Γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα

patrida  Τόν φετινό Μάρτιο συμπληρώνονται διακόσια χρόνια ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἡ ὁποία ἀνέστησε τό σκλαβωμένο γένος.
  Μέγιστη ἐπέτειος. Τό ἑλληνικό ἔθνος καθηλωμένο ἐπί τετρακόσια χρόνια στό ἰκρίωμα τῆς δουλείας, ὑπομένοντας τά πάνδεινα, ὅσα μπορεῖ νά φαν­τα­στεῖ ὁ νοῦς καί ὅσα δέν μπορεῖ, ἀποφάσισε νά ὑψώσει γιά τελευταία φορά τά χέρια του στόν ἅγιο Θεό ἱκετευτικά καί ἤ νά ἐλευθερωθεῖ μέ τή χάρη του ἤ νά πεθάνει. Δέν εἶχε πιά ἄλλες ἀντοχές. Ὁ ραγιάς δέν εἶχε κανένα δικαίωμα οὔτε στό βιός του οὔτε στήν οἰκογένειά του οὔτε κἄν στόν ἑαυτό του. Ὁ βάρβαρος Τοῦρκος τόν βασάνιζε μέ χίλιους δυό τρόπους. Δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά ἔχει οὔτε τή στοιχειώδη ἀξιοπρέπεια. Καί ποιά ἀξιοπρέπεια νά ἔχεις, ὅταν δέν μπορεῖς νά ὁρίζεις τή ζωή σου! Πόσο συν­­­­­­­ε­πῶς προκλητικές εἶναι οἱ θέσεις κάποιων ἱστορικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν ἀσφάλεια τοῦ γραφείου τους ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ Ἕλληνες τόν τελευταῖο αἰώνα τῆς Τουρκοκρατίας ἀπολάμβαναν πλοῦτο καί δύναμη! Ναί, συνέβαινε ἐνίοτε κάτι τέτοιο, ἀλλά τί μ’ αὐτό; Αὐτή ἡ ἄνεση ἀφοροῦσε ὁρισμένους καί ἦταν διαρκῶς ὑπονο­μευ­μένη ἀπό τόν φόβο, τούς ἐξευτελιστικούς φόρους καί τά ἀτιμωτικά μπαξίσια.
  Ὅμως ὁ Ἕλληνας τοῦ 1821 -τό μαρτυροῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἀγωνιστές- περισ­σότερο ἀκόμη καί ἀπό τόν ἑαυτό του, ἔνιωθε χρέος νά ὑπερασπιστεῖ δύο ἄλλα μεγέθη. Τό πρῶτο ἦταν ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Μετά τήν ἅλωση τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινούπολης, οἱ ὀθωμανοί κατακτητές ἐπιδόθηκαν σέ ἀνή­κουστες θηριωδίες καί, ἐνῶ πρίν ἄνθιζε στόν τόπο μας ἕνας παγκόσμια ζη­λευ­τός πολιτισμός, μέσα σέ λίγο χρόνο ἡ Ρωμιοσύνη βυθίστηκε στό αἷμα καί στήν ἐξαθλίωση. Ὁ Ἑλληνισμός μπροστά στήν τυφλή καί μανιώδη ἀπειλή τοῦ ξίφους καί προδομένος ἀπό τούς ἄσπονδους φίλους του παρέπαιε. Ἡ μόνη πού τοῦ στάθηκε παράκλητος καί κατα­φύγιο ἦταν ἡ εὐλογημένη πίστη τῶν πατέρων του, ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στούς ναούς της, πού τώρα πιά χτίζονταν ταπεινοί καί σκυφτοί -λές, ὅπως ὁ ραγιάς-, ἐξακο­λου­θοῦσε νά ἀνάβει τρεμάμενο τό καντήλι ὄχι μόνον τοῦ Χριστοῦ ἀλλά μαζί, ἀχώριστα, καί τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας. Ὅπως τό βρέφος στρέφεται ὄχι μέ πίεση ἀλλά ἐν­στικτωδῶς στόν μαστό τῆς μητέρας του, ὁ ὑπόδουλος Ρωμιός γιά νά τραφεῖ καί ν’ ἀν­τέξει, προπάντων σάν πνεῦμα καί φρόνημα, στράφηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή στήν Ἐκκλησία καί στά νάματά της. Ἄλλωστε ποῦ ἀλλοῦ θά μπο­ροῦσε; Οἱ σοφοί, οἱ δάσκαλοι, οἱ πε­παιδευμένοι, βλέποντας τή θύελλα τοῦ ἰσλαμισμοῦ νά ζυγώνει, εἶχαν φύγει γιά τή Δύση, καί τώρα πολλοί