Τό μελαχρινό σγουρόμαλλο ἀγόρι πέταξε τή σχολική του τσάντα μέ τρόπο βίαιο κι ἀσυνήθιστο γι᾽ αὐτόν στήν πρώτη καρέκλα πού βρῆκε μπροστά του καί ξέσπασε μέ ὀργή.
-Θά πάω αὔριο στόν Διευθυντή νά τόν καταγγείλω, δέν πάει ἄλλο, προσπάθησε νά ἐξηγήσει τή συμπεριφορά του στήν ἔκπληκτη μητέρα του.
Ἐκείνη χάιδεψε τά σγουρά μαλλιά καί κούνησε μέ ἀπορία τό κεφάλι της.
-Μαμά, ἕνα μήνα μοῦ χρωστάει τά εἴκοσι εὐρώ πού τοῦ δάνεισα κι ὅλο μοῦ λέει αὔριο, εἶπε πιό ἤρεμα αὐτή τή φορά ὁ Δημήτρης.
-Ποιός; ρώτησε ἡ μητέρα του. Σέ ποιόν δάνεισες αὐτά τά χρήματα;
-Στόν Χάρη, τόν φίλο μου, δηλαδή τί φίλος μου; Φίλος νά σοῦ πετύχει! Ἐγώ τοῦ δάνεισα γιά νά ἀγοράσει κάλτσες καί φόρμες ἀπό τό πανηγύρι, γιατί δέν εἶχε πάρει χρήματα μαζί του κι ἐκεῖνος ἀκόμα νά μοῦ τά γυρίσει.
Ἡ μητέρα του γύρισε καί κοίταξε τόν ἄντρα της, πού μπῆκε ἀπό τό καθιστικό στήν κουζίνα κάνοντάς της νόημα μέ τό χέρι του πού δήλωνε «ἄστον σέ μένα».
-Τόν ρώτησες ποτέ ἄν ἔχει νά σοῦ τά γυρίσει; εἶπε, κι ὁ νοῦς του ἔτρεξε χρόνια πίσω σέ κείνη τή μέρα πού μέ καρδιά γεμάτη φόβο καί ἀγωνία βρέθηκε στά σκαλοπάτια τῶν Δικαστηρίων τῆς Θεσσαλονίκης.
-Μήν κάνεις ἔτσι, προσπάθησε νά τοῦ δώσει θάρρος ἡ νεαρή τότε σύζυγός του, ἔχει ὁ Θεός!
-Ὁ Θεός ἔχει, τῆς ἀπάντησε μέ πίκρα ἐκεῖνος, ἐγώ ὅμως δέν ἔχω νά πληρώσω τό χρέος μου.
Εἶχε ξεκινήσει μέ μεγάλα ὄνειρα καί προσδοκίες τήν πρώτη του δουλειά σάν ἔμπορος καπνῶν. Ξανοίχτηκε πιό πολύ ἀπό ὅσο ἔπρεπε κι ἔπεσε ἔξω. Ὄχι ἁπλά δέν ἔβγαλε κέρδος, μά ἔμεινε καί μέ ἕνα μεγάλο χρέος στόν μεγαλύτερο καλλιεργητή καπνοῦ τῆς περιοχῆς, πού ὕστερα ἀπό πολλές ἐπικοινωνίες πού εἶχε μαζί του τοῦ ἔκανε μήνυση. Καί νά τώρα βρέθηκε ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ δικαστηρίου. Χρήματα νά δώσει δέν εἶχε, οὔτε χωράφια νά πουλήσει ἤ ἄλλη περιουσία νά βάλει σέ ὑποθήκη. Τό ἤξερε καλά, τόν περίμενε ἡ φυλακή.
Τά δάκρυά του, πού ἦταν τό ξεχείλισμα τῆς καρδιᾶς του, ἔκαναν ἕναν κύριο πού φαινόταν ἕνας ἁπλός χωρικός νά τόν πλησιάσει.
-Γιατί κλαῖς, γιέ μου; τόν ρώτησε μέ ἐνδιαφέρον.
-Γιατί μέ περιμένει ἡ φυλακή, τοῦ ἀπάντησε.
