Μικρό παιδί τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, θυμᾶμαι, γιόρταζα μέ τή λαμπρότητα πού ἐπέβαλε ἡ ἐποχή τήν ἐπέτειο τοῦ 1821: μέ θεατρικές παραστάσεις, παιδικῆς βέβαια ἀπόδοσης, μέ κείμενα, μέ ποιήματα ἀπό σχολικά καί ἐξωσχολικά βιβλία, μέ τή συμμετοχή ὅλης τῆς μικρῆς κοινωνίας τοῦ χωριοῦ ὅπου ἐπιδημούσαμε οἰκογενιακῶς.
Σήμερα, μέσα στή νωθρότητα καί τήν ἄρνηση τῶν καιρῶν μας, μέ τήν ἀπειλή τοῦ κορωνοϊοῦ νά ἐκμηδενίζει καί τήν παραμικρή ἐκδήλωση, δέν βρίσκω καταλληλότερο τρόπο νά γιορτάσω τή νέα ἐπέτειο ἀπό τό νά ἀνατρέξω στά βιβλία τῶν μαθητικῶν μου χρόνων, πού γιά καλή μου τύχη βρίσκονται ἀκόμη στή βιβλιοθήκη μου. Γιατί οἱ λογοτέχνες καί οἱ ποιητές πού φιλοξενοῦνται στίς σελίδες τους δέν μασοῦν τά λόγια τους πάνω σέ ἐθνικά θέματα, ὅπως αὐτό τοῦ 1821...
Σκαλίζω τά ἀναγνωστικά μου τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, τά Νεοελληνικά Κείμενα Γυμνασίου καί Λυκείου, χαϊδεύω λές τίς κιτρινισμένες σελίδες τους. Μπρός στά μάτια μου προβάλλει σωστός θησαυρός: Ἡ Σουλιωτοπούλα, Tό Φίλημα, τό ποίημα τῆς Δέσπως, τοῦ Ματρόζου, οἱ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι, κείμενα γιά τούς φιλέλληνες καί ἐθνικούς εὐεργέτες, ὁ Ἐθνικός Ὕμνος, Τά Μεσσολογγίτικα Χριστούγεννα, τό ποίημα «Τί εἶναι ἡ Πατρίδα μου» καί τόσα ἄλλα.
Ἕνα ἀπ᾽ ὅλα τά κείμενα μέ κλέβει λίγο περισσότερο. Στέκομαι καί τό διαβάζω μέ προσοχή. Πρόκειται γιά τό διήγημα τοῦ Δημήτρη Καμπούρογλου, «Ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Σέγκου». Τό βρίσκω σέ ἕναν τόμο ἀπό τά «Ἀγαπημένα μου διηγήματα», πολύτομη ἀνθολογία λογοτεχνικῶν κειμένων, προσφιλές ἐξωσχολικό ἀνάγνωσμα τῆς παιδικῆς μου ἠλικίας.
Παρουσιάζεται στό διήγημα τό Κάστρο τῶν Ἀθηνῶν, δηλαδή ἡ Ἀκρόπολη, καί ὁ νεοφερμένος τοῦρκος ἀγάς του βλοσυρός καί ἄγριος νά σκορπᾶ γύρω του τόν τρόμο στίς 25 Ὀκτωβρίου 1656.
Ὁ ἀφέντης εἶναι στίς κακιές. Ὡστόσο παρατηρεῖ ἕνα ἀδιάκοπο πήγαινε-ἔλα στόν ναό κάτω ἀπό τήν Ἀκρόπολη. Χριστιανοί φαίνονται νά εἶναι, βέβαια. Μέ φοβέρες καί ἀπειλές, πού σκορπᾶ γύρω του, μαθαίνει γιά τήν ἐπικείμενη γιορτή τοῦ Ἁη-Δημήτρη, αὔριο. Ἕνα σατανικό σχέδιο περνᾶ ἀπό τόν δολερό νοῦ του. Δίνει αὐστηρή ἐντολή νά λειτουργήσει μόνον αὐτή ἡ ἐκκλησία αὔριο, προσποιούμενος συμπάθεια γιά τόν Ἅγιο καί τούς πιστούς. Ὅλοι νά πᾶνε, παραγγέλλει, γιά περισσότερη τιμή στή γιορτή. Ἄλλα ὅμως ἑτοιμάζει. Ὅταν ὅλοι θά ᾽ναι μέσα στήν ἐκκλησία, ὥστε «οὔτε μῆλο νά μήν πέφτει», θά δώσει ἐντολή στόν τοπτζήμπαση νά λαλήσει τό κανόνι τῆς Ἀκρόπολης κατά τή μεριά τοῦ Ἁη-Δημήτρη. Θά φέρει μάλιστα καί τή μεγάλη λουμπάρδα, ὥστε «πέτρες καί χῶμα καί κορμιά νά γίνουν ἕνα, ἔτσι πού νά σιχαθοῦν νά τά φᾶνε κι αὐτά τά σκυλιά καί τά κοράκια». Ὅλα φαίνεται νά τοῦ ἔρχονται βολικά.
Τά κανόνια ἑτοιμάζονται, μαζί κι ἡ μεγάλη λουμπάρδα. Φαίνεται πώς τό σχέδιο τοῦ ἀγᾶ θά ἔχει μεγάλη ἐπιτυχία. Μά ἄλλα εἶναι τά σχέδια τοῦ Θεοῦ. Πρίν προλάβει ὁ ἀγάς νά δώσει τό σύνθημα γιά τό μπουρλότο, βροχή καταρρακτώδης πέφτει ἀπό τόν οὐρανό. Νά, μιά ἀστραπή σχίζει τόν οὐρανό. Κεραυνός πέφτει πάνω στή μπαρουταποθήκη τῶν Προπυλαίων. Καταστροφή καί ὄλεθρος. «Εἶναι καλός σημαδευτής ὁ τοπτζήμπασης, μά καλύτερος ὁ οὐρανός», σχολιάζει ὁ Δημήτρης Καμπούρογλου. Καί συνεχίζει: «Τά κανόνια σκορπίστηκαν, ἡ λουμπάρδα ἔγινε χάλι. Πέτρες καί χῶμα καί κορμιά ἔγιναν ἕνα, ἔτσι πού τά σιχάθηκαν νά τά φᾶνε κι αὐτά τά σκυλιά καί τά κοράκια». Χάθηκε ὁ ἀγάς, χάθηκε κι ὁ τοπτζήμπασης. Μόνο τό δεξί του χέρι βρέθηκε κατά τόν Ἁη-Δημήτρη, κρατώντας ἀκόμη τό ἀλειμματοκέρι νά βάλει τή φωτιά. Τό θαῦμα μαθεύτηκε παντοῦ. Κι ὁ Ἁη-Δημήτρης πῆρε μέ τό δίκιο του τό παρανόμι πού τοῦ ᾽πρεπε, κι ἴσαμε τώρα λέγεται Λουμπαρδιάρης, δηλαδή βομβαρδιστής.
Τοποθετῶ τό βιβλίο στή θέση του. Μέ τέτοια ἀναγνώσματα, σκέφτομαι, μπορεῖ κανείς νά γιορτάζει, μά καί νά μεταλαμπαδεύει τά μηνύματα καί στίς νεότερες γενιές.
Ἐλ. Μουρατίδου-Ἀϊναλίδου