Ἡ βασίλισσα

queen  Τά πάντα γύ­ρω της λάμπουν. Τρώ­ει σέ χρυσά πιάτα καί πίνει σέ κρυστάλλινα ποτήρια. Ἡ βασιλεία της πανίσχυρη καί ἀμετακίνητη. Ὅ­λοι εἶναι ὑπήκοοί της. Τό σκῆ­πτρο της κινεῖται ταχύτερα κι ἀπ᾽ τήν τα­χύτητα τοῦ φωτός. Ἐξουσιάζει καί ἐ­λέγ­χει τά πάντα μέ τή σκέψη.
  Γύρω της ὑπασπιστές, σωματοφύλακες ἄγρυπνοι ὅλες τίς ὧρες, τέκνα ὅλοι τῆς ἴδιας μάνας: ἡ πρό­κρι­ση, ἡ ἔγκρι­ση, ἡ κρίση, ἡ σύγκρι­ση, ἡ διάκρι­ση, ἡ ἀνάκριση.
  Ἡ ζήλια καί ἡ ἀντιπάθεια γιά κά­τι, γιά κάποιον -κρυμμένα βαθιά μέ­σα μας- εἶναι αὐτά πού συνήθως προηγοῦνται πρίν ἀ­πό κάθε μας κρί­ση γι᾽ αὐτόν. Γρήγορα-γρήγορα δίνουμε τήν ἔγκριση στή σκέψη μας νά προχωρήσει χωρίς τύψεις. Εἶδα καί ἄκουσα, λοιπόν, -ἔτσι θέλω νά πι­στεύ­ω- καί ἡ ἄποψή μου εἶναι αὐτή ἀντικειμενικά. Μετά τήν κρίση, ἡ σύγκριση γίνεται αὐτόματα καί ὅλα τά στοιχεῖα παραποιημένα, εἴτε μέ σμίκρυνση εἴτε μέ μεγέθυν­ση ἀναλόγως, εἶναι πάντοτε ὑ­πέρ ἐμοῦ. Ἡ διάκριση, τό ξεχώρισμα, εὔ­κολα πλέ­ον ξεπετάει πέρα τόν ἄλλον ἄν­θρω­πο, ἐνῶ, ὅταν καταφτάνει καί ἡ ἀ­νάκριση, ἀκολουθεῖ πραγματικό σφυροκόπημα. Ἕνας δικαστής ἄτε­γ­κτος. Ποιός μέ ὅρισε δικα­στή; Κα­νένας. Ἐγώ μόνος μου τόν ἑαυτό μου. Γιατί θέ­λω νά εἶναι ὅλος ὁ κόσμος σωστός, ὅ­πως εἶμαι ἐγώ.
  Ὅλοι γύρω της, λοιπόν, κι ἀνίκητη πάνω στόν θρόνο της ἡ βα­σί­λισ­σα ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων σχέ­σεων: ἡ κατάκρι­ση, ἡ καταδίκη.
  Δέν θέλει ὅμως οἱ ἄλλοι νά καταλάβουν τίποτα. Δέν θέλει νά δοῦν τί τρώει καί τί πίνει στό τραπέζι της -ζω­ές, ψυ­χές, ὑπολήψεις ἀνθρώπων. Τά κρύβει πολύ καλά τά θυέστεια δεῖπνα της κάτω ἀπό ἕνα ὡραῖο πέ­πλο, ἕνα ἀστραφτερό ροῦ­χο ἀπ᾽ τήν ἴδια πλέξη κι αὐτό. Αὐτό τό λέ­νε ὑ­πόκριση. Ἡ κατάκριση ντύνεται πά­ν­τοτε μέ τήν ὑπόκριση, τήν πονηρία, γιά νά μή φανεῖ τό φριχτό της πρόσωπο.
  Καί ἡ πρώτη ὑπόκριση εἶναι ὅταν κάνουμε ὅτι δέν καταλαβαίνουμε, ὅτι δέν μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε τί εἶ­ναι κρίση καί τί εἶναι κατάκριση, ἐνῶ μέσα μας γίνε­ται χαλασμός. Τό πρά­γμα ὅμως εἶναι ξεκάθαρο. Ὁτιδήποτε ἔχει πίσω του ἕνα δι­­κό μας προ­σωπικό κίνητρο εἶ­ναι κατάκρι­ση, ἀκόμα κι ὅταν ἡ κρίση πού ἔχουμε ἐκφέρει ἀφορᾶ θέματα πού φαίνονται ἀδιάφορα, ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα ὁ καιρός.
