, ὅταν ἔπεσε τό βλέμμα μου στό πλακάκι τοῦ πεζοδρομίου, πού κάποιος τοῦ ᾽δωσε λαλιά καί κεῖνο πρόδωσε τόν καημό του: «Πήρα καινούργια παπούτσια. Μά θέλω καινούργια ΚΑΡΔΙΑ».
Σήκωσα τό βλέμμα μά ἡ σκέψη ἔμεινε ἐκεῖ... Καινούργιος χρόνος, γιορτές. Κι οἱ βιτρίνες γεμάτες «καινούργια παπούτσια», νέες τεχνολογίες, νέες τάσεις τῆς μόδας... νέα... ὅλα νέα, αὐτό εἶναι ἀλήθεια. Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ σημερινή ἐποχή προσφέρει τά «καινούργια» -σέ λίγους μόνον ἔστω- ἁπλόχερα... Θά περίμενε κανείς νά ᾽ναι ἱκανοποιημένος ὁ ἄνθρωπος τοῦ 21ου αἰ. πού περιστοιχίζεται ἀπό καινούργια πράγματα. Τό πλακάκι τοῦ πεζοδρομίου ὅμως διαλαλεῖ βουβά πώς ὅλα τά «καινούργια παπούτσια» τοῦ κόσμου δέν ἱκανοποιοῦν τόν ἄνθρωπο. Τοῦ λείπει ἡ «καινούργια καρδιά». Ὁ ἄνθρωπος τῆς νέας ἐποχῆς, ὁ λάτρης τοῦ καινούργιου, ὁ ἄνθρωπος πού ἐπιθυμεῖ νά ἀντικαταστήσει τό παλιό του ροῦχο μέ καινούργιο πολύ γρήγορα, πού ὀφείλει νά συμβαδίζει μέ τή μόδα γιά νά εἶναι in, δέν πρόσεξε κάτι, τοῦ διέφυγε τό σημαντικότερο: νά ἀντικαταστήσει τήν ξεφτισμένη του καρδιά μέ νέα. Φαίνεται νά ξεχνᾶ ὅτι αὐτό πού χρειάζεται ὄντως εἶναι μιά «καινούργια καρδιά».
Καί ἀναρωτήθηκα: Πῶς πάλιωσε ἡ ἀνθρώπινη καρδιά; Καί ὑπάρχει τώρα δυνατότητα νά ἀντικατασταθεῖ;
Ἐπέστρεψα στό σπίτι ἐκεῖνο τό ἀπογευματινό κι ἄνοιξα τό ἀσφαλέστερο καταφύγιο τῆς σκέψης μου, τήν ἁγία Γραφή, τήν πάντα νέα. Διάβασα ἐκεῖ ὅτι ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου, σέ μένα τόν ἄνθρωπο ἔδωσε μιά καρδιά «κατά» τή δική Του «εἰκόνα» (βλ. Γέ 1, 26), μιά καρδιά νά μήν παλιώνει ποτέ... καί ἐπειδή Ἐκεῖνος μοῦ τή χάρισε, Ἐκεῖνος «μονώτατος» τή γνωρίζει (βλ. Γ´ Βα 8,39). Ἀλλά ἐγώ τήν κουρέλιασα μέ τήν ἁμαρτία μου. Ἀμαύρωσα μέ τήν κάπνα τῆς παρακοῆς τή θεϊκή της λάμψη, κι ἀπό τότε ἀναζητῶ μές στούς αἰῶνες μιά νέα καρδιά. Τήν ἀναζητῶ μέχρι καί σήμερα πού ἡ ἀλαζονεία μου θέριεψε καί χτίζω τόν ἕνα πύργο τῆς Βαβέλ μετά τόν ἄλλο. Τήν ἀναζητῶ μέχρι καί σήμερα πού ἡ ἀλαζονεία μου θέριεψε καί χτίζω τόν ἕνα πύργο τῆς Βαβέλ μετά τόν ἄλλο. Πῶς ὅμως νά τό ᾽μολογήσω; Πῶς νά κατέβω ἀπό τόν «πύργο» τῶν ἐπιτευγμάτων μου; Κι ἔτσι, δίνω φωνή στά ἄψυχα πλακάκια του πεζοδρομίου...
Μά ὁ Κύριος, Ἐκεῖνος πού μέ προίκισε μέ μιά ἀγέραστη καρδιά, ἐπειδή εἶναι ὁ ἴδιος χθές καί σήμερα καί αὔριο (βλ. Ἑβ 13,8), αἰῶνες τώρα προσκαλεῖ: «υἱέ μου, δός μοι σὴν καρδίαν», παιδί μου, δῶσ’ μου τήν καρδιά σου, νά τήν καθαρίσω, νά τήν ἀτσαλώσω, νά τήν κάνω «καρδίαν καινήν» (Ἰζ 36,26), νέα, ὅπως ἀκριβῶς τήν ποθεῖς. Μόνον ἐσύ «διάρρηξε» (βλ. Ἰλ 2,13) τό ξεφτυσμένο ροῦχο πού τῆς φόρεσες καί ντύσε την μέ τήν πρώτη ἐκείνη ὀμορφιά. Κι ἄσε με νά βάλω τή σφραγίδα μου πάνω της (βλ. Ἆσ 8,6), νά εἶναι γιά πάντα νέα. Τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί μόνο τότε, ἡ καρδιά «εὐφραίνεται» (Ψα 18, 19) καί τό πρόσωπο «θάλλει» (Πρμ 15,13).
Αὐτά μαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ πάντα νέος.
Σήμερα, καημοί, βάσανα καί στεναγμοί γίνονται τραγούδια, ζωγραφίζονται στούς τοίχους. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀκοῦς τίς μεγαλύτερες ἀλήθειες, ἄν σταθεῖς καί άφουγκραστεῖς τούς ἀνώνυμους αὐτούς ἀναστεναγμούς τῶν δρόμων. Ἡ ἀπρόσωπη ἐποχή μας μάχεται νά μηδενίσει τό πρόσωπο ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐκμηδενίσει τό πνεῦμα. Ἡ πνοή τοῦ Θεοῦ μέσα στή χωμάτινη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου διψᾶ γιά τήν πρώτη ἐκείνη καρδιά τήν καινούργια, ἀλλά ἀγνοεῖ ὅτι ἀποκτᾶ κανείς καινούργια καρδιά μόνον ἄν τήν προσφέρει σ’ Αὐτόν πού τήν ἔπλασε. Ἀλλιῶς ἡ ζωή τοῦ δίνει τά «καινούργια παπούτσια»... στό χέρι. Καί τά μέν γυμνωμένα πόδια περπατοῦν, ναί περπατοῦν, ὁ ἄνθρωπος ὅμως χωρίς καρδιά δέν ζεῖ. Γι’ αὐτό καί τό πνεῦμα βρίσκει ἄλλες ἀτραπούς καί κραυγάζει σέ μιά πέτρινη γλῶσσα, ξεστομίζοντας ἀλήθειες σκληρές: «θέλω καινούργια ΚΑΡΔΙΑ»!
Αὐτό μοῦ ὁμολόγησε τό πλακάκι τοῦ πεζοδρομίου ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα.
Δ. Καλογεράκη