Τό μισοτελειωμένο σπιτικό

mikrasia grΤήν ἱστορία γιά τό ἀρχοντικό σπίτι τῆς οἰκογένειάς μας στό σημερινό Eren­koy τῆς Μ. Ἀσίας τήν εἶχα ἀκούσει πολλές φορές ἀπό τόν πατέρα μου. Ὅταν κά­ποτε μέ κάποιο ἐκδρομικό βρεθή­καμε σέ ἐ­κεῖ­νες τίς περιοχές, θέλησε νά τό ἀνα­ζη­τήσει, ἀλλά δέν γνώριζε οὔ­τε ποῦ ἦταν, οὔτε πῶς ἔμοιαζε ἀ­κριβῶς. Μόνο διη­γή­σεις εἶχε ἀκούσει κι αὐτός ἀπό τούς παπποῦδες του.
Ὅταν ἤμουν μικρότερη, ἐρχόμουν συχνά σέ δύσκολη θέση γιά τό ἐπώνυμό μου. Ἔχει κατάληξη -ίδου, ὁπότε, ὅταν συ­στη­νόμουν, ἦταν εὔλογη πάντα ἡ ἐ­ρώτηση: «Πόντια;». Τήν ἀρνη­τική μου ἀ­πάντηση τίς περισσότερες φο­ρές ἀ­κολουθοῦσε μία μικρή ἀπογο­ήτευση ἀπό τόν συνομι­λητή: «Ἔ, δέν μπο­­ρεῖ... Θά ἔ­χεις καμία ρίζα, ψάξ᾽ το λί­γο...». Καί γεννιόταν πάντα μέσα μου ἕνα πα­ρά­πο­νο: «Μά γιατί νά μήν εἶμαι Πόντια κι ἐ­γώ;». Ἡ ἀλή­θεια εἶ­ναι πώς στά μι­κρά μου μά­τια φάνταζε πιό «δημο­φι­λής» ἡ ποντι­ακή γε­νιά καί δί­πλα της οἱ δικές μου ρί­ζες ἔ­μοιαζαν λι­γότερο ἐν­διαφέ­ρουσες.
Τό ἐπίθετο τῆς οἰκογένειας εἶναι μικρασιατικό. Ἔφτασε στήν Ἑλλάδα, ἀ­πό τό σημερινό Canakkale, προσφυγόπου­λο κι αὐτό μαζί μέ τόν προπάππο, κατά τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν τό 1923. Μαζί του ὅμως κουβαλᾶ κι ἄλλες ἱστο­ρίες. Αὐτή τῆς προγιαγιᾶς, πού ζοῦ­σε στήν Ἀρτάκη, στήν Προποντίδα Θά­λασ­σα. Ἡ ἀγρο­τι­κή της οἰκογένεια συμ­βίωνε ἤρεμα κι ἁρμονικά μέ τούς λίγους Τούρ­κους πού κατοικοῦσαν ἐ­κεῖ. Ἡ ζωή τούς τά ἔφε­ρε ὅμως ἔτσι, πού τό 1922 ἀνα­γκά­ζο­νται νά ἐγκα­τα­λείψουν ἀτρύγη­τα τά ἀμπέλια τους, γιά νά φύγουν ξα­φνικά καί νά ἐγκατα­στα­θοῦν μέ τά πλοῖα πρό­σφυγες στήν Κα­βάλα. Κι ἐκεῖ, οἱ δύο προσφυγικές οἰ­κογένειες ἑνώθη­καν σέ μία μεγαλύτερη κι ἔφεραν στόν κόσμο τόν παππού.
Τό μικρασιατικό ἐπίθετο ὅμως ἔφε­ρε μαζί του καί τήν ἱστορία τῆς γιαγιᾶς, κι ἄς τό ἔκανε δικό της μετά τόν γάμο της μέ τόν παππού. Ἦταν καί αὐτή ἀπό προσφυγική οἰκογένεια, ἄν καί γεννή­θη­κε στή Θάσο, τό τελευταῖο ἀπό 10 παι­διά. Ἡ δική της ἱστορία παρό­μοια, μά καί διαφορετική...
Ἀρχές 20οῦ αἰώνα, στήν περιοχή πού σήμερα βρίσκεται τό παραλιακό Erenkoy, κοντά στό Canakkale καί τήν ἀρχαία Τροία... Μπαίνουν τά πρῶτα θε­μέλια γιά τό παραθαλάσσιο, διώρο­φο, πέτρινο σπίτι τῆς νέας οἰκογένειας. Ὁ προπά­π­πος, ἀπό εὔπορη γενιά καί πλοι­οκτήτης τριῶν μεγάλων ἁλιευτικῶν σκα­φῶν, σέ κάποιο ταξίδι του ἐκεῖ γνωρίζει τήν προ­γιαγιά καί ἀποφασί­ζουν νά ἀρ­χίσουν τή ζωή τους στόν τόπο αὐτό. Τό σπιτικό χτί­ζεται ἀργά καί σταθερά, ἐνῶ καινούρ­για παιδικά γέλια προστίθενται συνεχῶς, ὅσο ὁ καιρός περνάει. Μέχρι πού τό 1917 ὁ ἐκκω­φα­ντικός ἦχος ἀπό τά πο­λε­μικά ἀε­ρο­πλά­να τούς ἀναστα­τώνει. Ἡ περιοχή δέχε­ται συμμαχική ἐ­πίθεση, ἀφοῦ ὁ Α´ Πα­γκόσμιος Πόλε­μος εἶναι γεγονός. Γρή­γορα καί ξαφνικά ἡ οἰκογέ­νεια ἀ­ναγκά­ζεται νά μαζέψει γιά πρώτη φορά τά ὑ­πάρχοντά της καί νά περάσει ἀπέναντι στήν Ἴμβρο, γιά πε­ρισ­σότερη ἀσφά­λει­α. Τό νέο σπίτι μένει μισοτε­λειω­μένο...
