Ὅταν οἱ δύο πρῶτοι ἄνθρωποι, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ἀρνήθηκαν τόν ἅγιο Θεό καί ὑπέκυψαν στόν ἐγωισμό τους καί στήν ὀλέθρια παρότρυνση τοῦ Σατανᾶ, δέν παρέβησαν ἁπλῶς ἕναν κανόνα. Ἄν τό πρόβλημα ἦταν αὐτό, ἄν ἐπρόκειτο δηλαδή μόνο γιά μιάν ἠθική βλάβη, τότε ὁ Κύριος, ἡ Ἀγάπη, θά τούς καλοῦσε ἁπλῶς σέ μετάνοια καί ἔτσι ἡ διασάλευση πού εἶχε προκληθεῖ θά ἀποκαθίστατο.
Ὅμως δέν ἔγινε κάτι τέτοιο. Μολονότι οἱ πρωτόπλαστοι συνειδητοποίησαν τό λάθος τους καί μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι μετανόησαν, ἄν καί ἡ ἁγία Γραφή δέν λέει κάτι ἐπ᾽ αὐτοῦ, ὁ θάνατος δέν ἀποτράπηκε, δέν ἀποσοβήθηκε ἡ καταστροφική αὐτή ἐξέλιξη.
Αὐτό συνέβη διότι τό πρόβλημα ἦταν ἐντέλει ὑπαρξιακό, δέν ἦταν μιά ὑπόθεση ἐπιλήψιμης συμπεριφορᾶς. Ἡ ἁμαρτία ἀλλοίωσε αὐτή τήν ἴδια τήν ψυχοσωματική ὑπόστασή μας. Ἀπό τήν ὥρα πού ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τόν Θεό, τήν πηγή τῆς ζωῆς, ἡ φθορά κυριάρχησε στή φύση μας, ὅπως μιά ἀναπόδραστη γενετική ἀναπηρία. Δέν ἤμασταν πλέον «ἐπιδεκτικοί ἀφθαρσίας», ἀλλά ἀνίατα ἀσθενεῖς καί μελλοθάνατοι.
Συνεπῶς, δέν ἀρκοῦσε γιά τή θεραπεία μας ἡ μετάνοια. Ἀπαιτοῦνταν ἀνακαίνιση σύνολης τῆς φύσης μας καί ὄχι μόνο τοῦ νοῦ. Ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ μέν προϋπόθεση γιά τή σωτηρία μας, ἀλλά δέν μπορεῖ ἀπό μόνη της νά μᾶς ἀναστήσει ἀπό τούς τάφους μας. Χρειάζεται ἐμεῖς, οἱ δηλητηριασμένοι ἀπό τό φαρμάκι τοῦ θανάτου, νά κοινωνήσουμε τή ζωή, νά συνδεθοῦμε ὡς ὑπάρξεις μέ τόν αἰώνιο καί παντοδύναμο Κύριο.
Ἦταν μ᾽ ἄλλα λόγια ἀναγκαῖο νά σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Μόνο μέ τό μπόλι αὐτό ἡ ἀγριελιά, ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσης, θά μεταβαλλόταν σέ δέντρο ἥμερο καί εὐλογημένο. Μόνον ἔτσι ἡ ἀθάνατη ζωή τοῦ Θεοῦ θά γινόταν ζωή μας. Δέν ὑπῆρχε ἄλλη λύση.
Βέβαια ὁ Θεός μποροῦσε νά σώσει τόν ἄνθρωπο μέ μιάν ἐντολή του. Τά πάντα δύναται. Ὅμως τότε θά παραβίαζε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί θά ὑποβίβαζε τό πλάσμα του στήν κατηγορία τοῦ ζώου. Καί δέν ἤθελε ὁ Κύριος κάτι τέτοιο. Ὁ Κύριος ἤθελε νά παραμείνουμε ἄνθρωποι, δηλαδή εἰκόνες του, ἀντίγραφά του, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς δημιούργησε.
Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο προτίμησε νά μπεῖ στήν ἱστορία μας ὡς ἕνας ἀπό μᾶς -ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Ναζαρέτ-, καί ὄχι μόνο: Δέν ἔκρινε ἀρκετή τή σάρκωσή του, ἀλλά οἰκειώθηκε καί τή φθορά καί τελικά καί τόν θάνατο. Καί μάλιστα ὄχι ἁπλῶς δέχτηκε νά πεθάνει, ἀλλά ἀνέχτηκε νά τόν σταυρώσουν! Δέν ὑπῆρχε στήν ἀρχαιότητα ἄλλος πιό ἐξευτελιστικός τρόπος ἐκτέλεσης!
