Κυρ. Βαΐων Ἰω 12,1-18

Λέξεις:
1. ὁ τεθνηκώς = πού εἶχε πεθάνει
ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν = τόν ὁποῖο ἀνέστησε
2. εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ = ἦταν ἕνας ἀπό αὐτούς πού ἦταν ξαπλωμένοι μαζί του στό τραπέζι.
3. λίτραν μύρου = μιά λίτρα ἄρωμα
νάρδου πιστικῆς = ἀπό νάρδο ρευστή,
ὑγρή ἐξέμαξε = σκούπισε
ἐπληρώθη = γέμισε
5. οὐκ ἐπράθη = δέν πουλήθηκε
τριακοσίων δηναρίων = γιά 300 δηνάρια
6. οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ = ὄχι γιατί τόν ἔνοιαζε γιά τούς φτωχούς
τό γλωσσόκομον = τό ταμεῖο τά βαλλόμενα
ἐβάσταζεν = κρατοῦσε αὐτά (τά χρήματα) πού ἔβαζαν
7. εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου = γιά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου
τετήρηκεν αὐτό = τό φύλαξε
8. μεθ’ ἑαυτῶν = μαζί σας
9. ἔγνω = ἔμαθε
10. ἐβουλεύσαντο = ἀποφάσισαν
11. πολλοί δι’ αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων = πολλοί Ἰουδαῖοι πῆγαν γι’ αὐτόν
13. τά βαΐα τῶν φοινίκων = τά κλαδιά ἀπό τίς χουρμαδιές
ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ = βγῆκαν γιά νά τόν προϋπαντήσουν
14. ὀνάριον = ἕνα γαϊδουράκι
15. ἐπί πῶλον = πάνω σέ πουλάρι
16. τό πρῶτον = στήν ἀρχή ταῦτα
ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα = αὐτά ἦταν γραμμένα γι’ αὐτόν
17. ἐμαρτύρει = ἔδινε μαρτυρία.
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
 
 Ἡ περικοπή παρουσιάζει δύο περιστατικά ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού συνέβησαν λίγες μέρες πρίν ἀπό τό πάθος καί τήν ἀνάστασή του.
 α) Ἡ μύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Μαρία στή Βηθανία (12,1-11).
 β) Ἡ θριαμβευτική εἴσοδός του στά Ἰεροσόλυμα (12,12-19).
 Τά ἴδια περιστατικά ἀναφέρονται καί στό Μθ 26,6-13· Μρ 14,3-10 (μύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Μαρία)· Μθ 21,1-11· Μρ 11,1-10· Λκ 19,28-39 (θριαμβευτική εἴσοδος στά Ἰεροσόλυμα).
 Καθώς ἀρχίζει ἡ ἑβδομάδα τοῦ πάθους, κατά τήν ὁποία θά δοῦμε τόν Ἰησοῦ στήν ἔσχατη ταπείνωσή του καί στήν τέλεια ἐξουθένωση, μέ τήν εὐαγγελική αὐτή περικοπή ἡ Ἐκκλησία μᾶς τόν παρουσιάζει στή βασιλική του δόξα. Στό πρῶτο περιστατικό ἡ Μαρία μέ τό μύρο της τόν χρίει ὅπως ἔχριαν τούς βασιλεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στό δεύτερο, ὁ λαός τῶν Ἰεροσολύμων τόν ἀνακηρύσσει ἐπίσημα βασιλιά του. Ἡ στάση τοῦ Ἰησοῦ στά δύο αὐτά περιστατικά ἀποκαλύπτει τί εἴδους βασιλιάς εἶναι.

