Προχωρημένο Μέγα Σάββατο...
Ἡ νύχτα ἄγγιξε
τό χλωμό πρόσωπό της
πού ἀναδεύουν μπερδεμένες μνῆμες.
Ἡ ζωή της
ἕνας τάφος «ἐσφραγισμένος»,
κι ὁ νοῦς της συνέχεια
νά τριγυρνᾶ στόν Ἅδη.
Ἀπ’ ὅταν ἦρθε ἐδῶ ἀπ᾽ τήν Πατρίδα,
δέν ἔφαγε γλυκό ψωμί,
μόνον «ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον».
Ἀγκάθια καί τριβόλια
στόν δρόμο της, καί στή γειτονιά
τή λέγανε περιπαιχτικά «ἡ Σμυρνιά»
καί γελάγανε,
κι ἔκαναν στήν ἄκρη
«ἵνα μὴ μιανθῶσιν».
Κι αὐτή δέν καταλάβαινε γιατί,
καί πονοῦσε∙ καί μάτωνε...
Μά δέν μιλοῦσε,∙μόνο συγχωροῦσε.
«Ἄσ᾽ τους, Χριστέ μου, ἄμαθοι εἶναι,
δέν ξέρουν ἀπό πόνο...».
Σκέβρωσε πιά νά πλένει πιάτα
στό μαγερειό τοῦ κυρ Θανάση,
κι ἦρθαν τά γεράματα
–ἦρθαν;...
«Καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος...».
Κι ἄξαφνα «ὄρθρου βαθέως»
ἄκουσε τίς ἀναστάσιμες καμπάνες
καί τήν ἐγγόνα της
πού ξαναμμένη ἔτρεξε κοντά της:
«Χριστός ἀνέστη, γιαγιά Τασία!».
Καί λές καί ξαστέρωσε
πρώτη φορά μέσα της,
καί μιά φωνή βαθιά
ξεπήδησε ἀπό τά σωθικά της:
«Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε!...
Δεῦρο πρὸς τὸν Πατέρα...»,
καί ξεψύχησε χαρούμενη!...
Πρώτη φορά χαρούμενη! Στ ἀλήθεια!
Ἔξω ξημέρωνε Πάσχα...
Μνάσων