Μέ τή Συνθήκη τῶν Σεβρῶν τό 1920, θεωρώντας πώς καλυτέρεψαν τά πράγ­μα­τα, ἐπανέρχονται στήν πατρίδα (ὅπως τήν ἔλεγαν), γιά νά συνεχίσουν τή ζωή τους καί τό χτίσιμο τοῦ σπιτιοῦ πού ἄ­φη­­σαν πίσω... Κάποια ἀπό τά μι­κρότερα παι­διά τό βλέπουν γιά πρώτη φο­ρά. Τά πιό με­γάλα μποροῦν πιά καί κουβαλοῦν πέ­τρες κι ἔτσι βάζουν κι αὐτά τό λιθα­ράκι τους -στήν κυριολε­ξία- στό νέο σπι­τικό. Ὁ κόπος ὅμως, ἡ κούραση κι ἡ προσμο­νή ἔχουν φτάσει στό τέλος τους. Κα­λο­καίρι τοῦ 1922 καί τό χτίσιμο ὁλο­­κλη­ρώνεται. Ἡ πολυ­μελής πλέον οἰκο­γένεια μπορεῖ πιά νά στεγάσει τήν εὐ­τυ­­χία της στό και­νούρ­γιο της σπίτι, πού μέ προσω­πικό κόπο καί ἔξοδα εἶχε κατα­φέρει νά τελειο­ποι­ήσει, μετά ἀπό τόσα χρόνια. Οἱ προε­τοι­μα­σίες ἀρχίζουν μέ με­γάλη χαρά ἀπό ὅλους καί ἡ παρα­μο­νή τῆς μετακό­μι­σης ἔχει ἐπιτέλους φτά­σει. Μέσα σέ ὅ­λον τόν ὄμορφο αὐ­τόν πανικό ὅμως ἐμφα­νίζεται ξαφνικά ἕνας Τοῦρ­κος, φί­λος τοῦ πατέρα: «Πάρε τήν οἰκο­γέ­νειά σου καί φύγε! Ὁ Κεμάλ κατε­βαίνει καί σφάζει...».
Τό ὁλοκληρωμένο τους σπίτι δέν θά τούς φιλοξενήσει ποτέ... Κι αὐτό τούς εἶ­χε μείνει παράπονο, μέχρι τό τέλος... Του­λάχιστον ἦταν ἀπό αὐτούς πού πρό­λαβαν νά φύγουν ἐγκαίρως (κι αὐτό χά­ρη σέ μία γνω­ρι­μία) καί δέν ἔζησαν τόν δι­ωγ­μό σέ ὅλη του τή φρίκη. Πρό­σφυγες ὅμως, ἀκο­λούθησαν μία δια­δρομή λίγων χρόνων μέχρι νά βροῦν τό λιμάνι τους. Με­ρικούς μῆνες καί πάλι στήν Ἴμβρο, τό 1923 στόν Σταυρό Χαλ­κιδικῆς, τό 1924 στοιβαγμένοι στίς κα­πναποθῆκες τῆς Κα­­βάλας καί τελικός προορισμός τους ἡ Θάσος. Ὁ ἄλλοτε πλούσιος πλοιο­κτή­της πατέρας τῆς οἰ­κογένειας παίρ­νει μία ψαρόβαρκα καί γίνεται φτωχός κι ἁπλός ψαράς, γιά νά θρέψει τήν οἰκογέ­νειά του, πού τή στέ­γασε τελικά σέ ἕνα μικρό φτωχικό σπι­τάκι στόν Λιμένα τῆς Θάσου.
Τό πρῶτο σπίτι δέν κα­τοικήθηκε πο­τέ... Μένει ἕνα πονεμένο κομμάτι γιά τήν οἰκογέ­νεια... Οἱ ἄνθρωποι πού τό ἔφτια­ξαν ἔχουν φύγει πιά ἀπ᾽ τή ζωή... Ἐκεῖνο ὅμως -ὅπως καί τά σπίτια ἄλ­λων προ­σφύγων- θά παραμένει ἐκεῖ γιά ἐμᾶς τούς νεότερους... Γιά νά θυ­μίζει... Ἀπό ποῦ, πῶς καί γιατί καταλή­ξαμε ἐ­δῶ πού εἴμα­στε... Γιά νά θυμίζει πώς κάτι ἔχουμε ἀ­φήσει πίσω... Γιατί ἡ Μι­κρασία κρύβει πολλές ἱστορίες ὅπως αὐτοῦ τοῦ σπ­ι­τιοῦ... Ἑνός σπιτιοῦ πού δείχνει πώς ἡ καρ­διά τῆς Ἑλλάδας χτυ­πάει καί ἐκεῖ... Ἑνός σπιτιοῦ πού θά εἶναι πάντα στό μυαλό μου... μισο­τελειωμένο, ἀκό­μη κι ἄν στό τέλος ὁ­λοκληρώθηκε... Ἑ­νός σπι­­τιοῦ πού συμ­βολίζει ἀκριβῶς αὐτό πού ἐκ­φρά­ζουν αὐτοί οἱ τόποι γιά τούς ἀν­θρώ­πους τους: τίς Ἀλη­σμόνητες Πα­τρί­δες.

Α. Σ.