Νεομάρτυρες, ψυχές ἀδούλωτες

ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ cΜέσα στό βαρύ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς, πού τύλιγε τό γένος μας τετρακόσια ὁλάκερα χρόνια, προβάλλουν λαμ­πάδες ὁλόφωτες μέ ἀναστάσιμο, ἐλπιδοφόρο φῶς οἱ μορφές τῶν νεομαρτύρων.
Ἀπό τή μαρτυρική Κωνσταντινούπολη ὥς τή λεβεντογέννα Κρήτη, ἀπό τήν ἀδούλωτη Ἤπειρο, τήν ἡρωική Μα­­κεδονία καί τή Θράκη, τή Θεσσαλία, τή Ρούμελη καί τόν θρυλικό Μοριᾶ ὥς τά θαλασσοφίλητα νησιά, τό χῶμα τῆς Ἑλλάδας ποτίστηκε ἀπό τήν ἱερή θυσία τῶν νεομαρτύρων. Κάθε τόπος κι ἕνα ὄνομα καί μιά αἱματοβαμμένη ἱστορία κι ἕνα σεμνό καύχημα.
Ἀδύναμοι καί ἄοπλοι οἱ νεομάρτυρες στάθηκαν μπροστά στούς πανίσχυρους κατακτητές καί τούς νίκησαν μέ τή σοφία, τήν παρρησία καί τήν ὑπομονή τους. Ἀναδείχτηκαν ἀληθινά ἐ­λεύθεροι, καί ἄς ἦταν σκλάβοι· ἀ­δούλωτες, ἀπροσκύνητες ψυχές σέ χαλεπούς καιρούς δεινῆς δουλείας. Ἐκφράζουν μέ τήν ἑκούσια θυσία τους τή συνείδηση ἑνός ὁλάκερου λα­οῦ, πού μπορεῖ νά καταπιέζεται βάναυ­σα, εἶναι ὅμως ἀποφασισμένος νά μήν ἀπολέσει τήν ταυτότητά του, νά μήν ἀπεμπολήσει τήν ἀτίμητη προγονική κληρονομιά.
Ἀπό τό 1453 μέχρι καί τήν ἀναγνώριση τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους ἡ βάναυση συμπεριφορά τοῦ βάρ­βαρου κατακτητῆ ὁδηγεῖ πιστούς χριστιανούς σέ ἄδικες καί εἰκονικές δί­κες μέ μία καί μόνη ἀπαίτηση: τήν ἄρ­νηση τῆς χριστιανικῆς πίστης, τή βλα­σφημία τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀ­πάντηση λιτή ἀλλά συγκλονιστική, ἴ­δια μέ ἐκείνη τῶν πρώτων μαρτύρων: «Εἶμαι χριστιανός, δέν ἀλ­λάζω τήν πί­στη, δέν ἀρνοῦμαι τόν Χριστό!». Εὐ­ω­διάζει ὁ ἀγέρας καί χαμη­λώνει ὁ οὐρανός μπροστά στή γενναία ὁμολογία. Τά βασανιστήρια πού ἀκολουθοῦν εἶναι φρικτά, ἀνήκουστα, ἀ­πάνθρωπα.
Ἄλλοτε πάλι ἡ βιαιότητα καί ἡ αὐ­θαιρεσία τῶν Τούρκων ὁδηγεῖ κάποιους Ἕλληνες στήν ἄρνηση τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα καί στήν περιτομή. Οἱ ἀρνητές τότε κατακλύζονται ἀπό τύψεις συνειδήσεως. Συχνά καταφεύγουν στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐκφράζουν τή μετάνοιά τους, ἐξαγνίζονται στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ἐνισχύ­ονται μέ τήν πνευματική ἄσκηση. Καί σάν ριζώνει μέσα τους ἡ ἱερή ἀπόφαση, μέ τήν καθοδήγηση ἔμπειρων πνευματι­κῶν πατέρων φέρνουν τά βήματά τους στόν τόπο ὅπου ἀρνήθηκαν τόν σωτή­ρα Χριστό. Ἐκεῖ τώρα μέ παρρησία ὁ­μολογοῦν τό λάθος τους, δια­λαλοῦν τήν ἀληθινή πίστη καί μέ εὐ­φρο­σύνη δέχονται τούς βασανισμούς καί τόν θάνατο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ εἴδηση τοῦ μαρτυρίου τῶν πολύαθλων παιδιῶν τῆς Ἐκκλησίας κυκλοφοροῦσε σάν ἀστραπή σέ κάθε γω­νιά τῆς τουρκοκρατούμενης γῆς μας. Ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό γειτονιά σέ γειτονιά. Ἀναρρίπιζε τή φωτιά τῆς πίστης στήν καρδιά τῶν ταλαίπωρων ραγιάδων, ἐνίσχυε τήν ἀποσταμένη ἐλ­πίδα, γινόταν ἔλεγχος γιά τούς δειλούς, ἐνθάρρυνση γιά τούς ἀγωνιστές. Πότιζε μυστικά καί ἀθέατα, ἀλλά βαθιά καί οὐσιαστικά τόν πόθο γιά τή λευτεριά. Γιγάντωνε τή δύναμη τῆς ἀντίστασης στούς βίαιους ἐξισλαμισμούς. Γινόταν διήγηση στά μικρά παιδιά δημιουργώντας θαυμασμό καί πόθο μίμησης τῶν ἀσυμβίβαστων ἡρώων τῆς πίστης καί τῆς πατρίδας.