Γιατί προτίμησε νά ὑπομείνει αὐτή τήν ἀσύλληπτη φρίκη; Γιά τόν ἴδιο λόγο πού σαρκώθηκε· διότι ἤθελε νά διαφυλάξει τήν ἐλευθερία μας. Ἄν ὁ Κύριος μᾶς χάριζε τή λύτρωση ἁπλά καί μόνο μέσῳ τῆς ἐνανθρώπησής του, θά ἐπρόκειτο γιά ἕνα θαῦμα πού θά μᾶς ἄφηνε ἄφωνους καί θά μᾶς ὑπέτασσε ἑκόντες ἄκοντες στήν κηδεμονία του. Ὅμως σέ τί θά διαφέραμε τότε ἀπό τά ἀνελεύθερα ζῶα πού τά σέρνουν ἀπό τό καπίστρι; Σέ τίποτε. Διότι ἐλεύθερος, καί ἄρα ἄνθρωπος, εἶναι αὐτός πού δέν χειραγωγεῖται μέ κανέναν τρόπο. Πού μπορεῖ νά λέει «ὄχι» ἀκόμη καί στόν Θεό. Καί πόσο πράγματι εὔκολο εἶναι νά πεῖς «ὄχι» σ᾽ ἕναν σταυρωμένο κατάδικο!...
Ὡστόσο οὔτε αὐτό, δηλαδή ὁ ἐξευτελιστικός θάνατος, κρίθηκε ἐπαρκές. Ὁ Κύριος ταπεινώθηκε ἀκόμη περισσότερο: Μολονότι συνέτριψε τόν θάνατο τή στιγμή πού πέθανε πάνω στόν σταυρό, διότι βέβαια ἦταν ἀδύνατο νά ὑποταχθεῖ ὁ Θεός στόν ἐκμηδενισμό, δέχτηκε νά θαφτεῖ ὅπως ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος καί νά παραμείνει νεκρός ἐπί τριήμερο. Κι ὅταν ἔπειτα ἀναστήθηκε, ὅταν ἐντέλει ὁ στόχος ἐπιτεύχθηκε καί ὁ Σατανᾶς καί ὁ ἅδης αἰχμαλωτίστηκαν καί καταργήθηκαν, δέν φανέρωσε σ᾽ ὅλους ἁπτά τή μέγιστη αὐτή ἀλήθεια, ἀλλά χάριν καί πάλι τῆς ἐλευθερίας μας τήν ἔκανε ὑπόθεση πίστης. Νά μπορεῖ ὁ καθένας νά τήν ἀμφισβητήσει. Ἔτσι ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια ἀναρίθμητα στίφη ἐχθρῶν του, γιά τούς ὁποίους ὡς στοργικός Πατέρας ἔδωσε τά πάντα, τόν λοιδοροῦν καί τόν χλευάζουν σάν ἀνύπαρκτο, πλάσμα νοσηρῆς φαντασίας ἤ ἀπατεώνα!...
Κι ὅμως! Τήν ἴδια ἀκριβῶς τή στιγμή πού ὁ πλανήτης ἀντηχεῖ κατάρες καί ἀναθέματα ἐναντίον του, τή στιγμή πού ἡ Ἐκκλησία του περιθωριοποιεῖται παντοιοτρόπως ὡς ἀναχρονισμός καί τροχοπέδη τῆς... προόδου, δέν λείπουν ἄνθρωποι σ᾽ ὅλα τά πλάτη τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν Ἰησοῦ ὡς ἀναστάντα καί Θεό, ἀδιαφορώντας γιά τήν πολυδιαφημισμένη «λογική» καί «γνώση» τοῦ κόσμου τούτου. Στέκονται ἀμετακίνητοι καί μέ δέος μπροστά στό κενό μνῆμα καί στ᾽ ἄδεια ματωμένα του σάβανα, καί μέσα σέ ὀρυμαγδούς εἰρωνείας, ἐμπαιγμῶν, ἀπειλῶν, διώξεων καί ἐπιθέσεων ὁμολογοῦν μέ παρρησία τό μέγα μήνυμα: «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ»!...
Καί σκέφτομαι, ἀδελφέ μου: Εἴμαστε ἐγώ κι ἐσύ ἀνάμεσά τους; Ὁμολογοῦμε τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας μέ τόν λόγο καί προπάντων μέ τήν ἀναστημένη ζωή μας; Οἱ ἄνθρωποι γύρω μᾶς κοιτοῦν στά μάτια καί περιμένουν μέ ἀγωνία. Μπορεῖ νά μήν τό λένε μέ τό στόμα, τό λένε ὅμως μέ τό κουρασμένο βλέμμα τους, μέ τίς συμπλεγματικές ἐκρήξεις ἐγωισμοῦ ἤ μέ τήν ἐκδήλωση παράλογης καί ἀναίτιας βίας. Λαχταροῦν νά λυτρωθοῦν ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου καί ν᾽ ἀναπνεύσουν ἐπιτέλους λεύτερα! Ἐμεῖς πού γνωρίζουμε τόν Λυτρωτή θά ἀδιαφορήσουμε;…
Χριστός ἀνέστη!
Εὐ. Ἀλ. Δάκας
Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος
"Ἀπολύτρωσις", Ἀπρίλ. 2023