«Ὁ Ὀρθόδοξος ἑλληνικός κλῆρος ἀπετέλεσε πρωταρχικόν παράγοντα τῆς κηρύξεως τῆς ἐπαναστάσεως καί τῆς ἐπιτυχίας ταύτης…».
Ἀπόστολος Δασκαλάκης ἱστορικός- πανεπιστημιακός- συγγραφέας
Ὁ κλῆρος ὄχι μόνο συμπαραστάθηκε, ἀλλά καί πρωτοστάτησε στόν Ἀγώνα τοῦ ᾽21. Αὐτό τό μαρτυροῦν ἐκτός ἀπό τούς ἕλληνες ἀγωνιστές, εὐρωπαῖοι φιλέλληνες καθώς καί τοῦρκοι ἱστορικοί. Οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς περιέρχονταν τά χωριά, γιατί μόνο αὐτούς ἐμπιστευόταν ὁ προδομένος ραγιάς, μέ σκοπό νά ἐνθαρρύνουν τόν λαό νά πάρει τά ὅπλα χωρίς ἀναβολή.
Ὁ τοῦρκος ἱστορικός Μώραλη Μελίκ Μπέη γράφει: «Τόν λαόν [τῆς Πελοποννήσου] ὑπεκίνησαν οἱ ἔχοντες συμφέροντα καί σχέσεις μετά τούτων, οἱ ἔμποροι, οἱ πρόκριτοι καί κυρίως οἱ μητροπολίται καί γενικῶς οἱ ἀνήκοντες εἰς τόν κλῆρον, δηλαδή, οἱ πραγματικοί ἡγέται τοῦ ἔθνους», ἐνῶ ὁ τοῦρκος ἱστορικός Σανί Ζαντέ δέχεται ὅτι: «Τά [ἐπαναστατικά] σχέδια ἐτηροῦντο μυστικά μεταξύ τοῦ Πατριάρχου, τῶν Μητροπολιτῶν, τῶν παπάδων, τῶν δημογερόντων»1.
Ἐπίσης ὁ ἄγγλος Χάμφρεϋ ἐπισημαίνει: «Ἀνάμεσα στούς στρατιῶτες βρισκόταν καί μεγάλος ἀριθμός παπάδων. Αὐτοί εἶναι οἱ πρωτεργάτες τοῦ ξεσηκωμοῦ».
Ὁ κορσικανός πρόξενος τῆς Ὀλλανδίας στήν Ἀθήνα, Ντομένικο Ὀριγκόνο, γράφει: «Οἱ Τοῦρκοι στήν Ἀθήνα κάνουν τά πάντα γιά νά συλλάβουν παπάδες, γιατί, ὅπως διαδίδεται, οἱ παπάδες εἶναι ἀρχηγοί τῶν ἐπαναστατῶν».
Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, πού μέ τήν ἰαχή «μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος» κήρυξε τήν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης, προηγουμένως ἔστειλε ἐπιστολές ζητώντας τή συμπαράσταση τῶν ἀρχιερέων.
Ὁ γάλλος ἱστορικός Πουκεβίλ ἀπαριθμεῖ τίς θυσίες τῶν ἑλλήνων κληρικῶν σέ 11 πατριάρχες, 100 ἐπισκόπους καί 6.000 ἱερεῖς καί καλόγερους. Ἀναφέρονται ἐπώνυμα στίς πηγές 73 ἀρχιερεῖς πού ἔλαβαν ἐνεργό μέρος στόν Ἀγώνα. Σαρανταδύο ἀρχιερεῖς ὑπέστησαν ταπεινώσεις, ἐξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε εἴδους, βασανιστήρια, ἐξορίες... Δύο Οἰκουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε´, Κύριλλος ΣΤ´) καί 45 Μητροπολίτες ἐκτελέστηκαν ἤ ἔπεσαν σέ μάχες.
Μέ καημό καί ἀγανάκτηση ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης ξεσπᾶ: «...καί βρίζουν, οἱ πουλημένοι εἰς τούς ξένους, καί τούς παπάδες μας, ὁπού τούς ζυγίζουν ἄναντρους καί ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τούς παπάδες τούς εἴχαμε μαζί εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καί δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διά νά βλογᾶνε τά ὅπλα τά ἱερά, ἀλλά καί αὐτοί μέ ντουφέκι καί γιαταγάνι, πολεμώντας ὡσάν λεοντάρια. Ντροπή, Ἕλληνες!».