 

12,1. Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς πρό ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
 ἦλθεν εἰς Βηθανίαν: Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου πού εἶχε γίνει πρίν ἀπό λίγο καιρό, ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἀποσυρθεῖ μαζί μέ τούς μαθητές του στήν πόλη Ἐφραίμ, κοντά στήν ἔρημο (Ἰω 11,54). Ἤθελε νά ἀποφύγει τούς φαρισαίους οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του καί εἶχαν ἤδη ἀποφασίσει τό θάνατό του.
 Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα ἦρθε στή Βηθανία γιά νά συμμετάσχει στήν καθιερωμένη γιορτή τοῦ Πάσχα, πού γινόταν στά Ἰεροσόλυμα. Ἡ Βηθανία ἦταν προάστιο τῆς Ἰερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπεῖχε 3 χιλιόμετρα. Ὅσες φορές πήγαινε ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές του στά Ἰεροσόλυμα γιά τό Πάσχα ἤ γιά ἄλλες γιορτές, φιλοξενοῦνταν στή Βηθανία, στό σπίτι τοῦ Λαζάρου. Κάθε πρωί πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, κήρυττε ὅλη τή μέρα, καί τό βράδυ γύριζε στή Βηθανία.

12,2. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καί ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δέ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ.
 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ: Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι ὁ Ἰησοῦς φιλοξενήθηκε «ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (Μθ, 26,6· Μρ 14,3). Ὁ Σίμων ὁ λεπρός ἦταν ὁ πατέρας τῶν τριῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καί Μαρίας. Τότε πού φιλοξενοῦνταν ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι αὐτό, ὁ Σίμων δέν ζοῦσε. Ἴσως εἶχε πεθάνει ἀπό λέπρα, πρίν ἀπό χρόνια, γι’ αὐτό καί τό σπίτι του λεγόταν «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ».
 ἡ Μάρθα διηκόνει: Ἡ Μάρθα ἦταν νοικοκυρά καί ἀνδρεία γυναίκα, μέ τήν ἔννοια πού ἔχει ἡ λέξη στίς Παροιμίες (29,28). Τήν ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη της πρός τόν διδάσκαλο τήν ἐκφράζει διακονώντας τον. 
 ὁ δέ Λάζαρος εἷς τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ: Ἀναφέροντας αὐτή τή λεπτομέρεια ὁ εὐαγγελιστής τονίζει ὅτι ὁ Λάζαρος εἶχε ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς φυσιολογικῆς ζωῆς. Δηλαδή μετά τήν ἀνάστασή του ζοῦσε καί συναναστρεφόταν κανονικά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔτρωγε μαζί τους, κτλ.

