Στάθηκε διστακτικός ἔξω ἀπ᾽ τήν πόρτα τῆς Μητροβασίλαινας. Ἦταν χήρα καί πάμφτωχη. Ὁ παπάς, βέβαια, τόν ἔστειλε νά χτυπήσει ὅλες τίς πόρτες καί στό Ἀλίκο καί στήν Τρέμουλη. Μά δέν τοῦ πήγαινε ἡ καρδιά. Κι ἦταν σίγουρος πώς θά συμφωνοῦσαν καί τά δύο χωριά ὅτι δέν ἦταν πρέπον νά ἀπευθυνθοῦν στή χήρα πού δούλευε σκληρά, γιά νά ζήσει τά ὀρφανά της.
Ἦταν σπουδαῖο αὐτό πού εἶχε νά τούς πεῖ ὁ παπάς: Τώρα τά πράματα ἄλλαξαν, μετά τό «Χάτι Χουμαγιούν» (1856) ὁ Σουλτάνος ἔδωσε καί σύνταγμα, οἱ Τοῦρκοι πιά δέν θά τούς ἀπαγόρευαν νά χτίσουν ἐκκλησιά. Σέ κάποια χωριά ἤδη εἶχαν ξεκινήσει· καιρός νά ἀποκτήσουν κι αὐτοί. Ὅλοι θά βοηθούσανε, ὁ καθένας μέ ὅ,τι μποροῦσε, ὥστε νά γίνει κι ἡ δική τους ἐκκλησία.
Φουρκίστηκε, ὅταν τό ᾽μαθε ἡ Μητροβασίλαινα. Φουριόζα σηκώθηκε τήν ἴδια ὥρα νά πάει νά κάνει τά παράπονά της στήν ἐπιτροπή.
-Ἐμένα γιά ὀθωμανή μέ λογαριάζετε; Γιατί μ’ ἀφήσατε ἀπ’ ἔξω; Δέν εἶμαι χριστιανή καί στερεῖτε ἀπό μένα καί τά παιδιά μου τήν εὐλογία νά κάνω κάτι γιά τό σπίτι τοῦ Θεοῦ;
Κοιτάχτηκαν τά μέλη τῆς ἐπιτροπῆς μέ μάτια ὅλο ντροπή. Δέν ἤθελαν νά βάλουν βάρος στή φτωχούλα τοῦ χωριοῦ, ἀλλά ἡ φτωχούλα μέ τήν πλούσια καρδιά ἐπέμενε νά τῆς ἀναθέσουν κάποιο ἔργο γιά τήν καινούργια ἐκκλησιά.
Ἀφοῦ σκεφτήκανε ὥρα πολλή, τῆς εἴπανε ὅτι χρειαζόντουσαν δύο κολόνες πέτρινες, γιά νά γίνει τό στέγαστρο στήν εἴσοδο, ἀλλά δέν ἦταν καί ἀνάγκη, οὔτε ἐπεῖγον.
Ἔφυγε χωρίς νά πεῖ τίποτε ἄλλο ἡ Μητροβασίλαινα. Παρά μόνο ὅτι οἱ κολόνες θά ἦταν ἡ δικιά της προσφορά.
Ὅλο τόν Βοῦρκο γύρισε, νά βρεῖ πέτρες κατάλληλες καί νά τίς πελεκήσει κατά πῶς ἔκανε ὁ συγχωρεμένος ὁ Μῆτρος της πού ᾽ταν σπουδαῖος μάστορας κι ἡμέρευε τήν πέτρα. Ἄφωνο παρακολουθοῦσε τό χωριό τή χήρα νά ζαλώνεται μία-μία τίς πέτρες της καί νά τίς κουβαλᾶ ὥς τό κοιμητήρι τοῦ χωριοῦ, μπροστά στήν ἐκκλησία.
Ὅσα χρόνια κι ἄν πέρασαν ἀπό τότε, ὅσα βάσανα κι ἄν βρῆκαν τόν τόπο κι ὅλες του τίς ἐκκλησιές, δέν στάθηκαν ἱκανά νά σβήσουν τή θυσία της πού μένει ἀνεξίτηλη. Μέχρι σήμερα στέκονται ἐκεῖ ὀρθές, ἔξω ἀπ᾽ τήν Ἁγία Βαρβάρα στό Ἀλίκο, οἱ δύο κολόνες τῆς Μητροβασίλαινας, νά εἰσπράττουν τόν θαυμασμό γιά τήν ὑπερβατική ἀξία πού μπορεῖ νά κρύβει τό «δίλεπτο» μιᾶς χήρας.
Μαρτινιανή