Ἄλλωστε τά μοναστήρια ἀπετέλεσαν τίς ἐπάλξεις καί τά προπύργια τῶν ἀγώνων. Γράφει ὁ Μακρυγιάννης: «Τ᾽ ἅγια τά μοναστήρια, ὁπού ᾽τρωγαν ψωμί oἱ δυστυχισμένοι [...] ἀπό τούς κόπους τῶν πατέρων, τῶν καλογέρων... Καί εἰς τόν ἀγώνα τῆς πατρίδος σ᾽ αὐτά τά μοναστήρια γενόταν τά μυστικοσυβούλια, συναζόταν τά ὀλίγα ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, καί εἰς τόν πόλεμον θυσίαζαν καί σκοτωνόταν αὐτεῖνοι οἱ ᾽περέτες τῶν μοναστηριῶν καί τῶν ἐκκλησιῶν»2.
Ἐπιπλέον, καί στούς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν ὁ παπάς καί ὁ καλόγερος κρατοῦσαν ἀναμμένη τή φλόγα τῆς λευτεριᾶς καί προετοίμαζαν τίς καρδιές γιά τόν μεγάλο ξεσηκωμό. Κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ μυστικά καί ἀθόρυβα προετοιμαζόταν ἡ ὑποστολή τῆς ἡμισελήνου.
«Μόνοι των οἱ Ἕλληνες ἐφρόντιζαν διά τήν παιδείαν, ἡ ὁποία συνίστατο εἰς τό νά μανθάνουν τά κοινά γράμματα, καί ὀλίγην ἀριθμητικήν ἀκανόνιστον. Ἐν ἐλλείψει δέ διδασκάλου ὁ ἱερεύς ἐφρόντιζε περί τούτου. Ὅλα αὐτά ἐγίνοντο ἐν τῷ σκότει καί προφυλακτά ἀπό τούς Τούρκους»3.
Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τή θυσία τοῦ Πατροκοσμᾶ; Ἕνας φτωχός καλόγερος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἦταν. Ἕνα λιανοκέρι. Ἀκούγοντας ὅμως πόσο βασανίζονται οἱ Ἕλληνες ἀπό τόν Ὀθωμανό, πώς ἄρχισαν νά ξεχνοῦν τή γλώσσα τους, νά μήν ἔχουν σχολεῖα, νά ἐξισλαμίζονται καί νά ξεχνοῦν τήν ἑλληνική καταγωγή τους, ἄφησε τήν ἡσυχία του καί ρίχτηκε σέ μία μαρτυρική περιπέτεια γιά τό σκλάβο γένος του. Ἡ δική του σπίθα ἄναψε πυρκαγιά στά στήθη τῶν ραγιάδων γιά τή λευτεριά.
Σ’ ἐκείνους τούς δύσκολους καιρούς, ἀδιαφορώντας γιά τή ζωή του, γιά 20 ὁλόκληρα χρόνια περιδιάβαινε τήν ἠπειρωτική καί νησιωτική Ἑλλάδα καί ξεσήκωνε τούς Ἕλληνες. Μέ τή δική του προτροπή χτίστηκαν 200 σχολειά, ἄρχισαν νά βαπτίζονται οἱ ραγιάδες, νά μιλοῦν τή γλώσσα τῶν προγόνων τους καί νά νιώθουν Ἕλληνες. Καί σφράγισε αὐτή τήν προσφορά του μαρτυρικά μέ τό ἴδιο του τό αἷμα.
Ἡ κυρά τῶν Ἀθηνῶν, ἡ μοναχή ἁγία Φιλοθέη, πρωτοστατεῖ διαθέτοντας τήν τεράστια περιουσία της γιά τήν ἀνακούφιση καί τή λευτεριά τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων καί μουσουλμάνων. Κάτω ἀπό τή μύτη τοῦ βάρβαρου κατακτητῆ δέν δειλιάζει. Ἐπιδίδεται σέ ἕνα παγκοσμί-ως πρωτοποριακό ἔργο. Μετατρέπει τόν παρθενώνα τοῦ μοναστηριοῦ της σέ καταφύγιο, ἐργοτάξιο, χῶρο τεχνῶν καί σχολεῖο τοῦ γυναικείου φύλου. Τέλος βρίσκει μαρτυρικό θάνατο ἀπό τούς Τούρκους.
«Μέ τή βοήθεια τοῦ Παντοδυνάμου, ἐκάμαμε ὅ,τι ὁ κόσμος δέν ἐκαρτέρηγε ἀπό ἡμᾶς», ἔλεγε ὁ γενναῖος ὁπλαρχηγός Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος. Ὁ δέ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων τόνιζε: «Τό θαῦμα τοῦ 1821 εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας».
Δέσποινα Δαμιανίδου
1. Νικ. Μοσχόπουλου, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως κατά τούς Τούρκους ἱστοριογράφους, Ἀθῆναι 1960, παρά Ἰω. Παπαϊωάννου, Ἱστορικές γραμμές, Λάρισα 1979, σ. 240.
2. Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ὁράματα καί θάματα, Ἀθήνα 2002, σ. 164-165.
3. Φωτάκου, Ἀπομνημονεύματα περί τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Ἀθῆναι 1960, σ. 44.