12,3. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ· ἡ δέ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
 Τό περιστατικό αὐτό, ὅπως εἴπαμε, τό διηγοῦνται καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος, ἐκεῖνοι ὅμως δέν ἀναφέρουν τό ὄνομα τῆς Μαρίας. Λένε ἁπλῶς «γυνή τις», ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι ἦταν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί τῆς Μάρθας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται μία ἄλλη μύρωση, πού δέχθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπό μία ἁμαρτωλή γυναίκα, στό σπίτι κάποιου Σίμωνα φαρισαίου (Λκ 7,36-50). Πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ξεχωριστά καί ἄσχετα περιστατικά. Τό περιστατικό πού διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔγινε στή Γαλιλαία, πολύ πρίν ἀπό τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα ἐξέφρασε μ’ αὐτό τή μετάνοιά της. Ἡ μύρωση τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ εὐγγελιστές Ματθαῖος, Μᾶρκος καί Ἰωάννης ἔγινε στήν Ἰουδαία, στή Βηθανία, 6 μέρες πρίν ἀπό τή σταύρωση, καί μέ τήν πράξη της αὐτή ἡ Μαρία δήλωνε τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό της πρός τόν Διδάσκαλο.
 Ἐπίσης δέν πρέπει νά συγχέουμε τή Μαρία αὐτή μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Ἡ Μαγδαληνή ἦταν ἀπό τή Γαλιλαία καί ἡλικιωμένη, ἐνῶ ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου ἦταν ἀπό τήν Ἰουδαία καί νεαρή στήν ἡλικία.
 λίτρα: Μέτρο γιά ὑγρά, ἦταν περίπου 325 γραμμάρια.
 μύρου νάρδου πιστικῆς: Ἄρωμα ὑγρῆς νάρδου. Ἡ νάρδος ἦταν ἕνα ἰνδικό ἀρωματικό φυτό. Κυκλοφοροῦσε στήν ἀγορά μέ δύο μορφές. α) Σέ δέσμες ξηρῶν φυτῶν καί β) σέ ρευστό ἄρωμα, πού ἔβγαινε ὡς ἀπόσταγμα ἀπό μεγάλη ποσότητα ξηρῶν φυτῶν νάρδου.
 Τό ρευστό ἄρωμα εἶναι ἡ πιστική νάρδος, πού ἦταν πολύ πιό ἀκριβή ἀπό τήν ξηρά νάρδο, γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ὀνομάζει «πολύτιμον», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος λέει ὅτι ἦταν «βαρύτιμος» καί ὁ Μᾶρκος «πολυτελής». Ὅλα σημαίνουν ὅτι κόστιζε πολύ, ἦταν πανάκριβη. Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι τό δοχεῖο τοῦ μύρου ἦταν «ἀλάβαστρον». Τό ἀλάβαστρο ἦταν ἕνα στενόμακρο ἀγγεῖο, ὅπου φύλαγαν πολύτιμα ὑγρά, συνήθως ἀρώματα. Δέν εἶχε στόμιο· ἦταν σάν τίς σημερινές γυάλινες ἀμποῦλες τῶν ἐνέσεων. Γιά νά χρησιμοποιήσουν τό ἄρωμα, ἔσπαζαν τό λαιμό τοῦ ἀγγείου. Ἔτσι, τό ἀλάβαστρο ἦταν ἀγγεῖο μιᾶς μόνο χρήσεως.
 ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ: Οἱ ἀρχαῖοι ἔτρωγαν ξαπλωμένοι σέ ντιβάνια καί φυσικά χωρίς παπούτσια· τό καλοκαίρι μάλιστα καί χωρίς κάλτσες. Ἐπειδή τότε οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν πολλές πορεῖες, τά πόδια τους σκονίζονταν καί μύριζαν ἄσχημα. Γι’ αὐτό, ὅταν φιλοξενοῦσαν οἱ νοικοκυρές ἕναν ξένο, συνήθιζαν νά τοῦ πλένουν τά πόδια, ὅπως σήμερα π.χ. τοῦ κρατοῦν τό ἐπανοφώρι γιά νά τό φορέσει ἤ τοῦ βάφουν τά παπούτσια. Σέ ἐπίσημες φιλοξενίες ἤ στίς γιορτές, μετά τό πλύσιμο ἄλειφαν τά πόδια καί μέ 1-2 γραμμάρια ἄρωμα. Φυσικά ἄλειφαν μόνο τό κάτω πόδι, τό πέλμα, πού μπαίνει στό παπούτσι, γιατί αὐτό μύριζε. Γι’ αὐτό καί ἡ Μαρία τά πόδια τοῦ Κυρίου τά ἄλειψε μέ μύρο. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ μύρωση ἔγινε μετά τό πλύσιμο, πού μπορεῖ νά τό ἔκανε ἡ ἴδια ἡ Μαρία ἤ κάποιος ἄλλος. Ἀλλά ἀντί νά βάλει 1-2 γραμμάρια ἄρωμα, ἔκανε μία πρωτάκουστη πολυτέλεια. Τόν μύρωσε μέ μία λίτρα ἄρωμα, δηλαδή 325 γραμμάρια. Ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, τό ἄρωμα τό ἔχυσε ἡ Μαρία ὄχι μόνο στά πόδια, ἀλλά καί στό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δείχνοντας ἔτσι τήν ὑπερβολική ἀγάπη της.
 ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ: Γιά μιά ἰουδαία γυναίκα ἦταν πολύ ἐξευτελιστικό νἄχει λυμένα τά μαλλιά της. Ἀλλά ἡ Μαρία ὄχι ἁπλῶς τά λύνει· τά κάνει καί πετσέτα γιά νά σκουπίσει τά πόδια τοῦ Διδασκάλου.

