Ἡ ἥττα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στή Μικρά Ἀσία καί ἡ σφαγή κι ἐκδίωξη τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν ἀνέτρεψε τή θνησιγενῆ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν. Ἐμπλεκόμενες ὅμως ἦταν κι οἱ ἄλλες Εὐρωπαϊκές Δυνάμεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ἰταλία), στρατιωτικές μονάδες τῶν ὁποίων εἶχαν ὑπό τόν ἔλεγχό τους τήν περιοχή τῶν Στενῶν τοῦ Βοσπόρου. Χρειαζόταν συνεπῶς μία νέα ρύθμιση μεταξύ τῶν νικητῶν τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου καί τῆς νέας πλέον Τουρκίας τοῦ Κεμάλ, πού ἀντικατέστησε τήν ἡττημένη Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Τό ἑπόμενο διάστημα ὑπῆρξε κίνδυνος σύγκρουσης τῶν τούρκων στρατιωτῶν μέ τούς Βρετανούς, μιᾶς καί οἱ Γάλλοι κι οἱ Ἰταλοί ἀπέσυραν τούς στρατιῶτες τους. Κανείς ὅμως δέν εἶχε διάθεση γιά νέες συγκρούσεις κι ἔτσι συγκλήθηκε στίς 20 Σεπτεμβρίου 1922 διάσκεψη στά Μουδανιά γιά τήν ἐξεύρεση λύσης.
Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἡ τουρκική ἀντιπροσωπεία, πού ἔφτασε πρώτη στά Μουδανιά, ἔπεισε τούς ἀντιπροσώπους τῶν Δυνάμεων νά ξεκινήσουν οἱ συζητήσεις ἀπούσης τῆς ἀντίστοιχης ἑλληνικῆς. Ἀποφασίστηκε τότε νά παραχωρηθεῖ, ἐκτός ἀπό τή Σμύρνη, καί ἡ Ἀνατολική Θράκη ἀπό τήν Ἑλλάδα στήν Τουρκία καί νά ἀποχωρήσει ἐντός 15νθημέρου ὁ ἑλληνικός πληθυσμός της. Ὅταν τήν ἑπομένη ἔφτασε ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία, ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει αὐτήν τήν ὀδυνηρή συμφωνία, γνωστή ὡς «Ἀνακωχή τῶν Μουδανίων». Ὅμως, μετά ἀπό πίεση τοῦ Βενιζέλου ἀπό τό Παρίσι, ὅπου εἶχε ἀναλάβει τήν ἐκπροσώπηση τῆς Ἑλλάδας στίς συζητήσεις γιά εἰρήνευση, ἡ ἑλληνική κυβέρνηση ἀποφάσισε νά τήν ὑπογράψει. Ἔτσι, στίς 12 Νοεμβρίου ἡ Ἀνατολική Θράκη παραχωρήθηκε στήν Τουρκία καί δόθηκε προθεσμία ἑνός μηνός στούς 250.000 ἕλληνες κατοίκους καί 150.000 στρατιωτικούς καί ὑπαλλήλους, γιά νά ἀποχωρήσουν πέρα ἀπό τόν ποταμό Ἕβρο. Οὐσιαστικά, ἡ ἐξέλιξη αὐτή προδίκασε τίς συζητήσεις γιά τή συνθήκη εἰρήνης πού θά ἀκολουθοῦσε στή Λωζάνη. Μέχρι σήμερα μένει ἀναπάντητο τό ἐρώτημα ἄν εἶχε πιθανότητες ἡ Ἑλλάδα νά διατηρήσει τήν Ἀνατολική Θράκη κόντρα στή θέληση τῶν Εὐρωπαϊκῶν Δυνάμεων, ἐφόσον ὑπῆρχαν ἀρκετά στρατεύματα πρός ὑπεράσπισή της. Ἀπό τή στιγμή πού αὐτά ὅμως, μαζί μέ τούς Ἕλληνες τῆς περιοχῆς, ἀποχώρησαν, οἱ ἀπειλές τοῦ Πλαστήρα καί τοῦ Πάγκαλου τούς ἑπόμενους μῆνες γιά ἀνακατάληψή της, τήν ὥρα πού ἡ ἐπιβίωση τῶν προσφύγων κρεμόταν ἀπό μία κλωστή, περισσότερο λειτούργησαν σάν διαπραγματευτικό ὅπλο, παρά εἶχαν ρεαλιστικό χαρακτήρα.