  Σέ μιά παρέα δέκα περίπου ἀτόμων δύο κυρίες μέ χρόνια ἀντιπαλότητα μεταξύ τους σχολιάζουν τόν καιρό.
- Σάν καλύτερη μοῦ φαίνεται σήμε­ρα ἡ μέρα ἀπό χθές, λέει ἡ πρώτη.
- Βρέ, τί καλύτερη! Ψόφο κάνει σή­με­ρα, ἀπαντάει μέ ἔνταση ἡ ἄλλη.
- Ὄχι, ὄχι!, ἔχει διαφορά, ἐπιμένει μέ ὕφος ἡ πρώτη.
- Ἔλα τώρα -γυρνάει σέ μένα καί μοῦ λέει χαμηλόφωνα ἡ δεύτερη- ὁ εἰ­δήμονας σέ ὅλα μᾶς ἔγινε τώρα καί εἰ­δήμονας στόν καιρό. Ἔ, ἄι πιά, φτά­νει!
  Αὐτό μόνο συζήτηση γιά τόν και­ρό δέν ἦταν. Ὁ καιρός ἦταν μόνο τό προ­σω­πεῖο. Μέσα σέ ἕνα λεπτό χώρεσε ὅλο τό ἐπιτελεῖο τῆς κατάκρισης.
  «Ἡ κακή σκέψη εἶναι», κατά τόν ἅγιο Παΐσιο, «ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια στόν κό­σμο». Αὐτή βασιλεύει. Καί ἔ­χοντας στήν ἐποχή μας τό προνόμιο νά ἐκφέρεται ἀνώ­νυμα μέσα ἀπό τά ποικίλα μέ­σα δικτύωσης, ἔχει ξεπεράσει πρό πολ­λοῦ -σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς- τό στά­διο τῆς ἀνθρωπο­φα­γίας. Μιλοῦν πλέον γιά ὠμοφαγία.
  Ἡ κυριαρχία της εἶναι ἀκλόνητη καί ἐπικίνδυνη. Γιατί ἡ κατάκριση εἶναι τό πραγματικό «αὐγό τοῦ φιδιοῦ», πού, ἄν τό ἀφήσουμε νά ἐκκολαφθεῖ, γεννάει ὅ­λη τή βία μέσα μας καί γύρω μας. Ὁ θρόνος της τρίζει ἐλάχιστες φορές ἀπό ἐλάχιστους ἀνθρώπους. Εἶναι αὐτοί πού ἀναπτύσσουν τεράστιες ταχύτητες καί προλαβαίνουν πρίν ἀπ᾽ τή σκέψη τοῦ σκότους νά ἀντιτάξουν στήν καρδιά τους τή σκέψη τοῦ φωτός. Τήν κα­λή σκέψη, πού σάν στέγη σκεπάζει τόν ἄλ­λον ἄν­θρωπο· τόν ἀγαθό λογισμό, πού, σύμφωνα πάλι μέ τόν εὐλογημέ­νο Ἅγιο, «ἰσοδυναμεῖ μέ μιά ὁλό­κλη­ρη ἁγιορείτικη ἀγρυπνία».
  Ἕτοιμος, λοιπόν, γιά τή Σαρακοστή. Περιποιημένος ἐξωτερικά σάν στολισμένος τάφος, μέ τίς νηστεῖες μου, μέ τίς προσευχές μου, μέ τό κα­λό μου ὄνομα στήν κοινωνία καί γεμάτος μέσα πατόκορφα μέ τίς ἀπό­ψεις μου καί τίς κρίσεις μου, σιδηροδέσμιος τῆς βασίλισσας τοῦ κόσμου, ξεκινάω τή Σαρακοστή, γιά νά συμπορευτῶ, ὑποτίθεται, κι ἐγώ μέ τόν Βασιλέα τοῦ πόνου. Αὐτόν πού, λίγο πρίν τόν Μυστικό Δεῖπνο κι ἐνῶ ἤδη ἡ ψυχή Του τετάρακται ἀπ᾽ τή φριχτή ὥρα τοῦ Πάθους πού πλησιάζει, γιά μιά ἀ­κό­μα φορά ξεκαθαρίζει στούς δικούς Του ποιά εἶναι ἡ ἀποστολή Του -ἄρα καί ἡ δική μας: «Δέν ἦρθα γιά νά κρίνω τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά σώσω τόν κόσμο».
  Πραγματικά, εἶναι πολύ μακρύς ὁ δρόμος μπροστά μας.

Ζωή Γούλα, φιλόλογος

"Ἀπολύτρωσις", Μάρτ. 2022