Κυρηναῖος στόν βαρύ Γολγοθᾶ τοῦ γένους ὁ κάθε νεομάρτυρας λάφρωνε τόν σταυρό τοῦ σκλαβωμένου Ἕλληνα καί στέργιωνε τήν πίστη πώς ἡ λευτεριά θά ἔρθει, ἀρκεῖ νά φυλαχθεῖ τό πρῶτο καί τό μέγιστο: ἡ πίστη στόν Ἐλευθε­ρω­τή, τόν ἐσταυρωμένο καί ἀναστημέ­νο Κύριο. Ἀρκεῖ νά μείνει τό γένος ἀσφαλισμένο στήν Κιβωτό τῆς σωτηρί­ας, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Οἱ χριστιανοί μέ κάθε τρόπο φρόντιζαν νά συλλέγουν εὐλαβικά τά ἱερά λείψανα τῶν θυμάτων τῆς τουρκικῆς θηριωδίας καί νά τά ἐνταφιάζουν μέ τιμή, ἀποδίδοντας χρέ­ος εὐγνωμοσύνης στούς μαρτυρικούς ἀδελφούς. Τούς συγκλόνιζε τό θαυμαστό, γλυκύτατο φῶς πού συχνά τύλιγε τό βασανισμένο σῶμα τοῦ μάρτυρα, ἐπι­­βε­βαίωση πώς ὁ οὐρανός στεφανώνει τόν γενναῖο ἀθλητή καί βραβεύει τήν ὁμολογία του.
Οἱ νεομάρτυρες ἁγιογραφοῦνται πολλές φορές ἀπό συγχρόνους τους, φίλους ἤ συγγενεῖς, μέ τήν παραδο­σιακή φορεσιά τῆς ἐποχῆς, τή φουστανέλα καί τά τσαρούχια. Ἀναδεικνύονται προστάτες καί πολιοῦχοι πόλεων καί χωριῶν, πού καυχῶνται γιατί γέννησαν καί ἀνέθρεψαν ἕναν ἀξιοθαύμαστο πρό­­μαχο τῶν ὑψηλῶν ἰδανικῶν τῆς φυλῆς μας.
Πραγματικά, στούς βίους τῶν νεομαρτύρων ἀνιχνεύουμε τούς πνευματικούς προδρόμους τῆς ἐθνικῆς μας πα­λιγγενεσίας, αὐτούς πού ἄνοιξαν τόν δρόμο γιά τή λευτεριά καί πότισαν τίς ρίζες της μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.
Ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες ζώντας ἀνέμελα σέ τούτη τήν πατρίδα, τήν ποτισμένη μέ αἵματα μαρτύρων καί ἡρώων, ἄς κρατοῦμε ἀναμμένη μέσα μας τή φλόγα τῶν νεομαρτύρων, γιά νά μεταλαμπαδεύεται τό φῶς ἀπό γενιά σέ γε­νιά, γιά νά κυματίζει ἀδιάκοπα τό λά­βαρο τοῦ σταυροῦ στόν γλαυκό οὐ­ρα­νό μας καί νά ἀσφαλίζει τό παρόν καί τό μέλλον μας. Ἔτσι θά εἶναι πάντα ἡ Ἑλ­λάδα μας φάρος πολιτισμοῦ στήν οἰ­κουμένη καί κοιτίδα τῆς ἀληθινῆς ἐλευ­θερίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ἰχνηλάτης