«Θά ἀντάλλαζα ὅλη τήν τεχνολογία τῆς ἐποχῆς μας γιά νά περάσω ἕνα ἀπόγευμα συζητώντας μέ τόν Σωκράτη», εἶχε δηλώσει πρίν μερικά χρόνια ὁ ἀμερικανός, πιό ἐπιτυχημένος σύμφωνα μέ ἔρευνα, τεχνοκράτης ἐπιχειρηματίας ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ὁ ἕλληνας σοφός, δικαίως, θεωρεῖται ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πυλῶνες τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἀλλά καί τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ. Ὁ ἄλλος θεωρεῖται ὁ Ἰησοῦς Χριστός -ἄσχετα ἄν οἱ ἄνθρωποι τόν πιστεύουν ἤ ὄχι- μόνο καί μόνο ἀπ᾽ τό ἀποτύπωμά Του πάνω στήν ἀνθρώπινη ἱστορία.
Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς τούς δύο ὑπάρχει μιά γέφυρα πού τούς ἑνώνει. Εἶναι αὐτοί πού ἤξεραν καλά τί εἶπε ὁ Σωκράτης, ἀλλά καί τί ἔγραψαν ὅλοι οἱ ἄλλοι φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων, ἤξεραν τά ἑλληνικά γράμματα καί κατεῖχαν τήν ἑλληνική παιδεία, μέσα ὅμως ἀπ᾽ ὅλα αὐτά δέν ἔφτασαν στήν ἀποθέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά στή λατρεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Συνδύαζαν στή ζωή τους ὅλη τή σοφία τῶν σοφῶν ἀλλά καί ὅλη τή μωρία τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ. Μέσα ἀπ᾽ αὐτούς ἔγινε ἡ σύνδεση, ἡ σύνθεση, ἡ συνάντηση τῆς σοφίας καί τῆς Ἀλήθειας. Τῆς ἀνακάλυψης τοῦ κόσμου μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου. Ἡ ἀναγωγή ἀπ᾽ τόν ἄνθρωπο στόν Θεάνθρωπο.
Ὁ ἀμερικανός τεχνοκράτης ἀναζήτησε τελικά, ἐφόσον ὁ Σωκράτης δέν ἦταν διαθέσιμος, σέ βουδιστές γκουρού ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματά του, γιά τήν ἀρρώστια του καί τό τέλος του πού πλησίαζε.
Ἀνάμεσα ὅμως σέ μᾶς καί τόν Θεό ὑπάρχει μιά γέφυρα πού μᾶς ἑνώνει. Μιά γέφυρα φτιαγμένη ἀπό ὑλικά ἀντοχῆς, διαρκείας· ἀπό μιά ἀγάπη ἀκατάλυτη καί μιά προσευχή ἀκατάβλητη. Εἶναι πάλι οἱ Πατέρες. Πότε μᾶς ἀγάπησαν; Πρίν μᾶς γνωρίσουν. Τότε πού προσεύχονταν «γι᾽ αὐτούς, Κύριε, πού Σέ ψάχνουν». Πόσο μᾶς ἀγάπησαν; Ὁ Θεός μόνον ξέρει. Μαζί μέ τό «Ἅγιος ὁ Θεός» ἡ διαρκέστερη προσευχή μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι τό «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν». Εἶναι ἐδῶ πάντοτε παρόντες, διαθέσιμοι γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Ἀνάμεσα στήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στούς οὐρανούς καί στήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τήν Πεντηκοστή, στή γῆ, δέν εἴμαστε μόνοι μας. Μᾶς σκεπάζει ἡ μνήμη, ἡ παρουσία τῶν 318 Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Οἱ Πατέρες εἶναι οἰκουμενικοί, ἀνήκουν στήν οἰκουμένη, δέν εἶναι κτῆμα κανενός μας. Εἶναι ὅμως καί προσωπικοί, ἀνήκουν στόν καθένα μας. Εἶναι στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς μας ταυτότητας οἱ πατέρες πού ἀκολουθοῦμε, ὅπως εἴμαστε καί ἐμεῖς γι᾽ αὐτούς τά τέκνα πού καθοδηγοῦν. Καί λειτουργοῦν πάλι σάν γέφυρα ἀνάμεσα σέ μᾶς καί ὅλους τούς ἄλλους μέ ἀνυπολόγιστη συνεισφορά στή διασφάλιση τῆς ἑνότητας τοῦ Πνεύματος «ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης». Χωρίς αὐτούς ἀνάμεσά μας εὔκολα θά γινόμασταν ἑ- τερόκλητα στοιχεῖα.
Τά βασίλεια τοῦ κόσμου τούτου ἔχουν τούς θησαυρούς τους ἀπό γενιά σέ γενιά. Ἔχει καί τό βασίλειο τῆς Ἐκκλησίας τούς δικούς του. Ὁ ἀνθρώπινος πλοῦτος του, διαμάντια καί πετράδια βαρύτιμα, εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας· τά κείμενα πού ἔγραψαν, οἱ λόγοι πού ἐκφώνησαν, οἱ μάχες πού ἔδωσαν, ἡ ζωή πού ἔζησαν.
Ἐμεῖς στή ζωή μας δέν ἔχουμε μέντορες, μάγους, μύστες, γκουρού, ἀρχηγούς. Ἐμεῖς ἔχουμε Πατέρες. Ὁ Θεός στήν Ὀρθοδοξία εἶναι «ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Καταλαβαίνω αὐτήν τή δίψα γιά τόν Σωκράτη. Τήν ξέρει ὅποιος ξεδίψασε τελικά στά πόδια ἑνός ἀληθινοῦ Πατέρα.
Δι᾽ εὐχῶν...
Ζ.Γ.