12,4-5. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;
 Τό μύρο, ὅπως τό ἐκτιμᾶ ὁ Ἰούδας, κόστιζε γύρω στά 300 δηνάρια. Ἕνα δηνάριο ἦταν ἕνα μεροκάματο γιά ἐργάτη. Ὅλο τό μύρο κόστιζε 300 δηνάρια. Τό ποσό αὐτό ἦταν σεβαστό γιά τούς φτωχούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τόσα χρήματα αὐτοί δέν τά 'βγαζαν οὔτε σ’ ἕνα χρόνο. Γι’ αὐτό καί παραπονοῦνται ὅλοι, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Γι’ αὐτούς ὅμως ἦταν μόνο ζήτημα νοοτροπίας ἡ ἀντίδραση. Ἁπλῶς ἦταν ἀσυνήθιστοι νά βλέπουν μιά τέτοια σπατάλη. Ἐνῶ ὁ Ἰούδας εἶχε εἰδικό λόγο νά ἀγανακτεῖ. Τόν δάγκωνε τό πάθος του. Γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει μόνο τή δική του ἀντίδραση.
 Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης: Ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὀνομαζόταν Ἰσκαριώτης, ἴσως διότι καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἰσκαριώθ ἤ Καριώθ.
 ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι: Ἐδῶ φαίνεται πόσο θεόπνευστος καί πνευματοκίνητος εἶναι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Δέν ἐκφράζει κανένα παράπονο. Δέν λέει κανένα κακό λόγο ἐναντίον τοῦ προδότη Ἰούδα. Μᾶς διηγεῖται μόνο τήν ἱστορία χωρίς νά ἀνακατεύει καθόλου σ’ αὐτή τά δικά του συναισθήματα.

12,6. Εἶπε δέ τοῦτο οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
 τό γλωσσόκομον: Ἦταν μιά μικρή θήκη ὅπου οἱ αὐλητές (ὀργανοπαῖκτες) ἔβαζαν τή γλῶσσα τοῦ αὐλοῦ. Ἔπειτα ὀνομάσθηκε γλωσσόκομο καί κάθε κιβώτιο ἤ θήκη καί εἰδικώτερα τό σακκούλι ὅπου φύλαγαν τά νομίσματα, τό πορτοφόλι.

12,7. Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
 
εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό:
Τήν ἔκφραση αὐτή μᾶς τήν ἐξηγοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, πού γράφουν· «προέλαβε μυρίσαι μου τό σῶμα εἰς τόν ἐνταφιασμόν» (Μθ 26,12-13· Μρ 14,8-9). Πρίν θάψουν τόν νεκρό, συνήθιζαν νά τόν ἀλείφουν μέ μύρα. Αὐτό λεγόταν ἐνταφιασμός. Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι μυρώνοντάς τον ἡ Μαρία τοῦ προσέφερε ἄθελά της αὐτή τήν τελευταία προσφορά ἀγάπης, διότι σέ λίγες μέρες τό σῶμα του, ἔχοντας ἀκόμη τή μυρωδιά τοῦ μύρου, θά μπεῖ στόν τάφο.

12,10-11. Ἐβουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι' αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν.
 Ὁ Λάζαρος γίνεται πλέον ἐνοχλητικός στούς φαρισαίους, γιατί ἐξαιτίας του πολλοί ἔτρεχαν νά δοῦν τόν Ἰησοῦ.

12,12-13. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
baion ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν:
Γιά τό Πάσχα μαζεύονταν στά Ἰεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι ὅλης τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς. Ὅλοι αὐτοί εἶχαν ἀκούσει γιά τόν Ἰησοῦ καί ἤθελαν νά τόν δοῦν.
 ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων: Βάια λέγονται τά κλαδιά τῶν φοινίκων. Ἦταν σύμβολο θριάμβου κατά τήν ἀρχαιότητα (βλ. Α’ Μακ. 13,51· πρβλ. Ἀπ 7,9), ὅπως ἦταν σέ ἄλλα μέρη τά κλαδιά ἐλιᾶς, δάφνης ἤ πεύκου.
 ὡσαννά, εὐλογημένος... Κυρίου: Ὁ στίχος ἀναφέρεται στόν 117ο ψαλμό (στ. 25-26). Ἡ λέξη «ὡσαννά» εἶναι ἑβραϊκή καί σημαίνει «σῶσον δή», δηλαδή «σῶσε μας, λοιπόν, Κύριε». Μέ τήν κραυγή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι ἀνακηρύσσουν τόν Ἰησοῦ βασιλιά καί περιμένουν ἀπό αὐτόν τή σωτηρία τους.

