Ζηλεύω τά πόδια πού τρέχουν ἀνεμπόδιστα τόν οὐράνιο δρόμο. Τά βλέπω μαρτυρικά, πληγιασμένα, ὑπερβολικά δαρμένα! Θαυμάζω τά χέρια τά ὁσιακά, πού σηκώνονται ὁλοκάθαρα μέ παρρησία μπροστά στόν θρόνο τῆς θείας μεγαλοσύνης. Ἁγιάστηκαν ἀπό τό ὀδυνηρό κρέμασμα μέρες ὁλόκληρες καί νύχτες. Διακρίνω μέσα στό στέρνο τή φλόγα τῆς θείας ἀγάπης. Εἶναι διάτρητο, λογχισμένο. Ἀντικρίζω μέσα στό φῶς καί μέσα στό «κλέος» τοῦ οὐρανοῦ τό κατακρεουργημένο σῶμα τοῦ μάρτυρα. Ψήθηκε μέ φλόγες πυρός. Ἑτοιμάστηκε ἅγιο πρόσφορο γιά τήν οὐράνια τράπεζα. Στεφανωμένο τόν βλέπω νά διαβαίνει τή «στενή πύλη». Στό μέτωπο ὅμως λαμπυρίζουν σταγόνες αἵματος ἀπό τά «κότζια» πού τοῦ ἔσφιξαν μέ ἕνα σχοινί πάνω στό κεφάλι οἱ ἐχθροί τοῦ Σταυροῦ. Ποιός νά μετρήσει τή βαθειά χαρά τοῦ νεαροῦ Ἰωάννη, πού ἀξιώθηκε νά βηματίσει στά ἴχνη τοῦ ἀγαπημένου του Κυρίου «ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν»;
Ὁ νέος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητής ζοῦσε στή Σούμνα, μιά μεγάλη πολιτεία τῆς Βουλγαρίας. Μέσα στήν Τουρκιά, στά 1802, συναντοῦμε ἕναν νέο δεκαοκτώ χρονῶν, ὡραῖο στήν ὄψη καί πλούσιο στήν ψυχή. Μέ τά χέρια δούλευε μέ ἐπιμέλεια τήν τέχνη τοῦ χρυσοχόου, μέ τήν καρδιά στρεφόταν μέ ἀγάπη λατρευτική στόν Κύριο Ἰησοῦ. Κατεργαζόταν μέσα του ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης τόν αἰώνιο ἄφθαρτο θησαυρό τῆς πίστης. Μία ἦταν ἡ μέριμνά του: νά ἀξιωθεῖ νά γευθεῖ τή χαρά τοῦ Παραδείσου! Μέ αὐτή τήν ἐλπίδα ἑτοίμαζε τόν ἑαυτό του γιά τά παθήματα πού ἡ θεία πρόνοια μποροῦσε νά ἐπιτρέψει στή ζωή του. Ἥσυχα ἡ ψυχή του στήν προσευχή σιγόψελνε τά λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με».
Ὁ αὐτόπτης καί αὐτήκοος βιογράφος του περιγράφει μέ θαυμασμό τήν ἱερή πανοπλία τοῦ καλλίνικου μάρτυρα. Σάν περικεφαλαία του εἶχε τή φρόνηση. Νά μένει καθαρός στόν λογισμό καί εὐσεβής στή διάνοια. Θώρακά του ἀσφαλῆ -ὁ καλός στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ ντύθηκε τή σωφροσύνη. Νά μένει ἁγνός, ἀλώβητος στοῦ πονηροῦ τίς ἀδυσώπητες ἐπιθέσεις. Μέ ἀσπίδα του κραταιή τήν ἀνδρεία. Δέν δείλιαζε μπροστά στούς «ἀποκτείνοντας τὸ σῶμα». Ὁ θάνατος ἦταν γιά τόν γενναῖο ἀγωνιστή τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀρχή τῆς ἀτελεύτητης ζωῆς. Περικνημίδες του, σφιχτά δεμένες στά πόδια, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ πού τόν βίαζε νά τρέχει πρός τήν κακοπάθεια μέ εὐγνωμοσύνη στόν σωτήρα του Χριστό.
