Τόν ἀγαποῦσε πολύ τόν παππού τόν Χριστοφῆ ὁ Ἀνδρέας. Δέν ἄντεχε νά τόν βλέπει νά σβήνει σιγά-σιγά. Τό καταλάβαινε ὅτι ἔτσι ἦταν τό φυσικό, ὁ παππούς ἔζησε καί γέρασε κι ἔκανε παιδιά κι ἐγγόνια. Μά πάλι ἔνιωθε τήν καρδιά του νά γίνεται κομμάτια στή σκέψη ὅτι ὁ γερο- Χριστοφῆς θά ἔκλεινε τά μάτια του καί θά ἔφευγε ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε «ἀπό τόν μάταιον τοῦτον κόσμον, γιά νά τά ἀνοίξει στόν ἀληθινόν».
- Παππού μου, τοῦ ψιθύρισε καί ἔβαλε τό χέρι του τό γεμάτο σφρίγος καί ζωή πάνω στό ρυτιδιασμένο ἄψυχο, θαρρεῖς, χέρι.
Ἄνοιξε τά μάτια ὁ γέρος καί κεῖνο τό ἄτονο χέρι ἔσφιξε μέ μία ἀφύσικη δύναμη τό χέρι τοῦ νέου.
- Παππού, τό πῆρα τό πτυχίο μου, τοῦ εἶπε μέ καμάρι ὁ Ἀνδρέας, κι ἐκεῖνος ἄνοιξε διάπλατα τήν ἀγκαλιά του.
- Νά κάνεις ἐσύ, γιέ μου, καινούργια σχέδια καί νά κτίσεις τό σπίτι κοντά στόν γιαλό, ἔτσι ὅπως τό ἤθελε ὁ θεῖος σου ὁ Ἀνδρέας. Στό ὄνομά σου τό ἄφησα τό κτῆμα δίπλα στή θάλασσα. Σ᾽ αὐτόν ἀνήκει, μά μιά πού σοῦ ἔδωκαν τό ὄνομά του οἱ γονιοί σου, τώρα τό ἀφήνω σέ σένα.
Πόσες φορές τό εἶχε ἀκούσει αὐτό ἀπό τό στόμα τοῦ παπποῦ του ὁ Ἀνδρέας! Πόσες φορές δέν τόν πῆρε μικρό παιδί στά γόνατά του, γιά νά τοῦ περιγράψει τό κτῆμα μέ τίς πορτοκαλιές δίπλα στό κύμα, τήν ἀγάπη τοῦ θείου του Ἀνδρέα γιά αὐτό καί τά σχέδια πού ἔκαναν μαζί, μόλις ἀπολυθεῖ ἀπό τόν στρατό νά κτίσουν ἕνα ὄμορφο σπίτι μεγάλο, γιά νά χωράει ὅλα τά παιδιά καί τά ἐγγόνια τοῦ Χριστοφῆ, νά κάνουν ὅλοι κοινές διακοπές κοντά του καί κοντά στή θάλασσα.
- Ἄχ οἱ παλιότουρκοι! Μοῦ τό φάγανε τό παλληκάρι μου, δέν πρόλαβε νά ἀπολυθεῖ... Δέν εἶχε κλείσει ἀκόμα τά εἴκοσι!
- Σάν θά μεγαλώσω, θά γίνω ἀρχιτέκτονας, τοῦ εἶπε μιά μέρα ὁ μικρός, καί μόλις γυρίσουμε πίσω, θά ἔχω ἕτοιμο τό σχέδιο καί θά τό κτίσω!
Ἀπό τότε παππούς κι ἐγγονός ἄλλη κουβέντα δέν εἶχαν ἀπό τό σπίτι πού θά κτίζανε στόν γιαλό. Οἱ ἄλλοι μέσα στό σπίτι τούς πῆραν στό ψιλό καί μάλωναν τάχα ποιός θά ἔμενε στά δωμάτια πού βλέπανε στή θάλασσα, μά αὐτοί οἱ δύο ἤξεραν πώς αὐτό θά γίνει κάποια μέρα.
