Λειτουργικό κήρυγμα (Λκ 13,10-17)

Ἡ συγκύπτουσα ἀνθρωπότητα

  Βαδίζουμε πρός τή γιορτή τῶν Χρι­στουγέννων καί ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ φι­λόστοργη μητέρα μας, μᾶς προετοιμάζει γιά νά ἑορτάσουμε τή μεγάλη αὐτή γιορτή. Καί γιορτάζουμε Χριστούγεννα σημαίνει νά ζήσουμε τά Χριστούγεννα ὡς ἕνα γεγονός τῆς δικῆς μας ζωῆς.
  Μέ πολλούς τρόπους μᾶς προε­τοι­μάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Μέ τή νηστεία πού ὅρισε καί ὅλοι οἱ χριστιανοί τη­ροῦ­με τήν περίοδο αὐτή, ἀλλά καί μέ τά ἀ­ναγνώσματα πού διάλεξε νά διαβά­ζονται πρίν τά Χριστούγεννα. Τρεῖς Κυ­ριακές πρό τῶν Χριστουγέννων, τή ση­μερινή Κυριακή, ἔχει ὁρίσει ἡ Ἐκκλησία μας νά διαβάζεται ἡ περικοπή τῆς συ­γκύπτου­σας γυναίκας.
  Ἦταν Σάββατο καί ὁ Ἰησοῦς εἰσέρ­χεται σέ μιά ἀπό τίς συναγωγές. Ὁ Κύ­ριός μας πάντοτε τά Σάββατα πήγαινε στίς συναγωγές ὅπως ὅλοι οἱ ἰουδαῖοι καί ἔδινε τό παράδειγμα. Καί αὐτό εἶναι πα­ράδειγμα καί γιά μᾶς, ὥστε κάθε Κυ­ρια­κή, ἀφοῦ ἡ Κυριακή μας ἀντικα­τέ­στησε τό Σάββατο, κάθε Κυριακή νά πη­γαί­νου­με στήν ἐκκλησία. Μόνο ἄν ὑ­πάρ­­χει βαρειά ἀρρώστια, μεγάλο ἐμπό­διο, νά ἀπουσιάζουμε ἀπό τόν ναό τοῦ Κυρίου.
 therapeia sigiptousas Στή συναγωγή μεταξύ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων βρίσκεται καί ἕνα πλάσμα δυστυχισμένο. Μία γυναίκα πού δέν περ­πατάει ὄρθια. Εἶναι συγκύ­πτουσα. Ὄχι ἁπλῶς κυρτωμένη ἀλλά «μὴ δυ­να­μένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ πα­ντε­λές». Ὄχι μόνο δέν μπορεῖ νά ἀνορθώ­σει τό σῶ­μα της, ἀλλά οὔτε καί τό κε­φά­λι της νά τό γυ­ρί­σει πρός τά πάνω. Καί αὐτή τή γυναίκα θεραπεύει ὁ Χρι­στός μέ τά λό­για του «γύναι, ἀπολέλυ­σαι τῆς ἀσθε­νείας σου». Ἡ γυναίκα γί­νεται καλά καί ἀποκτᾶ τό σχῆμα πού ἔχει ὁ ἄνθρω­πος, τό ὄρ­θιο. Ὅλοι χαί­ρονται καί δο­ξάζουν τόν Θεό.
  Ἕνας μόνο, ὁ ἀρχισυνάγωγος, στενοχωριέται, ἀγανακτεῖ. Δέν ἔχει τό θάρ­ρος νά ἀπευθυνθεῖ πρός τόν Χριστό, ἀλλά ἀπευθύνεται πρός τόν λαό καί στή γυναίκα πού ἔγινε καλά καί λέει: «ἓξ ἡ­μέ­ραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύ­ταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύ­ε­σθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου». Λές καί εἶ­χε τή δύναμη αὐτός κάθε μέ­ρα νά θερα­πεύει τούς ἀρρώστους.
  Ἀντίθετα, ὁ Χριστός στρέφεται ἀ­πευ­θείας πρός τόν ἀρχισυνάγωγο καί τόν ἐλέγχει: «Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγα­γὼν πο­τίζει; Ἄν αὐτό κάνετε γιά τό ζῶ­ο, ἐγώ αὐτή τή θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, πού εἶ­ναι 18 χρόνια δεμένη ἀπό τόν σα­τανᾶ στό παχνί τοῦ διαβόλου, νά τήν ἀ­φήσω σ᾽ αὐτή τήν κατάσταση;».