-Ἔχεις δικαστήριο; Μή νοιάζεσαι· ἄν εἶσαι ἀθῶος, δέν θά πᾶς στή φυλακή, τοῦ εἶπε μέ ἁπλότητα ὁ χωρικός.
-Δέν εἶμαι ἀθῶος, ἀπάντησε κοκκινίζοντας, χρωστάω χρήματα καί δέν ἔχω νά τά ἐπιστρέψω. Αὐτός πού τοῦ χρωστάω μέ πάει δικαστικά γιά νά πάρει τά λεφτά του. Μά τό μόνο πού θά καταφέρει εἶναι νά μπῶ στή φυλακή, ἀφοῦ δέν ἔχουμε πιά νά φᾶμε, ὄχι νά ξεχρεώσουμε καί χρέη…
-Μή μοῦ πεῖς, γιέ μου, ὅτι εἶσαι ὁ Ἀποστολίδης ὁ ἔμπορος; τόν ρώτησε μέ ἔκπληξη ὁ χωρικός.
-Ὁ Ἀποστολίδης εἶμαι, ἀπάντησε ἔχοντάς τα χαμένα ἐκεῖνος.
-Ἐσύ ξέρεις τόν γιό μου, γιατί ἐκεῖνος εἶχε ἀλισβερίσι μαζί σου, μά τά καπνοχώραφα εἶναι δικά μου.
Κοίταξε μέ ἀπόγνωση τόν ἄνθρωπο πού εἶχε μπροστά του καί κατέβασε τό κεφάλι μέ ντροπή.
-Δέν ἔχω νά σᾶς τά ἐπιστρέψω, εἶπε κι ὁ λυγμός ἔκοψε τή φωνή του.
-Μήν κλαῖς, γιέ μου, τοῦ εἶπε κι ἡ φωνή του ἦταν στ᾽ ἀλήθεια πατρική. Πρίν ἔρθω ἐδῶ, πέρασα ἀπό τόν Ἅγιο Δημήτριο καί τόν παρακάλεσα νά δώσει τό δίκιο, γιατί ἐγώ, παιδί μου, δέν θέλω νά ἀδικήσω κανέναν. Καί δέν εἶναι δίκιο νά κλειστεῖ στή φυλακή ἕνας ἄνθρωπος, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά πληρώσει. Κι ὕστερα, τί κέρδος θά ἔχω ἐγώ ἄν ἐσύ πᾶς στή φυλακή; Μήν κλαῖς, τέτοιο ἄδικο δέν θά τό κάνω!
Ἄκουγε καί δέν πίστευε στά αὐτιά του. Ποῦ βρέθηκε αὐτός ὁ καλός ὁ ἄνθρωπος; Πῶς ἔγινε νά συναντηθοῦν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ δικαστηρίου πρίν τή δίκη;
-Ποῦ εἶσαι, πατέρα, καί σέ ψάχνω; ἀκούστηκε ἡ φωνή πού ἔκανε τόν ὑπόδικο νά χλομιάσει.
-Ἔλα ἐδῶ, γιέ μου, εἶπε μέ σταθερή φωνή ὁ χωρικός. Δέν ξέρω πῶς γίνονται αὐτά, ρώτα τόν δικηγόρο καί νά ἀποσύρουμε τή μήνυση.
-Μά, πατέρα, πῆγε κάτι νά πεῖ ἐκεῖνος.
-Ἄκουσες τί σοῦ εἶπα; πρόσθεσε μέ τρόπο πού δέν σήκωνε ἀντίρρηση ὁ χωρικός κι ὁ γιός πῆγε νά ψάξει τόν δικηγόρο.
-Θά σοῦ τά ξοφλήσω μία μέρα, εἶπε γεμάτος εὐγνωμοσύνη καί ἔσκυψε καί φίλησε τό ροζιασμένο χέρι τοῦ ἀγρότη.
-Τώρα πού γνωριστήκαμε, πᾶμε νά σᾶς κάνω καί τό τραπέζι, εἶπε χαρούμενος αὐτός καί τό ὕφος του δέν σήκωνε ἀντιρρήσεις.
