Τήν ἡμέρα τῆς ἰουδαϊκῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 33 μ.Χ. τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἀποκάλυψε στόν κόσμο τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Λέμε συνήθως ὅτι ἡ ἡμέρα αὐτή εἶναι ἡ γενέθλια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ἀκριβολογοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία γεννήθηκε ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς. Τότε ἔδωσε καί τό Πνεῦμα του στούς μαθητές του (βλ. Ἰω 20,22-23), οἱ ὁποῖοι ὅμως τό ἔλαβαν κατ’ οἰκονομίαν πενήντα μέρες ἀργότερα. Αὐτή ἡ καθυστέρηση ἦταν ἀναγκαία, διότι ἔπρεπε πρῶτα νά στερεωθεῖ ἡ πίστη τους στήν ἀνάσταση τοῦ Διδασκάλου μέ τίς ἐμφανίσεις του, καί ἔπειτα νά μποῦν στόν ἀγώνα γιά τή διάδοση τῆς Βασιλείας του. Μπροστά τους ἀνοιγόταν ἕνας δρόμος σκληρός, αἱματηρός καί συνεπῶς ἔπρεπε νά εἶναι ἀπολύτως βέβαιοι γιά τήν ἀλήθεια πού θά κήρυτταν.
Ἀλλά πῶς συνδέεται ἡ Ἐκκλησία μέ τό γεγονός τῆς ἀνάστασης; Τί σημαίνει ὅτι γεννήθηκε μέσα ἀπ᾽ αὐτή; Ἐκκλησία δέν θά πεῖ τίποτε ἄλλο παρά υἱοθεσία τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό καί σύναξή τους στήν ἀγκαλιά του. Ὡστόσο, πῶς θά μποροῦσε νά γίνει αὐτό, τή στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἦταν νεκρός, πεθαμένος; Καί ποιά σχέση θά μποροῦσε νά ἔχει ἡ ὄντως ζωή μέ τόν θάνατο; «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων» (Μθ 22,32). Ὑπῆρχε λοιπόν γιά τήν ἀνθρωπότητα ἕνα σκληρό ἀδιέξοδο, ἕνα ἀξεπέραστο σκοτεινό σύνορο. Ὡστόσο, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔδωσε τέλος σ’ αὐτή τήν ἀπελπισία. Διότι ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἀνάσταση μόνον ἑνός ἀνθρώπου. Μέσῳ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, θά ἀναστηθοῦμε «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς» (Ἰω 5,29) οἱ πάντες, ὅλοι ὅσοι τό θέλουμε. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἄν ἐξαιτίας τοῦ παραπτώματος τοῦ ἑνός ὁ θάνατος βασίλεψε μέσῳ αὐτοῦ τοῦ ἑνός (τοῦ Ἀδάμ), πολύ περισσότερο ὅσοι λαμβάνουν τήν περίσσεια τῆς χάριτος καί τοῦ δώρου τῆς δικαίωσης θά βασιλέψουν ἀθάνατοι μέσῳ τοῦ ἑνός Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ρω 5,17). Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Χριστός, ὁ νέος γενάρχης μας, μᾶς ἀνέστησε, ἡ υἱοθεσία μας ἀπό τόν Θεό, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία, ἔγινε πραγματικότητα.
Αὐτή ἡ καίρια ἀλήθεια σημαίνει καί κάτι ἄλλο ἐξίσου σημαντικό: Ὅτι εἶναι ἀνάγκη πλέον νά ἐπανεξετάσουμε ἀπ’ τήν ἀρχή τόν τρόπο πού πολιτεύεται ἡ Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο. Ἄν Ἐκκλησία σημαίνει κατάργηση τοῦ θανάτου, τότε ἀποστολή της δέν εἶναι νά ἀποτελεῖ ἕναν παγκόσμιο ἀνθρωπιστικό ὀργανισμό, ἀλλά νά προσκαλεῖ καί νά προσφέρει τήν ἀνάσταση. Τί ἀπειλεῖ οὐσιαστικά τόν ἄνθρωπο, ἡ πείνα, ἡ ἀρρώστια, ὁ πόλεμος