Χτυποῦσε ἔξω ἀπ᾽ τήν κλειστή πόρτα. Κραύγαζε. Τίποτα. Καμιά φωνή, καμιά ἀπάντηση, κανένα ἔλεος. Μπροστά του σιωπή, ἐρημία καί ἀγωνία. Πίσω του ἡ εὐτυχία χαμένη γιά πάντα. Ἡ πόρτα κλειστή κι ὁ δρόμος χωρίς ἐπιστροφή.
Ὄχι, δέν ἦταν ὁ Ἀδάμ πού θρηνοῦσε ἔξω τοῦ παραδείσου.
Ἤμουν ἐγώ.
Ἦταν ἡ στιγμή πού κατάλαβα τί ἔκανα καί τί ἔχασα στόν δικό μου κῆπο τῆς Ἐδέμ, πού μοῦ εἶχε χαρισθεῖ γενναιόδωρα στή ζωή μου.
Δέν εἶναι μόνον ὁ Ἀδάμ. Αὐτός ἔδρεψε τούς καρπούς του. Μετά ἀπ᾽ αὐτόν ἀκολούθησαν ὅλοι: ἔθνη, οἰκογένειες, ἄτομα. Ἄν ψάξουμε, θά βροῦμε ὅλοι μας τό δικό μας προσωπικό, θεμελιακό πάθος, ἐξάρτηση, κίνηση πού καθόρισε τήν προβληματική πορεία μας καί τή χαμηλή πτήση μας ἤ καλύτερα προδιέγραψε τόν θάνατό μας τόν ψυχικό καί σέ πολλές περιπτώσεις καί τόν φυσικό. Τό δικό μας προσωπικό προπατορικό ἁμάρτημα.
Ποῦ θά τό βροῦμε; Τότε, κάποτε, σέ ᾽κεῖνο τό σταυροδρόμι. Μιά τυχαία συνάντηση, μιά ὑπόσχεση, μιά ἐπιλογή, ἕνα λάθος, μιά ἐμμονή, μιά διαφοροποίηση, μιά ἀπόκρυψη, μιά ἀλαζονεία. Ἅπλωσα τό χέρι μου στό δέντρο. Πέρασαν ὅλα, ξεχάστηκαν ὅλα. Ἡ πικράδα ὅμως τοῦ καρποῦ μέ κατέφαγε -μέχρι τώρα. Καί στά κατάβαθα τῆς μνήμης μου ἄσβηστο ἐκεῖνο τό τελευταῖο δειλινό στόν κῆπο τῶν ὀνείρων μου, τότε πού Ἐσύ μ᾽ ἔψαχνες, ἀλλά ἐγώ δέν Σοῦ ἀπαντοῦσα.
Ἤ θά τό βροῦμε θαμμένο μέσα στά οἰκογενειακά σεντούκια. Ἐκεῖ μαζί μέ τά προγονικά κειμήλια καί τά ὑπερήφανα οἰκόσημα εἶναι κρυμμένα βαριά μυστικά, σκοτεινές ὑποθέσεις, πατρικές ἀδικίες, μητρικές κατάρες, μιά φοβερή γονική παροχή πού περνάει ἀπό γενιά σέ γενιά. Γι᾽ αὐτό ὁ ἅγιος Παΐσιος ἐπίμονα προσπαθοῦσε νά ξετυλίξει τό οἰκογενειακό κουβάρι, γιά νά φτάσει στή θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου πού τόν ἔβλεπε μπροστά του νά πάσχει. Γιά νά τόν γλυτώσει ἀπ᾽ τόν τρομερό οἰκογενειακό μινώταυρο.