Πέρασαν χρόνια γιά νά ξοφλήσει τό χρέος του, πολλά χρόνια, μά τό ξόφλησε κι ἔπιασε κάποτε τήν καλή κι ὀρθοπόδησε.
-Δημήτρη μου, θά σοῦ δώσω ἐγώ τά εἴκοσι εὐρώ κι ἄσε τόν φίλο σου ἥσυχο, εἶπε μέ ἤρεμη φωνή συγκινημένος ὁ πατέρας τοῦ Δημήτρη. Μήπως, παιδί μου, δέν ἔχει καί γι᾽ αὐτό δέν σοῦ τά ἐπιστρέφει;
Τό μελαχρινό ἀγόρι κοίταξε σκεφτικό τόν πατέρα του.
-Ποτέ δέν μοῦ πέρασε ἡ σκέψη ὅτι μπορεῖ νά μήν ἔχει, εἶπε καί χαμήλωσε τό κεφάλι.
-Εἶσαι μόνο δεκαπέντε χρονῶν, γιέ μου, κι ὁ Θεός δέν σέ ἄφησε νά ζήσεις τί θά πεῖ στέρηση. Κι αὐτό τό χρωστᾶς σέ κάποιον πού πίστευε ὅτι μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά ἀποδίδει τό δίκαιο. Πάρε, λοιπόν, τό εἰκοσάευρώ σου κι ἄσε τόν φίλο σου ἥσυχο, δέν σοῦ χρωστάει πιά, εἶπε κι ἔβαλε στό χέρι του τό χαρτονόμισμα.
Ἡ μητέρα, πού κοίταζε σιωπηλή μιά τόν ἄντρα της καί μιά τόν γιό της, πλησίασε μέ στοργή τό σγουρόμαλλο κεφάλι κι ἀκούμπησε τρυφερά τά χείλη της ἐπάνω του.
-Τό βράδυ θά φτιάξω κρέπες, πάρε τόν Χάρη καί φέρε τον νά τοῦ κάνεις τό τραπέζι γιά τή γιορτή σου. Ὥσπου ἐγώ νά ἑτοιμάσω τό τραπέζι, πηγαίνετε μέσα νά σοῦ πεῖ ὁ πατέρας σου μία ἱστορία. Ἔχουμε ἕνα χρέος στόν Ἅγιο, πού δέν μποροῦμε νά τό ξοφλήσουμε μέ τίποτα. Εὐτυχῶς πού ἦρθε ὁ Χάρης νά μᾶς τό θυμίσει.
Ὅταν κάθισαν στό μεσημεριανό τραπέζι, ὁ Δημήτρης κοίταξε μέ νόημα τόν πατέρα του καί τή μητέρα του.
-Γι᾽ αὐτό μέ βγάλατε Δημήτρη! ἀναφώνησε μέ ἐνθουσιασμό.
-Καί γι᾽ αὐτό, εἶπε συγκινημένος ὁ πατέρας, ἀλλά καί γιά τόν κυρ-Μῆτσο τόν καπνοπαραγωγό, πού μέ τά χρόνια τόν ξέχασα. Νά ᾽ναι καλά ὁ Χάρης, γιέ μου, πού μᾶς θύμισε τό χρέος μας. Στή γιορτή σου καί στή γιορτή του θά πᾶμε νά τόν γνωρίσεις. Δέν τοῦ εἶπα ποτέ ὅτι σοῦ ἔδωσα τό ὄνομά του.
-Θά πάθει πλάκα, ἔ; εἶπε αὐθόρμητα ὁ Δημήτρης.
-Σάν τήν πλάκα πού ἔπαθα ἐγώ, ὅταν ἀπέσυρε ἐκεῖνος τή μήνυση.
-Πατσίσατε, λοιπόν, εἶπε μέ ἐνθουσιασμό ὁ Δημήτρης.
-Ὄχι, γιέ μου, δέν πατσίσαμε, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι χρέος ἀνεξόφλητο, εἶπε ὁ πατέρας κι ὁ Δημήτρης ἁπλά συμφώνησε.
Ἑλένη Βασιλείου