12,15. Μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου.
 Τά λόγια αὐτά εἶναι ἀπό τόν προφήτη Ζαχαρία (9,9), ὁ ὁποῖος λέει: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καί σῴζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκὼς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον».

12,17. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καί ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν.
 ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου: Βαθειά ἐντύπωση ἔκανε στόν κόσμο ὄχι μόνο τό ὅτι ἀνέστησε ὁ Χριστός τόν Λάζαρο, ἀλλά καί τό πῶς τόν φώναξε νά βγεῖ ἀπό τό μνῆμα. Αὐτό ἔδειχνε περισσότερο ὅτι δέν εἶναι προφήτης, ὅπως ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισσαῖος, ἀλλά εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.

12,19. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρός ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; Ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
 Οἱ φαρισαῖοι βλέποντας τήν ὑποδοχή πού κάνει ὁ λαός στόν Ἰησοῦ ἀγωνιοῦν καί ταράσσονται μήπως δέν πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό τους καί παρακινοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά ἐπισπεύσουν τή σύλληψη.

Τά κυριώτερα νοήματα
 
 1. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη κρίνεται ἀπό τά κίνητρά της: Οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης ποτέ δέν ζυγίζονται μέ τή ζυγαριά τῆς χρησιμότητος. Τό νά ξοδέψει ἡ Μαρία ἕνα πανάκριβο ἄρωμα γιά ἕνα ἀρωμάτισμα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ἐγκληματικός Ἰούδας τό βλέπει σάν σπατάλη ἀσυγχώρητη, οἱ ἀφώτιστοι μαθητές σάν περιττό ἔξοδο, ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τό ἐκτιμᾶ σάν τήν πιό μεγάλη πράξη ἀγάπης. Ὁ Ἰούδας δαγκώνεται καί πληγώνεται ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας του, πού τόν ὤθησε στή μεγαλύτερη προδοσία τῶν αἰώνων. Γι’ αὐτό καί ἀναλαμβάνει τήν «ὑπεράσπιση» τῶν φτωχῶν. Ὅταν τά βασικά πράγματα, ὅπως ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση, λείψουν, τότε οἱ ἐκδηλώσεις τους, ὅπως εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, δέν ἔχουν καμία ἀξία. Καί ἀντίστροφα πάλι, ἐνῶ δέν παύει ποτέ νά εἶναι μεγάλη ἀρετή ἡ ἐλεημοσύνη, ὅμως πράξεις πού κινοῦνται ἀπό τά ἴδια περίπου κίνητρα, μποροῦν νά εἶναι ἀνώτερες καί ἀπό τήν ἐλεημοσύνη. Τή στιγμή πού ὁ Ἰούδας κατακλέπτει τό ταμεῖο τῶν φτωχῶν μαθητῶν πού προορίζεται γιά τούς φτωχούς, πῶς ἔχει τό θράσος νά μιλᾶ γιά ἐλεημοσύνη καί φιλανθρωπία; Τί ἀγάπη γιά τούς φτωχούς μποροῦσε νά φωλιάζει μέσα σέ μιά καρδιά πού δέν εἶχε ἀγάπη γιά τό Διδάσκαλό της;