ἤ ὁ θάνατος; Ὁ θάνατος δέν εἶναι ὁ αἴτιος κάθε δυστυχίας; Νομίζουμε ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἔσχατη στιγμή τῆς νέκρωσης, ἀλλά κάνουμε λάθος. Ὁ θάνατος κυριεύει τή ζωή μας ὁλοκληρωτικά. Γεννιόμαστε μέσα στόν πόνο καί στά κλάματα καί κάθε δευτερόλεπτο τῆς βιοτῆς μας ὑπονομεύεται ἀπό τόν κίνδυνο τῆς κατάρρευσης. Ἡ κάθε ἀνάσα μας εἶναι καί μιά διαδήλωση τῆς λαχτάρας μας γιά ζωή, ζωή ἀληθινή, ἀτελεύτητη∙ καί μᾶς τρομοκρατεῖ τό τέλος πού σφραγίζει ἡ πλάκα τοῦ τάφου. Κατηγοροῦν πολλοί τόν Χριστιανισμό ὅτι ἐπενδύει στόν φόβο τῶν ἀνθρώπων μπροστά στόν θάνατο, ἐπειδή κέντρο του εἶναι ἡ ἀνάσταση. Ἀλλά πόσο ἀσυνάρτητη εἶναι αὐτή ἡ ἀντίληψη! Τί μάχεται ἡ ἐπιστήμη; Τί προσπαθεῖ νά παραμυθήσει ἡ τέχνη; Ποῦ στοχεύουν ὅλες, μά ὅλες οἱ ἀνθρώπινες δραστηριότητες καί ἡ πάσης φύσεως ὀργανωμένη ἤ μή δράση; Ὄχι στή νίκη ἐπί τοῦ θανάτου; ΑΣΦΑΛΩΣ στή νίκη ἐπί τοῦ θανάτου! Ἀλλιῶς στρουθοκαμηλίζουμε, ἀεροβατοῦμε καί δέν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ ἀπόλυτος ἐχθρός μας, δέν ὑπάρχει ἄλλος. Καί φυσικά τό Εὐαγγέλιο ἐνδιαφέρεται γιά τό οὐσιῶδες, ὄχι γιά ψευτοπαρηγοριές, ὅπως οἱ διάφορες ἰδεολογίες.
Ἀλλά γιά νά ἐπανέλθω ἀπό ἐκεῖ πού ξεκίνησα: Κηρύττει ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή ὅλοι ἐμεῖς, τήν ἀνάσταση «ἔργῳ καὶ λόγῳ» ἤ μήπως ἔχουμε συμβιβαστεῖ μέ τόν θάνατο; Φαίνεται σκληρό αὐτό πού λέω, ἀλλά πολύ φοβᾶμαι ὅτι εἶναι ἀληθινό. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀνάστασης δέν εἶναι δεμένος μέ τό χῶμα καί δέν εὐλογεῖ τήν ἐξάρτησή του ἀπό τίς χωμάτινες ἀπολαύσεις. Πόσοι ὅμως ἀπό μᾶς, τούς κατά τεκμήριον πιστούς, τολμᾶμε νά ἀδιαφορήσουμε γιά τό χρῆμα, τή σάρκα ἤ τή διάκριση καί τήν ἐξουσία; Κοινωνοῦμε τήν πηγή τῆς Ζωῆς, ἀλλά πόσοι εἴμαστε ἕτοιμοι νά ὑποδεχτοῦμε μέ ἐλπίδα μιάν ἀνίατη ἀσθένεια, μιά συμφορά, ἕναν ἀνυπόφορο πόνο; Τέλος, τό καί δυσκολότερο: Ἡ ἀνάσταση ἐγκαινιάζει τόν θρίαμβο τῆς ἀγάπης. Μόνον αὐτός πού δέν λογαριάζει τόν θάνατο μπορεῖ νά ἀγαπήσει ὅπως ὁ ἐσταυρωμένος Χριστός, ἀληθινά. Ἐμεῖς τί κάνουμε; Μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε ἔτσι; Νά ἀγκαλιάσουμε σάν ἀδελφούς ἀκόμη καί αὐτούς πού θεωροῦμε ἐχθρούς μας; Ἤ ἐνδιαφερόμαστε νά τούς ἐξουθενώσουμε καί νά τούς ἐπιβληθοῦμε, καί μάλιστα στό ὄνομα τοῦ Κυρίου; Δυστυχῶς ἔμελλε στή γενιά μας νά δοῦμε νά ἀλληλοσφάζονται ὁμογάλακτοι ὀρθόδοξοι λαοί καί νά ἐπευλογεῖ αὐτή τήν παράνοια ἡ ἴδια ἡ κοινή ἐκκλησιαστική τους ἡγεσία! Τί νά σκεφτεῖ καί νά σχολιάσει κανείς;!...
Ὄχι, Ἐκκλησία ζωντανή, ἀκαταμάχητη δέν εἶναι οἱ ἀδαμαντοκόλλητες μίτρες καί τά βαρύτιμα ἄμφια. Αὐτά εἶναι πολλές φορές παγίδα καί ὄλεθρος. Ἐκκλησία τέτοια, νικήτρια ἐπί τῶν σατανικῶν δυνάμεων καί τοῦ θανάτου, εἶναι οἱ πληγές, τά ὀθόνια καί τά ματωμένα σάβανα τοῦ Ἀναστάντος.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
"Ἀπολύτρωσις", Ἰούν.-Ἰούλ. 2022