ἀπ’ αὐτούς δίδασκαν μέ ἄνεση στά ἰταλικά πανε­πι­στήμια. Ποιός λοιπόν θά στήριζε τήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ λαοῦ; Ἔτσι οἱ μοναχοί, οἱ ἱερεῖς, οἱ ἐπίσκοποι ἔγιναν καί πατέρες τοῦ ἔθνους παί­ζοντας ἤ καί χάνοντας τό κεφάλι τους, καί ἀνέλαβαν βάρη πού δέν τούς ἀναλογοῦσαν. Γιά νά μποροῦν σήμερα ποικίλοι κήνσορες μέ τίς γραβάτες καί τά κο­στούμια τους νά ἀποφαίνονται ὅτι ἦταν προδότες· καί νά διαφημίζουν σάν σωτῆρες διάφορους καλοζωι­σμέ­νους πού ἀπαιτοῦσαν ἀπό τήν Ἑσπερία, ὅπου βρίσκονταν, νά μάθει ὁ ραγιάς δακτυλικό ἑξάμετρο καί τίς τραγωδίες τοῦ Αἰσχύλου, ἄν ἤθελε νά γίνει ἄνθρωπος!…
  Ἡ δεύτερη ἔγνοια τοῦ Ἕλληνα τοῦ ’21 ἦταν ἡ πατρίδα. Ἡ πατρίδα δέν εἶχε στόν νοῦ του σαφῆ σύνορα, εἶχε ὅμως ἕνα κέντρο, τήν πολυπόθητη καί ὀνειρε­μένη Πόλη. Εἶχε ἐπίσης κι ἕναν βασιλιά, τόν Κωνσταντῖνο ΙΑ΄ Παλαι­ο­λόγο, ὁ ὁποῖος στή συλλογική λαϊκή ἀντίληψη δέν εἶχε πεθάνει· ζοῦσε καί ἀναμενόταν νά ἐπιστρέψει θριαμβευτής. Τέλος, εἶχε καί μιά μεγάλη ἐκκλησία, τήν Ἁγία Σοφία, ὅπου σαρ­κώ­νονταν καί ὑποστασιάζονταν τό «εἶναι» καί οἱ λαχτάρες τοῦ Ρωμιοῦ κάτω ἀπό τή σκέπη τοῦ δεσπότη Χριστοῦ. Στήν ἐποχή μας βέβαια ὅλα αὐτά ἀκούγονται ρομαν­τικά, ἀφελῆ ἤ ἀκόμη καί ἐπικίνδυνα, διότι μᾶς ἔχουν πείσει ὅτι προέχει ὁ ρε­αλισμός καί τό «ἐφικτόν». Ἔχει σκιάσει τίς καρδιές ἕνα σύννεφο συνθημάτων τοῦ τύπου «ἀνήκομεν εἰς τήν Δύσιν», «δέν διεκδικοῦμε τί­ποτε», «χαμένες πατρίδες», «νά ξανα­γράψουμε τήν ἱστο­ρία», «οὐδετερόθρη­σκο κράτος» κττ. πού ἔγινε κα­θε­στώς. Δέν διαθέτουμε οἱ σύγχρονοι Νεοέλληνες τήν «τρέλα» τοῦ Κολοκοτρώνη καί τῶν συνα­γωνιστῶν του. Ὡστόσο ἀκόμη κι ἔτσι, ἀκόμη καί μέ ἀκρωτηριασμένη τήν πατριωτική μας συνείδηση, σήμερα ἀπό τό βῆμα αὐτό κι ἀπό ἄλλα ὁμόφρονα καί ἀπό κάθε ψυχή πού πάλλεται καί συγκινεῖται ὅταν ἀφουγκράζεται τό ὄνομα «Ἑλλάς», θέλουμε νά δηλώσουμε ξεκάθαρα πρός κάθε κατεύθυνση πώς δέν εἴμαστε σέ καμιά περίπτωση διατε­θειμένοι νά ἀποδεχτοῦμε τετελεσμένα εἰς βάρος τοῦ ἔθνους. Καί ἡ ὑποχωρη­τικότητα ἔχει τά ὅριά της.
  Ἔλαχε λοιπόν στή γενιά μας ἡ μεγάλη τιμή νά γιορτάσει μιά τόσο σπουδαία ἐπέτειο. Ὅμως πῶς θά τή γιορτάσει; Μέ ἄν­ευρες κουλτουριάρικες ἐκδη­λώ­σεις, μέ ἐντυπωσι­α­κές πολυέξοδες καί πο­λύχρωμες φιέ­στες ἤ μέ ταπεινό ἀνα­βα­πτισμό στό πνεῦμα τῶν ἡρώων; Θά ἔ­λεγε κανείς ὅτι εἶναι μᾶλλον μάταιο νά αἰσιοδοξοῦμε, ὡσ­τόσο οἱ τελευταῖ­ες ζεστές κινη­το­ποι­ή­σεις τῶν νέων γιά τά μεγάλα ἐθνικά μας θέματα δείχνουν ὅτι ὑπάρχει μαγιά, ὑ­πάρχει ἐλπίδα. Ἀρ­κεῖ ἐμεῖς οἱ μεγα­λύτεροι νά μήν ἀπο­γοητεύσουμε μέ τήν ἀσυνέπειά μας αὐτά τά παιδιά, ὅπως συ­νηθίζουμε, ὥστε νά ξα­ναζήσει ἐπιτέλους τό ἡρωικό φρό­νημα καί νά ἀ­γωνιστεῖ ἡ και­νούρ­για γενιά ἀ­ναγεν­­νη­μένη γιά τά ἱερά ἰδανικά τῆς πίστης στόν τριαδικό Θεό καί τῆς πα­τρίδας.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

"Ἀπολύτρωσις", Μάρτ. 2021