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στά δῆθεν φιλανθρωπικά αἰσθήματα τοῦ Ἰούδα, «ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό…», εἶναι μία πολλαπλή ἀπάντηση σέ ὅλους, τόσο στή Μαρία, πού ἦταν γυναίκα λεπτότητος καί ἀγαποῦσε περιπαθῶς τόν Κύριό της, ὅσο καί στή Μάρθα, στήν ἱκανή γιά δουλειές καί γυναίκα ἀνδρεία (Πρμ 28,29), καί στούς μαθητές. Τή Μαρία τήν παρεξήγησαν, ἄλλοτε μέν ἡ Μάρθα σάν ὀκνηρή καί φυγόπονη καί τώρα οἱ μαθητές σάν ἀνόητη καί νοσηρή καί σπάταλη γυναίκα. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού κατασκεύασε τίς ψυχές ὅλων, γνωρίζει καί πῶς λειτουργεῖ ἡ κάθε μιά· μόνον αὐτός εἶδε τό μεγαλεῖο τῆς πράξεως τῆς Μαρίας. Γι’ αὐτό ἀπαντᾶ ὅπως πάντοτε. Πρός τή Μαρία: «Μαρία, θέλεις λοιπόν νά εἶσαι πάντοτε μαζί μέ τόν Διδάσκαλο, νά τόν ἀκοῦς καί ν’ ἀρωματίζεις τά πέλματά του; Μή φοβᾶσαι. Σέ κανένα δέν ἐπιτρέπω νά σοῦ ἀφαιρέσει τήν ἀγαθή αὐτή μερίδα πού σοῦ ἀρέσει καί τήν διάλεξες. Θέλεις νά εἶσαι πάντα μαζί μου; Μαζί μου λοιπόν θά εἶσαι στήν αἰωνιότητα, ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς γῆς· ὅπου θά κηρύττομαι ἐγώ, θά κηρύσσεται καί ἡ πράξη σου. Θά μείνεις γιά πάντα στά Εὐαγγέλιά μου ἀπαθανατισμένη, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν στάση, ν’ ἀλείφεις τά πόδια τοῦ Διδασκάλου σου μέ μύρα. Ὅπου θά λατρεύουν ἐμένα, θά μνημονεύεσαι καί σύ».
 Καί πρός τήν Μάρθα: «Μάρθα, ἐσύ βλέπε τά δικά σου· ποιός σοῦ εἶπε νά μπλεχτεῖς σέ τόσα φαγητά; Δέν ἔφθανε τό ἕνα; Δέν σοῦ ἐπιτρέπω ὅμως νά θίξεις τήν μερίδα τῆς Μαρίας». Πρός τούς μαθητές: «Ἀκοῦστε σεῖς πού σκανδαλίζεσθε. Ὄχι μόνο σᾶς ἀπαγορεύω νά ἐνοχλεῖτε αὐτή τήν κόρη, ἀλλά καί σᾶς διατάζω, ὅταν θά μέ κηρύξετε νά μνημονεύετε μαζί μου κι αὐτήν καί ὅταν θά γράψετε τά εὐαγγέλια, θά σημειῶστε κι αὐτή της τήν πράξη πού γι’ αὐτήν σεῖς ἐνοχληθήκατε. Τό ἀκοῦτε;». Καί πρός τόν Ἰούδα: «Καί σύ, μαύρη ψυχή, πού τόσο ἀγαπᾶς τούς φτωχούς, μάθε ὅτι ἀκόμη θά εὐωδιάζει στά πόδια μου αὐτό τό ἄρωμα, ὅταν μετά ἀπό 4-5 μέρες, θά μέ βάλεις μέ τήν προδοσία σου στόν τάφο. Τί μνημονεύεις τούς φτωχούς; Τί σέ πειράζει αὐτή ἡ σπατάλη, ὅταν μέσα σου μέ ἔχεις ἤδη δολοφονήσει, μέ ἔχεις πουλήσει ἀντί χρημάτων; Γιατί ἡ ἀγάπη ἡ περίσσεια αὐτῆς τῆς κόρης σ’ ἐνοχλεῖ, καί δέν σέ ἐνοχλεῖ ἡ περίσσεια καί ἀδικαιολόγητη κακία σου; Ἔ, λοιπόν, ἀφοῦ σύ ἀδικαιολόγητα μέ στέλνεις στόν τάφο -καί μή νομίσεις ὅτι μοῦ τό κρύβεις-, ἀδικαιολόγητα κι αὐτή μέ μυρώνει γιά τόν ἐνταφιασμό μου».