- Πατέρα, τοῦ εἶπε κάποια στιγμή ὁ γιός του, μήν τοῦ γεμίζεις τά μυαλά μέ τέτοια πράγματα. Τά λέει καί στούς φίλους του καί κεῖνοι τόν κοροϊδεύουν.
Τόν κοίταξε μέ μάτια πού ἔσταζαν πόνο ὁ Χριστοφῆς:
- Πάει νά πεῖ πώς ξέχασες... τοῦ εἶπε μοναχά καί ἀπό τότε ὁ Χριστοφῆς θαρρεῖς πώς γέρασε.
Κανείς πιά δέν ἀστειεύτηκε μέ τά σχέδια τοῦ παπποῦ καί τοῦ ἐγγονοῦ. Ἰδιαίτερα, ὅταν ὁ Ἀνδρέας τούς δήλωσε στήν τελευταία τάξη τοῦ Λυκείου ὅτι θά γίνει ἀρχιτέκτονας κι ὄχι γιατρός ὅπως τόν ὀνειρεύονταν ὅλοι, κατάλαβαν πολύ καλά πόσο βαθιά εἶχε ἐπηρεάσει ὁ γερο-Χριστοφῆς τόν ἐγγονό του. Δέν ἔφεραν ὅμως ἀντίρρηση, γιατί ἀκόμα κουμάντο ἔκανε στό σπίτι τους ὁ γερο-Χριστοφῆς, μά καί γιατί στό βάθος ἄρεσε καί σ’ αὐτούς αὐτό τό ὄνειρο καί πολλές φορές δίχως νά τό ὁμολογήσουν τό εὔχονταν...
- Ἀνδρέα μου, γιέ μου, τό σχέδιο νά μοῦ δείξεις προτοῦ κλείσω τά μάτια μου, εἶπε ὁ παππούς καί χαλάρωσε τήν ἀγκαλιά του.
- Ἕτοιμο τό ἔχω, παππού μου. Τί νομίζεις; Περίμενα νά ὁρκιστῶ γιά νά τό κάνω; Θά περιμένεις ὅμως λίγο ἀκόμα, γιατί σοῦ ᾽χω μιά ἔκπληξη.
Ἔφυγε ὁ Ἀνδρέας, κι ὁ γερο-Χριστοφῆς ἀνασήκωσε τό κορμί του κι ἀνακάθισε στό κρεβάτι του.
- Ἔ, δέν εἶμαι καί τοῦ θανατᾶ, ψιθύρισε καί χαμογέλασε εὐχαριστημένος.
Πῆρε μέ τρεμάμενο χέρι τήν Καινή Διαθήκη πού εἶχε στό κομοδίνο πλάι του, φόρεσε τά γυαλιά του καί τήν ἄνοιξε. Διάβαζε σχεδόν συλλαβιστά καί ψιθυριστά. Πολλά γράμματα δέν ἤξερε, μά τήν εἶχε τόσες φορές διαβασμένη τήν Καινή Διαθήκη πού σχεδόν τήν καταλάβαινε. Σταμάτησε γιά λίγο τό μουρμουρητό καί σήκωσε τό δεξί του χέρι σάν τό παιδί στόν δάσκαλο.
- Κύριε, «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Δέν τό ξέχασα ποτέ, Κύριέ μου! Ὅμως δέν ξέχασα καί τήν Κερύνειά μου! Συγχώρα με, Θεέ μου, μά τήν ἀγάπησα τόσο πού χίλιες φορές τή μπέρδεψα μέ τή μέλλουσα...
- Πατέρα, πατέρα, κοίτα τί ἔφτιαξε ὁ Ἀνδρέας μας!