«Χριστιανός εἶμαι καί χριστιανός μέλλω νά ἀποθάνω», σταθερά κατέθετε μπροστά στόν τοῦρκο κριτή. Τόν ἔσυραν ἐκεῖ βάναυσα οἱ αἱμοβόροι ἀγαρηνοί μετά ἀπό συκοφαντία. Νά μαγαρίσει θέλησε τή θυγατέρα τοῦ τούρκου νοικοκύρη, πού ἔμενε ἀπέναντι ἀπό τό ἐργαστήρι του. Ἔτσι τόν κατηγόρησαν. Μόνο πού ἦταν δική της δολοπλοκία. Πῶς νά μεθοδεύσει τό πονηρό σχέδιό της; Πῶς νά ἱκανοποιήσει τό σατανικό πάθος της; Τοῦ ζήτησε νά τῆς καλλιτεχνήσει μαλαματένιο δαχτυλίδι καί νά τῆς τό παραδώσει. «Μετά φόβου καί συστολῆς» στάθηκε στήν πόρτα ὁ χαριτωμένος νέος. «Ἐκείνη ἡ μαινάς μέ ἀναισχυντίαν καί ἀδιαντροπίαν σατανικήν τόν ἐτράβιζεν μέ ὅση εἶχε δύναμιν, νά τόν ἐμβάση μέσα εἰς τό σπίτι»*. Ὁ Ἰωάννης ἀντιστάθηκε. Πάνω ἀπό ὅλα ἦταν τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν ἀποφασισμένος νά κρατήσει ὁλόλευκη τῆς βαπτισμένης του ψυχῆς τή στολή.
Ἔτσι βρέθηκε μπροστά στόν μουφτή μέ τήν ἐντολή ἤ νά τουρκέψει καί νά πάρει γυναίκα του τήν κόρη τοῦ Τούρκου ἤ νά τόν δέρνουν μέχρι «νά ἀποθάνη». Τιμή του νά μαρτυρήσει! Δῶρο Θεοῦ! Νά μοιάσει στόν ἄσπιλο Χριστό, πού σάν ἄμωμος Ἀμνός θυσιάστηκε, γιά νά τόν σώσει. Τόν δέρνουν χωρίς λύπηση μέχρι πού πέφτουν τά νύχια τῶν ποδιῶν του. Μερόνυχτα τόν ἀφήνουν κρεμασμένο μήπως καί ἀλλάξει πίστη. Μά ὁ εὐλογημένος μιμητής τοῦ Ἐσταυρωμένου ὁλοένα στρέφει τό βλέμμα του στήν ποθούμενη αἰώνια βασιλεία. Ὅσο τόν κρατοῦν κρεμασμένο, στήνουν ἀπό κάτω ἕνα «μάγγανο». Τό γυρίζουν μέ μανία γιά νά κατακόπτει τίς σάρκες του.
Στερεός στήν πίστη μένει ὁ μαρτυρικός Ἰωάννης. Οἱ πληγές του πληθαίνουν, μά ἡ ψυχή του δοξολογεῖ τόν ἀγαπημένο του νυμφίο Χριστό. Ὁ «ἐν πληγῇ ὢν» (Ἠσ 53,3) Κύριος ἀνάβει μέσα του τόν πόθο νά κακοπαθήσει κι ἐκεῖνος, μικρό ἀνταπόδομα στή μεγάλη θυσία Του. Μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τῶν Ἀγαρηνῶν τά τραύματα θεραπεύονται. Ὁλόλαμπρος ἀναδεικνύεται ὁ καλλίνικος μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ μέσα στό «νῖκος», στή δόξα τῆς θαυμαστῆς ἐπέμβασης τοῦ Θεοῦ του. Τυφλούς κρατάει ἡ σκληροκαρδία τούς δημίους. Τόν ὁδηγοῦν σέ ἀκόμη πιό φρικτά βάσανα. Οἱ ἐχθροί τοῦ Σταυροῦ -ἄθελά τους μέ τά τόσα βασανιστήρια πού τοῦ προκαλοῦν ἑτοιμάζουν τό σῶμα τοῦ νεομάρτυρα Ἰωάννη γιά τήν αἰώνια ἀνάσταση. Μέ ἐντολή τοῦ μουφτῆ ἀποκεφαλίζεται.
Στίς 14 Μαΐου λυτρωμένος ἀπό τῆς γῆς τίς ἀτιμώσεις ὁ πολύαθλος Ἅγιος ζεῖ στή χαρά τῆς ἀβασίλευτης μέρας. Τιμημένος ἀπό τόν «Βασιλέα Χριστό» μᾶς καλεῖ μέ ἀγάπη νά «φαιδρύνουμε τίς λαμπάδες μας» μέ τήν ἁγνότητα, τήν ὑπομονή, τήν ὁμολογία, ὥστε «ἀθανάτῳ Χριστῷ συναντήσωμεν». Ἄγρυπνη νά γίνεται ἡ προσμονή μας, γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς ὑποδοχῆς Του: «εὖ δοῦλε ἀγαθέ, εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Μθ 25,21).
Οὐρανοδρόμος
*Συναξαριστής Νεομαρτύρων, β´ἔκδ., σελ 526.