 Αὐτά τά νοήματα εἶχε γιά τόν καθένα ἀπό τούς παρευρισκόμενους ἡ ἁπλή καί εὐγενική ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ.
 Πολλές φορές μερικές ψυχές δείχνουν τήν ἀγάπη ἤ τήν πίστη καί τό σεβασμό τους μ’ ἕνα παράξενο καί ἀσυνήθιστο τρόπο. Ὁ Ζακχαῖος ἀνέβηκε στό δένδρο, ὁ ἑκατόνταρχος δέν ἤθελε τόν Κύριο στό σπίτι του, ὁ Πέτρος τοῦ ἔλεγε νά φύγει ἀπό τό πλοιάριό του, ἡ Μαρία σπατάλησε τό πανάκριβο μύρο, ὁ Νέστορας μονομάχησε μέ τόν Λυαῖο. Αὐτά τά πράγματα ἔχουν ἀσύγκριτη ἀξία, ἀλλά γίνονται μόνο μία φορά. Κάθε μίμησή τους ὄχι μόνο δέν ἔχει ἀξία, ἀλλά πολλές φορές εἶναι καί πράξη ἁμαρτωλή. Ἡ πρώτη φορά, τότε πού γίνονται αὐθόρμητα, δείχνει τήν πρόθεση, ἐνῶ οἱ ἄλλες φορές εἶναι προφάσεις σχεδιασμένης ἁμαρτίας. Ὁ Κύριος ἐνδιαφέρεται γιά τήν πρόθεση καί τά κίνητρα καί σύμφωνα μ’ αὐτά κρίνει κάθε μας πράξη.
 2. Ἡ παρουσία τῶν πιστῶν ἐνοχλεῖ τούς ἀπίστους: Ὁ Λάζαρος καί μόνο μέ τό νά ζῆ ἦταν κήρυκας τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ. Θά ἦταν ἀνώφελο γιά τούς ἀρχιερεῖς νά φονεύσουν τόν Ἰησοῦ καί ν’ ἀφήσουν τόν Λάζαρο. Καί ὁ Ἰησοῦς μέν «ἁμάρτησε» γιατί ἀνέστησε τόν Λάζαρο. Ἀλλά τί ἁμαρτία ἔκανε ὁ Λάζαρος πού ἀναστήθηκε; Ἐδῶ εἶναι καλό νά συσχετίσουμε τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά, τόν ἐκ γενετῆς τυφλό καί τόν Λάζαρο, διότι αὐτά τά τρία σημεῖα εἶναι τά σημεῖα πού περισσότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα προκάλεσαν τήν ἐντύπωση καί τόν θαυμασμό. Εἶναι τά σημεῖα πού ἀποτελοῦν καί ἀπάντηση τούς ἀρχιερεῖς καί φαρισαίους, καί κλήση στήν πίστη καί τήν μετάνοια, καί ἔλεγχο τῆς πωρώσεώς τους. Πρίν ἀπό αὐτά μεγάλο σημεῖο ὑπῆρξε ἡ ἐπίδειξη τοῦ Ἰωάννου Βαπτιστοῦ καί ἡ θεοφάνεια κατά τή βάπτιση. Μετά ἀπό αὐτά τό «σημεῖον Ἰωνᾶ», ἡ ἀνάστασή του. Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ φαρισαῖοι καί ἡ πλειονότητα τῶν Ἰουδαίων σέ ὅσα ἔγιναν κατά τή βάπτιση δέν πίστευσαν. Στά τρία μεγάλα σημεῖα ἔδειξαν προοδευτικά μεγαλύτερη πώρωση καί σκληρότητα. Καί τήν ἔδειξαν πρός τούς ἀνθρώπους πού δέχθηκαν τήν εὐεργεσία τῶν σημείων. Τόν παραλυτικό τόν ἐπέπληξαν, τόν τυφλό τόν πέταξαν ἔξω, τόν Λάζαρο ἀποφάσισαν