Μιά ξεχωριστή γιορτή

nikeΣτήν πόλη πού μεγάλωσε ὁ Ντῖνος δέν ὑπῆρχαν ἰδιαίτερα ἀξιοθέατα, οὔτε εἶχε κάτι πού νά τήν ἔκανε γνωστή καί σημαντική γιά τούς ἀνθρώπους πού δέν ζοῦσαν σ’ αὐτή. Μικρή καί ἄσημη γιά τούς πολλούς, μά τόσο ὄμορφη γιά ὅσους γεννήθηκαν ἐκεῖ. Ὡστόσο, ὅποιος ἐπισκέφτηκε τόν τόπο του τήν Ἄνοιξη δέν μπόρεσε νά ξεχάσει τήν ὀμορφιά του. Οἱ κῆποι κι οἱ αὐλές τῶν σπιτιῶν καί τά μικρά της πάρκα ἦταν χάρμα γιά τά μάτια καί εὐφροσύνη γιά τήν ὄσφρηση.
Περπατοῦσε στόν δρόμο ὁ Ντῖνος καί εἶχε σήμερα χαρά μέσα του. Κάποια στιγμή μάλιστα ἔπιασε τόν ἑαυτό του νά κάνει κάτι πού σπάνια τό ἔκανε: σφύριζε ἕναν χαρούμενο σκοπό. Ξαφνιάστηκε κι ὁ ἴδιος, ὅταν τό συνειδητοποίησε, καί χαμογέλασε εὐχαριστημένος. Σήμερα  ἔχει τή γιορτή του καί ἀντί νά περιμένει δῶρα θά μοιράσει. Τά δεκαπέντε χρόνια τοῦ ξενιτεμοῦ του δέν ἔκαναν τίποτα ἄλλο ἀπό τό νά τρέφουν τόν πόθο του γιά τήν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς. Ὄχι, ὄχι ἁπλά τῆς ἐπιστροφῆς ἀλλά καί τῆς στιγμῆς πού θά ἐκπλήρωνε τό τάμα τῶν ἐφηβικῶν του χρόνων. Ναί, ἦταν πολύ χαρούμενος σήμερα ὁ Ντῖνος. Τήν πόλη αὐτή τή θυμόταν καί τήν ἀγαποῦσε ὄχι μόνο γιά τίς ὀμορφιές τήν Ἄνοιξη, ἀλλά καί γιατί ἕνας ἄνθρωπός της ἔβαλε σφραγίδα στή ζωή του. Ἤτανε τότε δεκάξι χρονῶν...
Μάνα, στή γιορτή μου θέλω νά μοῦ πάρεις Nike παπούτσια καί Nike φόρμες, εἶπε στή μάνα του. Ἄν καί ἤξερε πώς δέν περίσσευαν νά τοῦ πάρει ἀθλητικά ροῦχα καί παπούτσια οὔτε κἄν ἀπό τή λαϊκή, περίμενε μέ ἀγωνία τήν ἀπάντησή της. Μά ἐκείνη δέν μίλησε, μόνο τόν κοίταξε μέ μάτια δακρυσμένα.
Ἔφυγε ἀπό τό σπίτι ἀναστατωμένος καί ἔνιωθε τήν ψυχή του νά βράζει. Πέρασε ἀπό τό μεγάλο κατάστημα μέ τά ἀθλητικά καί χάζεψε μπροστά στή βιτρίνα.
Τί ἔγινε, Ντῖνο, διαλέγεις παπούτσια; τόν ρώτησε ἕνας συμμαθητής του καί στάθηκε δίπλα του. Τά καινούργια εἶναι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, τοῦ εἶπε, καί τοῦ ἔδειξε μέ τό χέρι του.
Χαμογέλασε μέ πίκρα ὁ Ντῖνος.
Φάτε μάτια ψάρια, εἶπε καί χαμήλωσε τό βλέμμα.
Αὔριο θά μπορεῖς νά τά πάρεις, ἄν ἔρθεις ἀπόψε νά κάνουμε μαζί μιά δουλειά, τοῦ εἶπε καί τοῦ ἔκλεισε τό μάτι.
Ὁ Ντῖνος τόν κοίταξε, δίχως νά μπορεῖ νά καταλάβει τί δουλειά θά ἦταν αὐτή πού μέσα σέ ἕνα βράδυ θά τούς ἄφηνε τόσα λεφτά.
-Ἐμᾶς, πού δέν μπορεῖ κανείς νά μᾶς νοιαστεῖ, νοιαζόμαστε μόνοι μας τόν ἑαυτό μας, τοῦ ἐξήγησε μέ μιά κίνηση τοῦ χεριοῦ του πού δήλωνε τήν κλοπή. Λοιπόν; Νά σοῦ πῶ ὥρα καί τόπο;
Δέν... δέν ξέρω, ἀπάντησε ταραγμένος ὁ Ντῖνος. Μιά ἄλλη φορά ἴσως...
Ἐντάξει, φίλε μου, μεῖνε μέ τήν ὄρεξη, φάε τά ψάρια μέ τά μάτια, τοῦ εἶπε κι ἔφυγε γελώντας κοροϊδευτικά.
Κωνσταντῖνε, παιδί μου, τί ἔχεις; εἶσαι καλά;
Ἡ καθηγήτριά του, πού στεκόταν δίπλα του, ἦταν ὁλοφάνερο ὅτι τόν κοιτοῦσε ἀνήσυχη.
Καλά εἶμαι, κυρία, εἶπε ὅσο πιό φυσικά μποροῦσε, μά τό καταλάβαινε κι ὁ ἴδιος ὅτι τραύλιζε.