Στίς 7 Νοεμβρίου ξεκίνησε ἡ συνδιάσκεψη εἰρήνης στή Λωζάνη τῆς Ἐλβετίας. Στήν πρώτη φάση της, ὥς τίς 22 Ἰανουαρίου τοῦ 1923, ὁπότε καί διακόπηκε προσωρινά λόγῳ ἔντονων διαφωνιῶν, ἡ Ἑλλάδα μέ τή βοήθεια τῶν Βρετανῶν, ἔχοντας ὡς διαπραγματευτικό ὅπλο τίς 9 μεραρχίες πού βρίσκονταν στή Δυτική Θράκη, κατόρθωσε νά τή διατηρήσει μαζί μέ τό Καραγάτς, προάστιο τῆς Ἀδριανούπολης. Παράλληλα μέ τίς συζητήσεις γιά τή συνθήκη, σ’ αὐτό τό διάστημα ἀποφασίστηκε καί τελικά ὑπογράφτηκε ἀνάμεσα σέ Ἑλλάδα καί Τουρκία ἡ Σύμβαση γιά τήν ὑποχρεωτική ἀνταλλαγή τῶν χριστιανῶν ὀρθοδόξων τῆς Τουρκίας μέ τούς μουσουλμάνους τῆς Ἑλλάδας, καθώς κριτήριο τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας ὁρίστηκε τό θρήσκευμα. Οὐσιαστικά, δέν ὑπῆρχε καμία πιθανότητα νά δεχτοῦν οἱ Τοῦρκοι τήν ἐπιστροφή τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁπότε ὁ Βενιζέλος, ἄν καί ἦταν ἀντίθετος στόν ὑποχρεωτικό χαρακτήρα τῆς ἀνταλλαγῆς, προτίμησε νά ἀποχωρήσουν οἱ μουσουλμάνοι ἀπό τήν Ἑλλάδα, ὥστε ἡ ἀκίνητη περιουσία τους νά διατεθεῖ γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων, ὅπως καί τελικά ἔγινε. Ἐξαιρέθηκαν τῆς ἀνταλλαγῆς οἱ Ρωμιοί τῆς Κωνσταντινούπολης (ὅσοι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ πρίν τήν 30ή Ὀκτωβρίου 1918), τῆς Ἴμβρου καί τῆς Τενέδου, καθώς καί οἱ μουσουλμάνοι τῆς Δυτικῆς Θράκης.
Στή δεύτερη φάση τῶν συζητήσεων (23 Ἀπριλίου-24 Ἰουλίου), τό Καραγάτς τελικά παραχωρήθηκε στήν Τουρκία ὡς ἀντάλλαγμα γιά τή μή καταβολή τῶν ὑπέρογκων πολεμικῶν ἀποζημιώσεων πού ζητοῦσε ἀπό τήν Ἑλλάδα. Ἀποφασίστηκε, ἐπίσης, ἡ παραχώρηση τῆς Ἴμβρου καί τῆς Τενέδου στήν Τουρκία, ἡ ὁποία ὅμως ἀναγνώρισε τήν ἑλληνική κυριαρχία στά νησιά τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου. Τά νησιά αὐτά ὁρίστηκε νά εἶναι μερικῶς (Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ἰκαρία) ἤ ὁλικῶς (Λῆμνος, Σαμοθράκη) ἀποστρατιωτικοποιημένα, ὅπως ἀντίστοιχα καί τά Στενά, ἡ Ἴμβρος κι ἡ Τένεδος. Σχετικά μέ τά Δωδεκάνησα, ἡ Ἰταλία βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ἀναιρέσει προηγούμενη συμφωνία γιά παραχώρησή τους στήν Ἑλλάδα καί τά διατήρησε ὥς τό 1947, ὁπότε καί ἀποδόθηκαν, μέ τή Συνθήκη τῶν Παρισίων, στήν Ἑλλάδα. Μία ἀκόμη παράπλευρη ἀπώλεια πού ἐπιβλήθηκε μέ τή Συνθήκη αὐτή ἦταν ἡ πλήρης ἐκχώρηση τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων τῆς Κύπρου ἀπό τήν Τουρκία στή Βρετανία, στήν ὁποία εἶχε παραχωρήσει τήν κατοχή της τό 1878. Τέλος, ἀποφασίστηκε ἡ διατήρηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Κωνσταντινούπολη, ὄχι πλέον ὡς Ἐθναρχίας, ἀλλά ὑπό εἰδικό διεθνές νομικό καθεστώς. Οὐσιαστικά, ἡ Συνθήκη τῆς Λωζάνης, πού τελικά ὑπογράφτηκε στίς 24 Ἰουλίου, διαμόρφωσε μέ ἐξαίρεση τά Δωδεκάνησα τά σημερινά σύνορα τῆς Ἑλλάδας.
Παναγιώτης Μητσόπουλος