  Ἡ συγκύπτουσα αὐτή γυναίκα δέν πρό­σεξε, ξεγελάστηκε καί παρέδωσε τόν λογισμό της καί τήν καρδιά της στόν σα­τανᾶ. Καί ὁ σατανᾶς τή λύγισε καί τή χτύπησε κάτω στό χῶμα χωρίς νά δύ­να­ται «ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές». Καί βέ­βαια, τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ μας δέν ἦταν γνωστές ὁρισμένες ἀρρώ­στιες πού γνωρίζουμε σήμερα, ἀλλά ὁ Χριστός ἤξερε πολύ καλά ἀ­πό ποιά αἰτία αὐτή ἡ γυναίκα κατήντησε συγκύπτουσα. Τό ἀναφέρει καί ὁ Λουκᾶς, πού ἦταν καί γιατρός. Δέν σημειώνει ὅτι ἦταν ἄρρωστη, ἀλλά ὅτι «ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας», πού σημαίνει ὅτι ἡ ἀ­σθένεια ἦταν ἀπό τό πονηρό πνεῦμα. Καί ὁ Χριστός ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ σατανᾶς εἶναι ἐκεῖ­νος πού ἔδεσε τή γυ­ναίκα 18 ὁλόκληρα χρόνια.
  Ἡ συγκύπτουσα εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπό­τη­τος, πού κανένας γιατρός καί κανένα φάρμακο δέν μπορεῖ νά τή θεραπεύσει παρά μόνον ἕνας, ὁ Θεός πού γίνεται ἄνθρωπος καί ἔρχεται νά ἀνορθώ­σει τόν πεπτωκότα, τόν πεσμένο ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ἐκφυ­λίστηκε, ἀποκτηνώθηκε, δέν ἦταν δυνατόν τίποτε νά τόν θεραπεύσει. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός ἔγινε ἄν­θρω­πος, γιά νά μπο­λιάσει καί νά θεραπεύσει τόν διεστραμμένο, τόν ἀποκτηνωμένο ἄνθρωπο καί νά τόν ἀποκαταστήσει καί πάλι στό ἀρχαῖο κάλλος, στόν ἅγιο προορισμό του καί νά τόν ὁδηγήσει καί πάλι στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
  Ἀδέλφια μου, εἶναι σπουδαῖο τό μάθημα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς καί δυνατό καί μεγάλο τό μήνυμα πού μᾶς στέλνει ἡ συγκύπτουσα, ὥστε νά προετοιμάσουμε τόν ἑαυτό μας γιά νά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα. Ὅλοι, λίγο πολύ, εἴμαστε ἁ­μαρ­τωλοί καί ἀκάθαρτοι. Κανείς δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρ­τία. Οὔτε ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ τέχνη οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ὅλες οἱ θρη­σκεῖες πού πέ­ρασαν στάθηκε δυνατόν νά σώσουν τόν ἄνθρωπο. Κανείς δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο παρά μόνον ἕνας, πού τό ὄνομά του εἶναι Ἰησοῦς, πού σημαίνει «αὐτός πού μᾶς σώζει ἀπό τήν ἁμαρτία». Ὁ Ἰησοῦς ἦλθε μέ τή γέννησή του, μέ τόν θάνατό του καί τήν ἀνάστασή του νά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία.
  Ἄν σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο πού πνίγεται ἤ καίγεται ἤ ἀγκομαχᾶ κάτω ἀπό ἕνα βάρος καί ψυχορραγεῖ καί φωνάζει «βοήθεια» προσφέρουμε λίρες, λουλούδια, γλυκά ἤ τοῦ παίξουμε μουσική, θά ἀγανακτήσει. Ὁ ναυαγός θέλει τόν ναυαγοσώστη, ἐκεῖ­νος πού καίγεται τόν πυροσβέστη, ἐκεῖνος πού ἀγκομαχᾶ καί χαροπαλεύει τόν λυ­τρω­τή. Ἔτσι καί ἡ ἀνθρωπότητα ζητοῦσε καί ζητάει τόν λυτρωτή. Καί λυτρωτής εἶναι ἕνας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλά γιά νά σωθοῦμε, χρειάζεται νά δώσουμε τό χέρι μας στόν Χριστό. Ὁ Χριστός σώζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά σώζονται μόνον ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁποῖοι πιάνουν τό χέρι του μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια. Κλείνω τή διδαχή μέ μιά πολύτιμη συνταγή πού μᾶς δίνει τό εὐαγγέλιο: Τό φάρμακο τῆς σωτηρίας ἕνα: τά δάκρυα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί τοῦ Χριστοῦ τό αἷμα! Ἀμήν.

Στέργιος Σάκκος
Κυριακή 4-12-1994, Ξάνθη