-Μετά τήν πυρπόληση τῆς τουρκικῆς ναυαρχίδας ὁ Κανάρης ἐπιστρέφει στά Ψαρά νικητής, καί ἡ Δημογεροντία τοῦ ἀπονέμει δάφνινο στεφάνι. Τότε ὁ δοξασμένος πυρπολητής πηγαίνει κατευθείαν στήν ἐκκλησία καί ἀποθέτει τό στεφάνι του στά πόδια τῆς Θεοτόκου.
– Δικό σου εἶναι, Παναγία μου, λέει. Καί, φέρνοντας τό μέτωπό του μέχρι τή γῆ, προσκυνάει τήν ἀειπάρθενο Προστάτιδα τοῦ Ἔθνους καί τόν παντοδύναμο Υἱό της...
-Ὅταν ὁ ἔνδοξος πυρπολητής ἔγινε ὑπουργός τῶν Ναυτικῶν, μπαίνοντας γιά πρώτη φορά στό ὑπουργεῖο, εἶδε πίσω ἀπό τό γραφεῖο του μία πολυτελῆ κι ἀναπαυτική πολυθρόνα. Στό ἀντίκρισμά της θύμωσε καί φώναξε: «Τί θέλει αὐτή ἡ πολυθρόνα ἐκεῖ; Βγάλτε τη γρήγορα ἀπό δῶ μέσα, γιατί ἀλλιῶς θά τήν πετάξω ἀπό τό παράθυρο. Φέρτε μου μία κοινή καρέκλα. Δέν ἦρθα ἐδῶ γιά νά ἀναπαυθῶ».
Δύο στιγμιότυπα ἀπό τή ζωή τῆς Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας:
`Σέ μία ἐπιδρομή σκοτώθηκε ὁ γιός της Γιάννης. Ἡ Μπουμπουλίνα, μόλις ἔμαθε τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της, κοίταξε τόν οὐρανό καί ψιθύρισε: «Ἐσύ μοῦ τόν ἔδωσες Κύριε. Ἐσύ μοῦ τόν πῆρες γιά τήν πατρίδα».
`Σέ μία ἐπίσκεψη στά μέτωπα τοῦ Ἀγώνα, εἶπε στούς μαχόμενους ἕλληνες προκρίτους τοῦτο τόν λόγο, ὁ ὁποῖος ἀναπτέρωσε τό ἠθικό τῶν μαχητῶν: «Ἔχασα τόν σύζυγό μου. Εὐλογητός ὁ Θεός! Ὁ πρεσβύτερος υἱός μου ἔπεσε μέ τά ὅπλα ἀνά χεῖρας. Εὐλογητός ὁ Θεός! Ὁ δεύτερος καί μόνος υἱός μου, δεκατετραετής τήν ἡλικίαν, μάχεται μετά τῶν Ἑλλήνων καί πιθανῶς νά εὕρη ἔνδοξον θάνατον. Εὐλογητός ὁ Θεός! Ὑπό τήν σημαίαν τοῦ Σταυροῦ θά ρεύση ἐπίσης τό αἷμα μου. Εὐλογητός ὁ Θεός! Ἀλλά θά νικήσωμεν ἤ θά παύσωμεν μέν ζῶντες, ἀλλά θά ἔχωμεν τήν παρήγορον ἰδέαν, ὅτι ἐν τῷ κόσμῳ δέν ἀφήσαμεν ὄπισθεν ἡμῶν δούλους τούς Ἕλληνας».