Παιδιά τῆς Σαμαρίνας

mesolloggi1 cΜεσολόγγι… ἄλλη μία ἔνδοξη σελίδα στήν ἑλ­λη­νική ἱστορία. Ἀ­πρί­λι­ος τοῦ 1826. Οἱ ἡ­ρω­ικοί ὑ­περασπιστές μετά ἀ­πό πολύμηνη πολι­­ορ- κία ἑτοι­­μάζουν τήν ἡ­ρω­ική Ἔ­ξοδο. Οἱ ἀ­γῶνες καί ἡ θυ­σία τους ἀ­ποκτοῦν παγκό­σμιες δια­­στάσεις.
Ἐκεῖ, στή “ντάπια” (προμαχώνας) τοῦ στρατηγοῦ Δημήτρη Μακρῆ, μάχεται ἡ ἔνδοξη μακεδονική φρουρά, στήν ὁποία συμμετέχουν καί πολλά παλληκάρια ἀπό τή Σαμαρίνα. Καθώς ὁ κλοι­ός γύρω ἀπό τό Μεσολόγγι ὅλο καί σφίγγει, ὁ ἀρχηγός τῆς ὁμάδας, Μίχος Φλῶρος, ἐπιστρέφει στό χωριό του, τή Σαμαρίνα, γιά νά πάρει μαζί του ἐνισχύσεις. Κάτω ἀπό τή μύτη τῶν Τούρκων, καταφέρνει νά φέρει σέ πέρας τήν ἀ­πο­στολή του καί νά συμπληρώσει τό σῶμα τῶν 120 ἀνδρῶν. Κατά τήν Ἔ­ξο­δο οἱ ἡρωικοί αὐτοί Βλάχοι συμ­μετέχουν, ὡς οἱ πιό δυνατοί μαχητές, στήν ἐμπροσθοφυλακή, ὥστε νά προφυλάξουν ὅσο περισσότερο γίνεται τά γυναικόπαιδα πού βγαίνουν ἀπό τό Με­σο­λόγγι. Ὅλοι μάχονται σκληρά, κρατώντας ἀπό ἕνα γιαταγάνι σέ κάθε χέρι κι ἀκόμη ἕνα ἀνά­μεσα στά δόντια, ὅπως λέγεται.
Στήν ἄγρια μάχη ὁ Μίχος Φλῶρος λαβώνεται βαριά. Τά λιγοστά παλληκάρια του, πού κατάφεραν νά ξεφύγουν ἀπό τόν χαλασμό, τόν παίρνουν μαζί τους. Μά ὁ καπετάνιος τους δέν ἀντέχει... Ψελλίζει τά τελευταῖα του λόγια κι ἀφήνει τήν τελευταία του πνοή στά χώματα πού μέ τόση ἀνδρεία ὑπερασπίστηκε. Τά παλ­­­­λη­κάρια του, μή θέ­λον­τας νά ξεχάσουν οὔτε λέξη ἀπό τήν ἱε­ρή παρακαταθήκη του, τά γράφουν στίς φουστα­νέλες τους καί παίρνουν τόν δρόμο τῆς ἐπι­στρο­φῆς.
Φτάνοντας στή Σαμαρίνα, ἁπλώνεται παντοῦ ὁ θρῆ­νος. Μόνο 33 ἐ­πέστρεψαν ἀπό τούς 120... Τά τελευταῖα λόγια τοῦ Φλώρου γίνονται μοιρολόι στά χείλη τῶν γυναικῶν καί περνοῦν ἀπό γενιά σέ γενιά, ταξιδεύουν καί σ’ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδας:
Ἐσεῖς παιδιά κλεφτόπουλα,
παιδιά τῆς Σαμαρίνας,
ἄν πᾶτε πάνω στά βουνά,
ψηλά στή Σαμαρίνα,
τουφέκια νά μή ρίξετε,
τραγούδια νά μήν πεῖτε...
Κι ἄν σᾶς ρωτήσει ἡ μάνα μου,
ἡ δόλια ἡ ἀδερφή μου,
μήν πεῖτε πώς ἐχάθηκα,
πώς εἶμαι σκοτωμένος.
Μά πεῖτε πώς παντρεύτηκα,
πῆρα καλή γυναίκα...

Τό μοιρολόι μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων γίνεται λεβέντικος χορός, πού μᾶς θυμίζει ἀκόμη καί σήμερα τήν ἀν­δρεία καί τήν αὐταπάρνηση τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, πού τά ἔδωσαν ὅλα γιά τήν πατρίδα. Τά τραγούδια αὐτά, αὐτή τήν προφορική μας ἱστορία, ἄς κρατήσουμε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ κι ἄς τή μεταλαμπαδεύσουμε κι ἐ­μεῖς στήν ἑ­πόμενη γενιά!

Ἐλ. Κουπουρτιάδου - Χουρπουλιάδου