Στούς ἀφανεῖς τοῦ 1821

anemogiannis cΜέσα στήν ἐθνική κα­τάνυξη πού δη­μιουρ­γεῖ ὁ ἑορτασμός γιά τά 200 χρό­νια ἀπό τό 1821, ὁραματιζόμαστε νά ἀναδύονται ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ ὁρίζοντα οἱ ἀθάνατες σκιές τῶν στρατιωτικῶν καί πολιτικῶν συντελεστῶν τοῦ ἱεροῦ Ἀγώνα. Ὁ ἀντίλαλος τῆς ἱ­στορίας ἐπαναλαμβάνει τά ὀνόματά τους κι ὁ ἀ­πόηχος τῆς θυσίας τους ξαναζωντα­νεύει τίς ἀνδραγαθίες τους. Ὅλοι οἱ ἐπιφα­νεῖς, οἱ ἔνδοξοι, παρόντες στό ἀ­να­στά­σιμο προσκλητήριο τῆς ἐθνικῆς εὐ­­γνωμοσύνης. Τό νεοελληνικό λεύκω­μα τῶν ἡρώων καί τῶν μαρτύρων τῆς ἐ­­θνικῆς ἀνεξαρτησίας φαντάζει πλῆρες!
Σίγουρα δέν ἀπουσιάζει κανείς; Ἀ­πουσιάζει κάποιος. Ποιός; Ὁ ἄγνωστος πολεμιστής! Χρέος μας νά προσέλθου­με σήμερα, νά προσκυνήσουμε εὐλαβι­κά τό ἀνεπίγραφο κε­νο­τάφιο ἐκείνων πού δι­και­οῦνται τό πᾶν, γιατί ἀρ­κοῦν­­ται στό τίποτε! Ἄλλωστε ἀπό τό ἀνώνυμο πλῆ­θος τοῦ λαοῦ προ­ῆλθαν καί οἱ ἐπώνυ­μοι, οἱ ἔξοχοι ἄντρες· ἀποτελοῦν σπλάχνο τῶν σπλά­χ­νων τοῦ λα­οῦ, νεῦ­ρο τῶν νεύρων του, καρδιά τῆς καρδιᾶς του, ψυχή τῆς ψυχῆς του. Ἄν αὐτό ἰ­σχύ­ει γιά ὅλα τά ἔθνη, πολύ περισσότερο ἰσχύει γιά τήν Ἑλλάδα τοῦ 1821.  
Ἄς θυμηθοῦμε τό Μεσολόγγι. Ποιός συνέθεσε τό ἀθάνατο  ἔπος του, πού εἶ­χε συν­ταράξει τήν οἰκουμένη ὁ­λό­κλη­ρη; Ἡ «Φρουρά»! Ἐκείνη δημι­ούργησε τούς «Ἐλεύθερους Πολιορ­κη­μένους». Μή­πως τό Σούλι, τό Ζάλογγο δέν ἐπι­βε­βαιώνουν τοῦ λόγου τό ἀ­σφαλές; Διά­σπαση τοῦ ἀτόμου ὑπῆρξε ἡ ἔκρηξη τῆς Ἐ­πανά­στασης τοῦ 1821 καί πυ­ρη­νική ἐνέργεια ἡ ἐξάπλωσή της. Μέσα στήν ἱστορική αὐτή ἀλήθεια μποροῦμε νά προσμετρήσουμε τό μέγεθος καί τήν ἀξία τῆς συμβολῆς τῶν ἀφανῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ 1821· νά συλλάβουμε τήν καθα­ρό­τητα τοῦ ἡρωισμοῦ τους, τήν ἁ­γνό­­­τητα τῆς θυσίας τους, τή μεγαλοσύ­νη τῆς ἀνωνυμίας τους.
Περίπου 23.500 ἀτομικοί φάκελοι ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 φυλάσσονται στό Τμῆμα Χειρογράφων καί Ἱστορικῶν Ἀρ­χείων τῆς Ἐθνικῆς μας Βιβλιο­θήκης. Κάθε φά­κε­λος ἐπισημειωμένος μέ ἕνα ὄνομα μοιά­­­ζει μέ ἱερή κειμηλιοθήκη. Περιέχουν κυρίως ἀναφορές τῶν ἰδίων ἤ τῶν ἀπογόνων τους πρός τήν ἀρτιγέννητη ἑλ­ληνική πολιτεία. Μέ πειθαρχημένη εὐ­λάβεια ἀπευθύνονται πρός τήν Ἐπιτροπή Ἀγῶνος καί περιέ­χουν ὑπομνή­σεις ὑπηρεσιῶν καί διεκδικήσεις    δικαιωμάτων, ἀπό τίς ὁποῖες ποιός νά ξέρει πό­σες ἱκανοποιήθηκαν... «Εἰς τὰς Σκι­ὰς τῶν Ἀγνώστων Ἡρώων» ἀπευθύνεται καί ὁ ποιητής Ἀχιλλέας Παράσχος:
«Ὦ ἥρωες ἀγνώριστοι, πεσόντες εἰς τὰ σκότη!