Κοίτα νά δεῖς πού ὁ Θεός σέ ἔστειλε μπροστά μου πάνω πού σέ σκεφτόμουνα, τοῦ εἶπε στοργικά.
Ἐμένα; Ἐσεῖς σκεφτόσασταν ἐμένα; τή ρώτησε ἔκπληκτος.
Ναί, Κωνσταντῖνε, γιορτάζεις αὔριο καί...
Κι ἐσεῖς, κυρία! Ἑλένη δέν σᾶς λένε; τήν ἔκοψε αὐθόρμητα ὁ Ντῖνος.
Ναί, κι ἐγώ γιορτάζω, εἶπε χαμογελώντας ἐκείνη. Εἶσαι ἐξαιρετικό παιδί, Κωνσταντῖνε, καί ξέρω τίς δυσκολίες πού περνᾶτε τόν τελευταῖο καιρό. Σκέφτηκα, λοιπόν, νά σέ παρακαλέσω νά μοῦ δώσεις τή χαρά νά σοῦ κάνω ἕνα δῶρο. Καί μιά πού βρισκόμαστε ἔξω ἀπό τό κατάστημα, προτείνω νά περάσουμε μέσα, νά τό διαλέξεις μόνος σου.
Μά, κυρία, ἐδῶ εἶναι ὅλα πανάκριβα, ψέλλισε ὁ Ντῖνος.
Θά ἤθελες ὅμως ἕνα ζευγάρι Nike, ἔ; δέ θά τό ἤθελες;
Πῶς τό ξέρετε; ρώτησε ξαφνιασμένος καί, δίχως νά τό καταλάβει, ἐκείνη τόν ἔβαλε μέσα στό κατάστημα.
Ὅταν βγῆκαν ἦταν φορτωμένος μέ σακοῦλες. Ἡ κυρία του πῆρε γι᾽ αὐτόν καί παπούτσια καί φόρμες καί ἕνα καλοκαιρινό μπουφάν. Ὅλα Nike!
Νάτο τό σπίτι της, λουσμένο στό φῶς καί πνιγμένο στά τριαντάφυλλα. Ὁ κῆπος τό ἴδιο περιποιημένος καί ὄμορφος ὅπως τότε, σάν τήν ψυχή τῆς κυρίας του...
Κτύπησε τό κουδούνι καί περίμενε ὁ Ντῖνος, μά κανείς δέν ἀπάντησε. Ἔνιωσε τήν καρδιά του νά κτυπᾶ μέ ἀγωνία. Κι ἄν δέν τή βρεῖ; Κι ἄν ἔχει φύγει ἀπό τήν πόλη; Τό παράθυρο πού ἄνοιξε τόν ἔκανε νά ἀναθαρρήσει. Ναί, ἡ γυναίκα πού ξεπρόβαλε ἦταν ἡ κυρία του. Τήν εἶδε νά τόν κοιτάζει ἐρευνητικά καί ὕστερα εἶδε τά μάτια της νά λάμπουν ἀπό χαρά.
Κωνσταντῖνε μου, ἐσύ εἶσαι; τόν ρώτησε.
-Ναί, κυρία μου, μέ γνωρίσατε! τῆς ἀπάντησε καί ἔπιασε τόν ἑαυτό του νά κλαίει.
Θυμήθηκαν πολλά ὁ μαθητής μέ τήν κυρία του, εἶπαν πολλά! Γιά τήν τίμια δουλειά του στό Λονδίνο, γιά τά πολλά χρήματα πού τώρα πιά ἔβγαζε. Μά πιό πολύ ὁ Ντῖνος τῆς θύμισε ἐκείνη τή μέρα ἔξω ἀπό τό κατάστημα μέ τά ἀθλητικά εἴδη.
-Κυρία μου, τῆς εἶπε στό τέλος, θέλω νά σᾶς κάνω ἕνα δῶρο στή γιορτή σας σήμερα καί ξέρω πώς αὐτό τό δῶρο θά σᾶς ἀρέσει πολύ. Ἔβγαλε τό γεμάτο πορτοφόλι του ὁ Κωνσταντῖνος καί πῆρε ἀπό μέσα ἕνα μάτσο χαρτονομίσματα.
-Κυρία μου, τό ξέρω πώς ὅπως ντύσατε ἐμένα, ἔτσι ντύνετε κι ἄλλα παιδιά. Πάρτε, λοιπόν, αὐτά τά χρήματα καί κάντε ὅ,τι κάνατε τότε σέ μένα, σέ κάποιο παιδί σάν κι ἐμένα.
Ἔβαλε τά χρήματα στά χέρια της κι ἔσκυψε καί τά φίλησε.
Νά σᾶς δώσει ὁ Θεός χρόνια πολλά, κυρία μου, γιά νά ἔχουν τά φτωχά παιδιά τῆς πόλης μας ἕνα ἀποκούμπι, γιά νά ἔχει καί ἡ πόλη μας κάτι τό ἰδιαίτερο καί ξεχωριστό πού πάντα θά ἀγαπᾶμε....
Ἔφυγε ὁ Ντῖνος μέ τήν καρδιά  του ὁλόκληρη ἕνα κῆπο κι ἔμεινε ἡ κυρία του δακρυσμένη νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό πού κάποια ἀπό τά παιδιά τά ὁποῖα ἔντυσε φόρεσαν μαζί μέ τά ροῦχα καί τήν εὐγνωμοσύνη. Οὔτε ἡ κυρία μά οὔτε κι ὁ μαθητής θά ξεχνοῦσαν ποτέ αὐτή τή μέρα. Ἡ κυρία μέ δοξολογία κι ὁ μαθητής μέ παντοτινό χρέος.   
 

Ἑλένη Βασιλείου