νά τόν φονεύσουν, νά τόν ἐπαναφέρουν στόν τάφο, γιά νά γίνει ἀνύπαρκτη ἡ ἀνάσταση πού ἔγινε. Τήν τρίτη φορά ἔδειξαν ὅτι καί ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, αὐτούς τούς ἐνοχλεῖ πλέον ὁ ἴδιος ὁ Θεός Πατήρ. Γιατί, ποιός ἄλλος ἀνέστησε τόν Λάζαρο ἀπό τούς νεκρούς; Θεομάχοι πιά ἀποδείχτηκαν, καί χριστοκτόνοι θά γίνουν ἀργότερα. «Σύντριμμα καί ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν» (Ψα 13,3).
 3. Ὁ Βασιλιάς Ἰησοῦς: Σέ ἐθνική συνέλευση ὁ Ἰσραήλ ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς τόν Χριστό πού τόσους αἰῶνες ἀνέμενε. Σ’ αὐτήν τήν μεσσιανικότητά του πιστεύει ἀπό τά σημεῖα πού ἔκανε καί μάλιστα ἀπό τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Τόν χρίει βασιλιά ὄχι ὑποτελῆ στούς Ρωμαίους ἀλλά βασιλιά σάν τόν Δαβίδ, κυρίαρχο καί παντοδύναμο. Καθαιρεῖ αὐτομάτως τόν Ἡρώδη τῆς Γαλιλαίας καί τόν ἐπίτροπο τῆς Ἰουδαίας Πιλᾶτο. Ἔτσι ὁ Ἰσραήλ κάνει αὐτό πού δέν πρόλαβε νά κάνει στήν Γαλιλαία, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τούς χόρτασε μέ ἄρτους (Ἰω 6,15). Ὅμως, γιά νά γίνει κάποιος βασιλιάς, δέν ἀρκεῖ νά τόν ἀναγορεύσει ὁ λαός. Πρέπει νά τό δεχθεῖ καί ὁ ἴδιος. Καί ποιός ἄνθρωπος δέν δέχεται πρόθυμα τό βασιλικό χρῖσμα, ὅταν τοῦ τό προσφέρει ὁ λαός; Νά, ὅμως πού ὁ Ἰησοῦς δέν τό δέχεται. Ἤ μᾶλλον, δέχεται μέ ὅρους σκληρούς γιά τόν Ἰσραήλ. Δέχεται νά γίνει βασιλιάς τους αἰώνιος καί πνευματικός, χωρίς νά καθαιρεῖ τούς τυράννους, ὄχι βασιλιάς ἐπίγειος, ἐκδικητής τοῦ Ἰσραήλ καί τύραννος τῶν ἐθνῶν. Πῶς ὅμως νά τά πεῖ ὅλα αὐτά σ’ ἐκεῖνο τό πλῆθος πού παραληροῦσε ἀπό τόν ἐθνικό του ἐνθουσιασμό; Πῶς νά τούς ἀποσπάσει τόν νοῦ ἀπό τά ἐπίγεια καί ὑλικά καί νά τούς χειραγωγήσει σέ νοήματα πνευματικά καί μάλιστα ἐκείνη τήν ὥρα; Ἔχει ὁ Ἰησοῦς τόν τρόπο του. Τούς δίνει τήν ἀπάντηση μέ μιά χειρονομία σιωπηρή πού λέει πολλά. Ζητεῖ ἕνα «ὀνάριον» καί κάθεται πάνω σ’ αὐτό. Ἔτσι ἐπιτελεῖ τόν θρίαμβό του στά Ἰεροσόλυμα. Καί μόνο ἡ θέα τοῦ ὀναρίου ἀρκεῖ νά ἀποθαρρύνει τόν λαό καί νά δώσει ἀρνητική ἀπάντηση στήν ἀναγόρευση. Ὁ ἐπίγειος βασιλιάς ἀνεβαίνει σέ ἵππο πολεμικό καί ὑπερήφανο· τό ὀνάριο σημαίνει· «Ὄχι, ἀπαράδεκτο τό χρῖσμα πού προσφέρετε». Βασιλιά κατακτητή καί ἐκδικητή θέλεις, λαέ; Νά, πάρε τον πάνω σέ ὀνάριο· σοῦ ἀρέσει; Ὁ ἀληθινός Μεσσίας γελοιοποίησε τόν φανταστικό ψευδομεσσία πού εἶχε πλάσει ὁ λαός.
Στεργίου Σάκκου,
Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)