ἐὰν ἡ μνήμη λησμονῇ τὴν ἔξοχον θυσίαν,
ἐκεῖ ἐπάνω τοῦ Θεοῦ τὸ βλέμμα δὲν ὑπνώττει·
……………………………
ἄν εἶσθε κάτω ἔσχατοι, ἐπάνω εἶσθε πρῶτοι!».
Ἀπό τό Λεύκωμα τῶν ἀφανῶν ἡ­ρώ­ων στέκομαι ἐνδεικτικά σέ κάποια ὀνόματα πολύ ἐπιγραμματικά:
Ὁ κύπριος Φιλόθεος Χατζῆς, ἐπίσκοπος Δη­μητσάνης ἀπό τό 1795, ἔδωσε ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν ἐκπαί­δευση, ἱδρύοντας ἤ ἐνισχύοντας σχο­λεῖα στήν ἐπισκοπή του. Ἀπό τή στιγμή πού μυ­ή­θηκε στή Φιλική Ἑταιρεία, δό­θηκε ὁλοκληρωτικά στόν Ἀγώνα. Ὁ ἴ­διος μύησε στή Φιλική Ἑταιρεία -μο­ναδικό φαινόμενο- ὁμαδικά ὁλόκληρο τόν πλη­θυ­σμό τῆς Δημητσάνας. Τό γεγονός αὐτό συν­έ­­βαλε στό νά λει­τουρ­γή­σουν στή Δη­μη­τσάνα οἱ περίφημοι «μπα­ρου­τό­μυλοι» τῶν ἀδελφῶν Νικο­λάου καί Σπυ­ρί­δω­νος Σπηλιω­το­πού­λου, πού πα­ρήγαγαν μεγάλες ποσό­τητες πυρίτιδας γιά τόν Ἀγώνα. Ἡ ὅλη ἐ­πιχείρηση κα­τασκευῆς καί ἀποθήκευ­σης πυρίτιδας ἦταν ἐπι­κίνδυνη καί γινόταν μέ κάθε μυ­στικό­τητα ὑπό τήν ἐ­πίβλεψη τοῦ ἐπι­σκό­που. Στίς ἀρχές τοῦ 1821 ὁ Φι­λόθεος προσ­κλή­θηκε ἀ­πό τούς Τούρ­κους στήν Τρίπολη, μαζί μέ ἄλλους ἱεράρχες τῆς Πελοποννήσου. Αὐτούς, μα­ζί καί μέ προκρίτους, συνολικά 18 ἄτομα, οἱ Τοῦρ­κοι τούς συνέλαβαν στήν Τρίπολη καί τούς φυ­λάκισαν δέ­νοντας ὀγκώδεις ἁλυσίδες στόν λαι­μό τους. Ὁ κύπριος ἱε­ράρχης, μή ἀντέχοντας τή σκλη­­ρό­τα­τη διαβίωση στή φυλακή, πέθανε ἐκεῖ μέσα (10 Σε­πτεμβρίου 1821), λίγο πρίν τήν ἀ­πε­λευθέ­ρωση τῆς Τρίπολης.
Ἡρωική μορφή τοῦ ᾽21 ἦταν ὁ κα­τα­γόμενος ἀπό τούς Παξούς Γεώργιος Ἀνεμογιάννης (1798-1821). Ὑπηρετοῦ­σε ὡς ναύτης στό πλοῖο τῆς Μπουμπουλίνας «Οἱ Σύμμαχοι», τό ὁποῖο συμ­με­τεῖχε στόν ἀποκλεισμό τῆς Ναυπάκτου καί στήν ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ φρουρίου της (25 Μαΐου 1821). Ἡ ἐπίθεση ἀπέτυχε καί ἀποφα­σίστηκε ἡ πυρπόληση τοῦ τουρκικοῦ στό­λου πού βρι­σκό­ταν προστατευμένος κάτω ἀ­πό τό φρούριο τῆς Ναυπά­κτου. Πρό­θυμα προσ­φέρθηκε ὁ Ἀνεμογιάννης γιά τήν «πλο­ήγηση» τοῦ πυρπολικοῦ. Πα­ρά τήν ἀνδρεία πού ἔ­δειξε, ἡ ἐπιχείρηση ἀπέτυχε· οἱ Τοῦρ­κοι τόν συνέλαβαν καί ἀρ­νή­θηκαν νά τόν ἀνταλλάξουν μέ αἰ­χμα­λώτους τους ἤ χρή­ματα. Βρῆ­κε φρικτό θάνατο μέ ἀνα­σκο­λοπισμό. Τό ἄψυχο σῶμα του παρέμεινε γιά ἀρκετές μέ­ρες στίς ἐπάλξεις τοῦ φρουρίου γιά παραδειγματισμό καί ἐκ­φοβισμό.