Ἡ νύφη του μπῆκε ἐνθουσιασμένη στό δωμάτιο τοῦ παπποῦ καί ξοπίσω της ἀκολουθοῦσε ὁ Ἀνδρέας μέ μιά μακέτα τοῦ σπιτιοῦ πού σχεδίασε. Ἕνα μεγάλο σπίτι ἀνάμεσα σέ πορτοκαλιές, μέ μεγάλα παράθυρα καί ἀκόμα μεγαλύτερα μπαλκόνια.
Ἀπόμεινε νά τό κοιτᾶ ἐκστατικός ὁ παππούς. Μιά ταμπέλα στήν εἴσοδο ἔγραφε: ἔπαυλη Χριστοφῆ. Ἔκλεισε τά μάτια του πού ἔτσουζαν ἀπό τά δάκρυα.
- Ὅπως τή σχεδιάσαμε μαζί, παππού μου, εἶπε συγκινημένος ὁ Ἀνδρέας.
- Ὁ Θεός νά δώσει, γιέ μου, νά γυρίσετε πίσω καί νά κτίσετε ἐκεῖ τό σπίτι αὐτό! Ἡ εὐχή μου θά σᾶς συντροφεύει ἀπό κεῖ πάνω, εἶπε ὁ παππούς κι ἔδειξε τόν οὐρανό.
Λίγες μέρες ἔζησε ἀκόμα ὁ γερο-Χριστοφῆς κι ὁ Ἀνδρέας αὐτές τίς μέρες δέν ἔφυγε ἀπό κοντά του. Δέν τοῦ μίλησε ξανά ὁ παππούς γιά τήν Κερύνεια, μόνο κρυφοκοίταζε τήν ὄμορφη μακέτα καί πότε-πότε δάκρυζε.
- Γιέ μου, τοῦ εἶπε τό τελευταῖο βράδυ ὁ παππούς, μήν ξεχάσεις ποτέ τήν Κερύνειά μας, νά τό κτίσεις τό σπίτι στόν γιαλό. Ὅμως, γιέ μου, μαζί μέ τό κτῆμα σοῦ ἀφήνω καί τούτη ἐδῶ.
Τό τρεμάμενο χέρι ἀκούμπησε τήν πολυδιαβασμένη Καινή Διαθήκη.
- Ἐτοῦτος ὁ Μεγάλος Ἀρχιτέκτονας ἔχει ἐδῶ μέσα τό σχέδιο καί τή μακέτα τῆς αἰώνιας πατρίδας. Αὐτήν μή χάσουμε, γιέ μου!
Πῆρε εὐλαβικά στά χέρια του τήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἀνδρέας καί φίλησε τό χέρι τοῦ παπποῦ. Ὕστερα τήν ἀκούμπησε δίπλα στή μακέτα.
- Θά τό θυμᾶμαι πάντα, παππού μου, εἶπε συγκλονισμένος.
- Καί μή γράφεις ἔπαυλη Χριστοφῆ, Ἀνδρέα μου, ἀλλά γράψε ἔπαυλη «Δέν ξεχνῶ».
Μέσα στή νύχτα πού ἔφυγε γιά τήν ἀληθινή πατρίδα τήν αἰώνια ὁ Χριστοφῆς, ὁ Ἀνδρέας, ὁ νεαρός ἀρχιτέκτονας, ἔβαζε τά σχέδιά του ὅλα μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Τώρα πιά ἡ ὧδε καί ἡ μέλλουσα πατρίδα θαρρεῖς καί γίνανε ἕνα. Κι ἔτσι ὅπως ξημέρωσε μέ τήν Καινή Διαθήκη τοῦ παπποῦ στά χέρια, εἶχε τήν αἴσθηση πώς ὄντως ὁ γερο-Χριστοφῆς ἔκλεισε τά μάτια του «στόν μάταιον τοῦτον κόσμον, γιά νά τά ἀνοίξει στόν ἀληθινόν».
Ἑλένη Βασιλείου
"Ἀπολύτρωσις", Ἰούν.-Ἰούλ. 2021