Ἤ, ὅταν πρόκειται γιά λαούς, γιά ἔθνη, θά τό βροῦμε σέ ἀσύνετους ἀρχηγούς ἀλλά καί σέ ἄφρονες ὀπαδούς, σέ ἀσεβεῖς νόμους καί μοιραῖες ἀποφάσεις, σέ ὑπόγειες προδοσίες καί μαζικές ἀποστασίες. Γι᾽ αὐτό ἡ ἱστορία εἶναι τόσο πικρή. Οὔρλιαζαν οἱ Ἕλληνες στήν προ- κυμαία. Πρίν λίγο εἶχαν φάει γιά τελευταία φορά στό τραπέζι μέ τ᾽ ἀσημένια σερβίτσια. Πίσω τους καιγόταν ἡ Σμύρνη. «The lost paradise» τή χαρακτήρισε ξένος συγγραφέας. Καί ἦταν. Ἕνας παράδεισος χαμένος σκληρά. Ἐνενήντα χρόνια πρίν οἱ Ἕλληνες οὔρλιαζαν πάλι: «Θάνατος στόν Καποδίστρια!». Ἡ ἱστορία δέν εἶναι τελικά τόσο ἀσυνάρτητη ὅσο φαίνεται. Τό προπατορικό ἁμάρτημα τῶν Ἑλλήνων ἀπό πάντα καί μέχρι σήμερα, ξεκάθαρα καί ἀμετανόητα, εἶναι ὁ διχασμός.
Δέν ὑπάρχει καμιά ἀμφιβολία γιά τήν πατρότητά μας. Ὅλα τά τέκνα τῆς γῆς εἴμαστε γνήσια τέκνα τοῦ Ἀδάμ. Καί «ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνῄσκουσιν» (Α´ Κο 15,22). Τί μπορεῖ νά μᾶς σώσει; Ἀπό μᾶς τίποτα. Γιατί τό φοβερότερο ὄν στό σύμπαν μετά ἀπ᾽ τό φίδι εἶναι τό «ἐγώ» μας. Αὐτό εἶναι πού πάρα πολλές φορές μᾶς κερνάει ἐκδικητικά τά ἐπίχειρα τῆς ἐλευθερίας μας χωρίς κανένα ἔλεος.
Ἡ ζωή μας θά ἦταν ἀλλιῶς. Γιά τόν καθένα μας προσωπικά, γιά τίς οἰκογένειές μας, γιά τίς πατρίδες μας. Γιά ὅλα αὐτά πού ἔχουμε, γι᾽ αὐτά πού χάσαμε, γι᾽ αὐτά πού μᾶς ἔπρεπαν. Ἄν...
Κρίμα, γιατί δέν μποροῦμε νά γυρίσουμε πίσω καί ἡ ζωή μας φυλλορροεῖ. Ὅταν ξεκίνησα, εἶχα ὁλόκληρο βασίλειο καί τώρα μοῦ ἀπόμεινε μόνο αὐτή ἡ μικρή γωνιά ἔξω ἀπ᾽ τήν πόρτα Σου. Μέ εἶχαν ντύσει βασιλική πορφύρα γιά τό ταξίδι τῆς ζωῆς μου καί κατάντησα μ᾽ αὐτά τά κουρέλια. Μοῦ χαρίστηκαν πλούτη, ἀλλά τά ᾽χασα ὅλα. Ζῶ μ᾽ ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί, ἐνῶ οἱ δοῦλοι τοῦ πατέρα μου μέσα «περισσεύουσιν ἄρτων» (Λκ 15,17).
Μοῦ φτάνουν ὅμως κι αὐτά τά λίγα. Μόνον νά μήν ξεγελαστῶ ξανά καί τά χάσω κι αὐτά.
Ἔχω μόνο μιά μικρή ἐλπίδα. Μήπως μαζί μέ τόν τελώνη καί μαζί μέ τόν ἄσωτο μπορέσω νά χωρέσω κι ἐγώ ἀπ᾽ αὐτήν τήν πολύ στενή χαραμάδα τῆς μετανοίας καί ξαναμπῶ στό σπίτι τοῦ πατέρα μου.
Ἄν καταφέρω νά ξαναμπῶ, θά μείνει πίσω μου κάθε ἀπώλεια καί κάθε ὀδύνη, ἀφοῦ ἤδη ἀπ᾽ τήν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ πένθιμου δρόμου τοῦ Τριωδίου γλυκοχαράζει τό τέλος, ὅτι «ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α´ Κο 15,22).
Ζ.Γ.