Ἀξίζει νά μνημονεύσουμε καί μία γυναικεία μορφή. Ἡ Ἀνδρονίκη Στάρκου, ὠθού­με­νη ἀπό δυνατή ἀγάπη γιά τήν ἀνεξαρτησία τῆς πα­τρί­δας, συμμετεῖχε στήν πρώτη τα­κτι­κή μάχη πού δόθηκε στόν Μο­ριά, ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης, στίς ὄχ­θες τοῦ Ρου­φιᾶ, ἐ­πτέθηκε στούς κατοίκους τοῦ Φα­ναρίου καί τῆς Καρύ­ται­νας, πού εἶ­χαν πά­ρει τό μέ­ρος τῶν Τούρκων. Ἐπίσης, πολέ­μη­σε στή μά­χη τοῦ Βαλτε­τσί­ου. Κα­τά τή δι­άρκεια μιᾶς ναυ­μα­χίας μέ ναύαρχο τόν Μι­αού­λη, ἡ Ἀν­δρονίκη εἶδε τά τουρ­κικά πλοῖα νά τρέπονται σέ φυγή. Δυσ­τυ­χῶς, σέ ἕνα ἀπό αὐτά διέκρινε τόν γιό της, πού ὁ­δη­γοῦσε τήν ὀθωμανική μοί­ρα. Ἔνιω­σε τόσο μεγάλη ντρο­πή, πού ὅ­ρμησε σάν λυσσασμένη στή μάχη, γυ­ρεύοντας τή λύτρωση στόν θά­νατο. Ἦ­ταν ὁ πό­νος τῆς μάνας γιά τόν γιό της, πού ᾽γινε  προ­δότης.
Τή βρίσκουμε ἐπίσης στίς ἐκ­στρα­τεῖες τοῦ 1825 καί τοῦ 1826, στή μάχη τῶν στε­νῶν τῆς Βέργας, ὅπου ὁ Ἰμ­πραήμ κα­­τα­τροπώθηκε ἀπό τούς Μα­νιάτες. Τόν Ἰ­ούλιο τοῦ 1826 ἐντάχθηκε στόν τακτικό στρα­τό τοῦ Φαβιέρου καί πῆρε μέρος στή μάχη στό Χαϊδάρι, ὅπου πληγώθηκε σο­βαρά, ἀλλά τελικά σώθηκε. Τόν Αὔγου­στο τοῦ 1827 ἐπέ­στρε­ψε στή Μάνη. Ἤθελε νά ξαναδεῖ τό σπίτι της στό Οἴτυλο· ἐκεῖ ἔ­μελ­λε νά συναν­τήσει τόν ἀλλαξοπιστή­σαν­τα γιό της Νικό­λα Στάρκο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπι­θυ­μή­­σει τό σπίτι πού γεννήθηκε. Στό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μάνα καί γιός συν­αν­­τιοῦνται. Ὀργισμένη ἡ μάνα κα­τα­ριέται τόν γιό της: «Νά μή σέ ξα­ναδοῦν τά μάτια μου!». Καί ἀφοῦ τίποτα πιά δέν τήν κρα­τοῦσε στή γῆ τῶν προγόνων της, ἡ Ἀν­δρο­­νίκη -ἀ­πέφευγε νά χρη­σι­μοποιεῖ τό ἐπώ­νυμό της λόγῳ τοῦ γιοῦ της, ἀρχιπει­ρατῆ τοῦ Αἰγαίου- συνέχισε τόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλ­λάδας.
Ἀναμφισβήτητα, σήμερα, ὅλοι μαζί, ἐ­πι­φανεῖς καί ἀφανεῖς, μᾶς προσφέρουν τ’ ἀ­θά­νατο κρασί τοῦ ’21. Κι ἄν οἱ ἐπιφανεῖς ἀπαιτοῦν ἀπό μᾶς νά φωτιστοῦμε ἀπό τά ἔργα τους, οἱ ἀφανεῖς δέν ἀπαιτοῦν τίπο­τε ἄλλο παρά μόνον νά μήν ἀποκόψουμε τούς ψυχικούς μας δεσμούς ἀπό τήν ἔν­δοξη ἀφετηρία τῆς νεότερης Ἑλλάδας, πού εἶ­ναι τό 1821. Αὐ­στηρό τό παράγ­γελ­μα τοῦ ὑ­ψηλοῦ προσανατολισμοῦ τους, νά μή λη­σμο­νοῦμε ποτέ ὅτι ἡ ἐθνική μας πορεία ἐκτυλίσσεται ἀπαρέγκλιτα στόν ἄξονα πού χάραξε τό πύρινο σύνθημα τῆς Ἁγίας Λαύ­ρας: «Ἐλευθερία ἤ θάνατος».

Εὐδοξία Αὐγουστίνου